Είναι πλέον εμφανές, ότι η μεγάλη ταχύτητα της εξέλιξης στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης και οι αρνητικές παράμετροι της ιστορικής διαδρομής των κοινωνιών (π.χ. ρύπανση του περιβάλλοντος, εκμετάλλευση των χωρών του Νότου από τον πλούσιο Βορρά) δυσκολεύουν σε επικίνδυνο βαθμό την διαχείριση της πραγματικότητας στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης του ανθρώπινου παράγοντα.
Ενώ η ανθρωπότητα διαθέτει πολύ σημαντικά εργαλεία (επιστήμες και τις τεχνολογικές τους εφαρμογές), ο τρόπος αξιοποίησης τους με βάση το αξιακό φορτίο του κοινωνικού συστήματος, αντί να επιλύει, δημιουργεί και συσσωρεύει προβλήματα, τα οποία απειλούν την βιωσιμότητα του πλανήτη.
Ο καταναλωτισμός, ως κοινωνική αξία και μέσο για την κατάκτηση της ευημερίας κατά την διάρκεια του βιολογικού χρόνου του ατόμου και ταυτοχρόνως μοχλός για την οικονομική ανάπτυξη (χωρίς να μειώνονται οι κοινωνικές ανισότητες), καθώς και η μετατροπή των πολιτών σε εργαλεία για την αναπαραγωγή του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης έχουν οδηγήσει στην μαζοποίηση των κοινωνιών και στην αδυναμία προσέγγισης και συνειδητοποίησης των επιπτώσεων αυτής της πορείας σε βάθος χρόνου.
Για παράδειγμα δεν απασχολεί ούτε το πολιτικό και το οικονομικό σύστημα ούτε και τους πολίτες, ότι η μαζική χρήση πλαστικών στο πλαίσιο της τυποποίησης του τρόπου διάθεσης των προϊόντων διατροφής όχι μόνο ρυπαίνει το περιβάλλον, αλλά έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην υγεία του ανθρώπου. Στο πλαίσιο της διατροφικής αλυσίδας καταλήγουν στο ανθρώπινο σώμα πλαστικά μικροσωματίδια.
Το πολιτικό σύστημα δεν αντιδρά εκφράζοντας το κοινωνικό συμφέρον, αλλά στο όνομα της «προώθησης» της λειτουργικότητας και οικονομικής απόδοσης του τομέα της εμπορίας τροφίμων «σιωπά» και «πριμοδοτεί» την υπόσκαψη του ανθρώπινου μέλλοντος και της βιωσιμότητας του πλανήτη.
Δυστυχώς αυτή η αρνητική πορεία δεν συνειδητοποιείται από τους πολίτες, διότι η πραγματικότητα είναι πολύπλοκη και εξελίσσεται πολύ πιο γρήγορα από την δυνατότητα του πολίτη, ως ατόμου, στο επίπεδο της νοητικής προσέγγισης και ανάλυσης των παραμέτρων, που την οριοθετούν, να συμπορευθεί με την δυναμική της εξέλιξης. Αυτό οφείλεται από το ένα μέρος στην έλλειψη των κατάλληλων μεθοδολογικών εργαλείων ανάλυσης και από το άλλο στην επικοινωνιακή στόχευση του πολιτικού συστήματος στο συναίσθημα των πολιτών σε συνδυασμό με την ανεπαρκή έως ανύπαρκτη ουσιαστική ενημέρωση σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και αλληλεξάρτησης των κοινωνιών σε όλους τους τομείς ανάπτυξης δραστηριότητας.
Με αυτά τα δεδομένα η πορεία προς το μέλλον δεν είναι ελεγχόμενη και πολύ περισσότερο οι κοινωνίες δυσκολεύονται να προσαρμόσουν τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας στις νέες συνθήκες και να συνειδητοποιήσουν, ότι τα σύγχρονα προβλήματα θέτουν ευθέως θέμα λειτουργικότητας του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης και βιωσιμότητας του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος.
Παράλληλα η διοχέτευση καταναλωτικών προτύπων υπερεθνικής εμβέλειας στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος σε συνδυασμό με την συγκέντρωση του πληθυσμού σε μεγάλα αστικά κέντρα (μεγαπόλεις) και την συνεχώς συρρικνούμενη παραγωγή αξιών στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την μαζοποίηση των κοινωνιών και την εργαλειοποίηση της ανθρώπινης λειτουργίας με λογική συστημικού πραγματισμού, ο οποίος διαπερνά το πολιτικό σύστημα.
