—της Ελένης Κοσμά—
Το ζήτημα της αυτοχειρίας συζητείται συστηματικά στη δαντική επικράτεια: από τη Νέα Ζωή, την Ευγλωττία της Κοινής Γλώσσας και το Συμπόσιο μέχρι τη μνημειώδη δεξίωσή της σε δύο άσματα της Κωμωδίας, η ιδέα της αυτοχειρίας, ως φιλοσοφικό, ηθικό και πολιτικό πρόβλημα, διυλισμένη και μέσα από θεολογικά ερωτήματα, όπως εκείνο της αθανασίας της ψυχής, κυκλώνει τη δαντική σκέψη. Οι θεολόγοι που παρελαύνουν στα άσματα της Κωμωδίας, όπως ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Άγιος Φραγκίσκος, ο Άγιος Αυγουστίνος, ο Αβερρόης, ο Άγιος Μποναβεντούρα, και οι φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης συγκροτούν τη θεωρητική σκευή του φλωρεντινού ποιητή και τεκμαίρουν το φιλοσοφικό και θεολογικό φορτίο του.
Στο 25ο άσμα του Καθαρτηρίου εντοπίζουμε τον ρωμαίο ποιητή Στάτιο να συζητεί ακριβώς το ζήτημα αυτό, τον δεσμό του σώματος με την ψυχή. Η επιλογή του προσώπου δεν είναι τυχαία. Ο Στάτιος συμπυκνώνει στο πρόσωπό του το νόημα και τη μεθοδολογία της Κωμωδίας: είναι το παράδειγμα του ανθρώπου ο οποίος ασπάστηκε όψιμα τον Χριστιανισμό (διαβάζοντας, λέει ο Δάντης, τους στίχους του Βιργιλίου) και ο οποίος βρίσκεται στα μισά του δρόμου ανάμεσα στον Βιργίλιο και στον Δάντη: «ήμουν ακόμη από την πίστη στερημένος» λέει ο Στάτιος για τον εαυτό του στο 21ο άσμα του Καθαρτηρίου και λίγο αργότερα, όταν σκύβει να φιλήσει τα πόδια του Βιργιλίου ο τελευταίος του λέει: «Όχι, αδερφέ μου, μη προσπέφτεις,/ σκιά είσαι και σκιά μπροστά σου βλέπεις.» (Καθαρτήριο, XXI), ανοίγοντας έτσι τη συζήτηση για την αθανασία της ψυχής, η οποία θα κορυφωθεί στο 25ο άσμα. Ο Στάτιος είναι, ακόμη, το τέταρτο σε αριθμό εμφανίσεων πρόσωπο της Κωμωδίας, μετά τον Βιργίλιο, τη Βεατρίκη και τον ίδιο τον ποιητή ·και είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι παραμένει δίπλα στον Δάντη και στη Βεατρίκη και μετά την αναχώρηση του Βιργιλίου, μέχρι και το 33ο άσμα του Καθαρτηρίου: είναι «’l savio che ristette» («ο σοφός που ’χε απομείνει»). Ο Στάτιος, λοιπόν, σε αυτό το 25ο άσμα του Καθαρτηρίου, έπειτα από προτροπή του Βιργιλίου, απευθύνεται στον Δάντη, συμπυκνώνοντας μέσα σε είκοσι πέντε τερτσίνες τη συζήτηση της εποχής σχετικά με τον δεσμό του σώματος με την ψυχή και την αθανασία της τελευταίας:
«Το ζώο όμως πώς άνθρωπος θα γενεί,
τόσο είναι δύσκολο, που ακόμα εσύ δεν έχεις δει:
κι έκανε κάποιον, πιο σοφό από σένανε, να πλανηθεί,
έτσι που στη θεωρία του να ξεχωρίσει
από το πνεύμα την ψυχή, μια και δεν το είδε
σε κάποιο όργανο του σώματος να κατοικεί.»[1]
Ο σοφός ο οποίος πλανήθηκε είναι ο Αβερρόης. Ο Δάντης τοποθετεί τον Αβερρόη, «’l gran comento feo»[2], στο 4ο άσμα της Κόλασης, στον πρώτο κύκλο (limbo), δίπλα στον Όμηρο, τον Οράτιο, τον Οβίδιο, τον Λουκάνο, τον Σενέκα και άλλους οι οποίοι πέθαναν πριν από την έλευση του Χριστιανισμού, όπως και ο Βιργίλιος («ανάμεσα σε αυτούς είμαι κι εγώ»), και γι’ αυτόν τον λόγο είναι τιμωρημένοι να ζουν «με την επιθυμία και δίχως την ελπίδα». Ο Δάντης ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την αβερροϊστική φιλοσοφία. Οι αβερροϊστές φιλόσοφοι, με κύριο εκπρόσωπο στη Δύση τον Σιγκιέρι από την Βραβάνδη, τον οποίο ο Δάντης μνημονεύει στον Παράδεισο (X)[3] δίπλα στον Θωμά τον Ακινάτη, υποστήριζαν πως δεν υπάρχει ατομική ψυχή, αλλά μετά τον θάνατο η ψυχή, η οποία ήταν συγκυριακά δεμένη με ένα συγκεκριμένο σώμα, χωρίζεται από αυτό και γίνεται κομμάτι του οικουμενικού και αυτόνομου «δυνάμει Νου» (possibile inteletto), ο οποίος υπάρχει σε διάκριση προς τον «εν ενεργεία». Η ιδέα του «δυνάμει Νου» ανακαλεί, εύλογα, τη μήτρα της φιλοσοφικής σκέψης του Αβερρόη, τον Αριστοτέλη. Ο Δάντης, λοιπόν, στο 25ο άσμα του Καθαρτηρίου ρωτά τον Στάτιο πώς γίνεται να επηρεάζονται οι ψυχές από δοκιμασίες του σώματος, όπως η πείνα, η δίψα, το κρύο ή η ζέστη. Ο Στάτιος του απαντά ως εξής:
«Όταν στης Λάχεσης τη ρόκα το μαλλί σωθεί,
χωρίζεται από το σώμα η ψυχή,
κι όλες οι ψυχικές δυνάμεις φεύγουνε μαζί:
η φυτική κι η ζωική, σχολάζουν δίχως το κορμί,
ενώ η μνήμη, η ευφυία κι η θέληση
γίνονται δυνατότερες απ’ όσο ήτανε πριν.
Από μονάχη της μετά χωρίς χρονοτριβή, η ψυχή,
σαν από θαύμα ,πέφτει σε έναν από τους δυό τους όχτους?
και βλέπει τις δυο στράτες που ανοίγονται μπροστά της.
Σαν φτάσει στον προκαθορισμένο τόπο,
με τις δυνάμεις που έχει για να πλάθει, αρχίζει κι ενεργεί
ως έκανε στα ανθρώπινα τα μέλη που έφτιαξε στη γη.
Κι όπως η ατμόσφαιρα, που είν’ υδρατμούς γεμάτη,
με του ήλιου τις αχτίδες,
με χρώματα στολίζεται πολλά?
έτσι και στον αγέρα που την τριγυρίζει
η ψυχή το σχήμα της σφραγίζει
και δίνει τις ιδιότητές της?
κι όπως η φλόγα ακολουθάει
πάντοτε τη φωτιά, όπου κι αν πάει,
έτσι το νέο σχήμα την ψυχή.
Και αυτή είναι η καινούρια της η όψη
που τήνε λεν σκιά? […]»
Η συνέχεια εδώ