Εκείνο, που προσδίδει νόημα στην ανθρώπινη οντότητα και λειτουργία, οριοθετείται από τις συνθήκες, που διαμορφώνονται από τις συστημικές ανάγκες. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι εργασιακές συνθήκες, οι οποίες προσδιορίζουν τα όρια της ατομικής δραστηριοποίησης. Εάν η αυτοματοποίηση της παραγωγής είναι οικονομικά πιο συμφέρουσα, ο εργαζόμενος ωθείται στην ανεργία.
Την ίδια αντιμετώπιση έχει ο πολίτης και στο πλαίσιο του συστήματος υγείας. Η οικονομική απόδοση καθορίζει το εύρος της κοινωνικής πολιτικής και όχι αντιστρόφως. Γι’ αυτό και αυξάνεται η οικονομική συμμετοχή των ασφαλισμένων στην φαρμακευτική τους κάλυψη.
Βέβαια στην Ελλάδα επιβαρύνουν τους ασφαλισμένους και άλλες παθογένειες, όπως είναι το «φακελάκι». Κατά τα άλλα όλοι «ομνύουν» στο όνομα του ανθρωπισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η αυτοκαταστροφική διάσταση των σύγχρονων μαζοποιημένων κοινωνιών όμως δεν εξαντλείται στα εθνικά όρια. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της αλληλεξάρτησης των χωρών, χωρίς ακόμη να έχει ενεργοποιηθεί μια μορφή παγκόσμιας διακυβέρνησης, η οποία θα ισορροπεί λειτουργικά και με βιώσιμη προοπτική την δυναμική της εξέλιξης, κυριαρχούν η μη συμπόρευση με την ροή του χρόνου, σε ό,τι αφορά την λήψη αποφάσεων, η μεγάλη ρευστότητα και οι ανισορροπίες, με αποτέλεσμα την άνοδο του βαθμού διακινδύνευσης σε πλανητικό επίπεδο.
Η πρόσφατη σύνοδος για το κλίμα, η οποία έγινε στο Katowice (Πολωνία) με την συμμετοχή 200 χωρών περίπου, τεκμηριώνει με τον καλύτερο τρόπο την αυτοκαταστροφική πορεία των κοινωνιών, ενώ ταυτοχρόνως καταδεικνύει και την μη συνειδητοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και σε ένα άλλο παγκοσμίων διαστάσεων πρόβλημα, όπως είναι η μαζική μετακίνηση πληθυσμών.
Η απόφαση, που ελήφθη στο Katowice, αναφέρεται γενικά στην προστασία του κλίματος χωρίς συγκεκριμένες δεσμεύσεις των χωρών για την υλοποίηση των απαραίτητων μέτρων.
Κάθε χώρα είναι «κυρίαρχη» και θα χειρίζεται το πρόβλημα στο πλαίσιο των αξιών, που διαπνέουν την λειτουργία της στο πλανητικό πεδίο και την «δεσμεύουν». Γι’ αυτό δεν αποφασίσθηκε ένα κανονιστικό πλαίσιο, αλλά η απαραίτητη πίεση θα ασκείται από την «ευθύνη», που έχουν αναλάβει οι κυβερνήσεις μεταξύ τους.
Με άλλα λόγια η αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση των απαραίτητων μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα διασφαλίζεται, επειδή θα λειτουργεί ο ηθικολογικού χαρακτήρα κανόνας «η δημοσιοποίηση της μη τήρησης των συμφωνηθέντων αποτελεί ντροπή».
Βέβαια όλα αυτά ισχύουν υπό την προϋπόθεση, ότι δεν θίγεται ούτε και στο ελάχιστο το ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης και ιδιαιτέρως το οικονομικό σύστημα και τα συμφέροντα, που υπηρετεί. Στο επικοινωνιακό πεδίο αυτό δεν παρουσιάζεται, διότι τόσο η οικονομική ελίτ, που το διαχειρίζεται, όσο και το πολιτικό σύστημα επικαλούνται τον κίνδυνο της μείωσης των θέσεων εργασίας, αν ληφθούν μέτρα, που συρρικνώνουν το κέρδος.
Και όλες αυτές οι «συστημικές αλχημείες» συμβαίνουν, όταν ήδη οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι ορατές και αρχίζουν να διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την δημιουργία επικίνδυνων ανισορροπιών.
Στην Αφρική η λίμνη Τσαντ έχει συρρικνωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και εγγίζει πλέον τα όρια της εξαφάνισης. Το 1963 η επιφάνεια της εκτεινόταν σε 250.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το 2007 ήταν μόνο 2.500. Κατά 90% έχει «εξατμισθεί». Όμως «από αυτή την λίμνη εξαρτώνται (π.χ. στην οικονομία, στην υδροδότηση) χώρες όπως το Τσαντ, η Νιγηρία και το Καμερούν» επισημαίνει ο Mashauri Murilo από τον International Organisation for Migration (ΙΟΜ). Η λίμνη τροφοδοτεί με νερό μια ερημική περιοχή και η εξαφάνιση της αποτελεί μια πολύ σοβαρή περιβαλλοντική καταστροφή.
Ανάλογης εμβέλειας προβλήματα καταγράφονται και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Στην πρωτεύουσα της Ινδονησίας Jakarta, στην οποία ζουν 30 εκατομ. άνθρωποι, η επιφάνεια της θάλασσας ανεβαίνει κάθε χρόνο 4 έως 6 χιλιοστά. Ακόμη χειρότερο είναι, ότι το έδαφος της Jakarta βυθίζεται μέχρι και 20 εκατοστά ετησίως (λόγω άντλησης νερού).
Στις δύο περιπτώσεις, που έγινε αναφορά (λίμνη Τσαντ και Jakarta), υφίστανται τις επιπτώσεις περίπου 90 εκατομ. άνθρωποι, οι οποίοι, όταν οξυνθούν περισσότερο οι συνθήκες, θα αναζητήσουν διέξοδο σε άλλες περιοχές του κόσμου. Σύμφωνα με τον Francois Gemenne, ο οποίος είναι μέλος της επιστημονικής ομάδας, που έγραψαν τον «Άτλα των προσφύγων λόγω περιβάλλοντος» (Atlas des migrations environnementales, Paris, 2016), είναι πιθανό στο μέλλον το ένα τέταρτο ή το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού να οδηγηθεί στην προσφυγιά εξαιτίας των περιβαλλοντικών εξελίξεων.
Ποιά θα είναι η διαχείριση αυτού του τεράστιου προβλήματος, όταν οι διαστάσεις του απειλούν τις διαμορφωμένες κοινωνικές ισορροπίες; Ήδη σύμφωνα με έρευνα του αμερικανικού Κέντρου Έρευνας Κοινής Γνώμης (Pew Research Center) σε 27 χώρες μόνο το 14% αποδέχεται την αύξηση των προσφύγων στη χώρα του, το 36% δεν επιθυμεί περαιτέρω αύξηση και το 45% είναι υπέρ της μείωσης και της απαγόρευσης εισόδου προσφύγων στη χώρα τους (στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 82%).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας, το οποίο βασίζεται στην λογική της αποτροπής γενικευμένων στρατιωτικών συγκρούσεων με εργαλείο την υπεροχή στον στρατιωτικό εξοπλισμό και την καλλιέργεια του φόβου.
Βέβαια οι περιφερειακές και τοπικής εμβέλειας συγκρούσεις όχι μόνο είναι ανεκτές, αλλά είναι και επιθυμητές, διότι συμβάλλουν στην οικονομική απόδοση της πολεμικής βιομηχανίας.
Τώρα όμως η πραγματικότητα είναι τόσο σύνθετη, που η πιθανότητα λάθους στην πολιτική διαχείριση της και η πρόκληση επικίνδυνων αντιπαραθέσεων, οι οποίες είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε γενικευμένες διενέξεις, αυξάνουν την ρευστότητα, ιδιαιτέρως όταν ο ορθολογισμός σε συνδυασμό με τον ανθρωπισμό δεν λειτουργούν ως σημεία αναφοράς της ανθρώπινης δραστηριότητας και του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Είναι οι σύγχρονες κοινωνίες σε θέση να αλλάξουν τους κανόνες της παθογενούς πραγματικότητας, που οι ίδιες δημιούργησαν κατά την διάρκεια της ιστορικής τους διαδρομής;
Δύσκολο μεν, αλλά είναι ο μοναδικός δρόμος, που απέμεινε για την διασφάλιση της βιωσιμότητας του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος. Μόνο που ο χρόνος δεν επιτρέπει πλέον καθυστερήσεις.