O Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών
Η ελληνική κυβέρνηση, αντί να προκηρύξει διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό, αποφάσισε να πουλήσει απευθείας την 20ετή παραχώρηση της εκμετάλλευσης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών αντί 484 εκατ.€. Επενέβησαν οι Βρυξέλλες, «μάλωσαν» την Αθήνα για την απευθείας πώληση και ανέβασαν το τίμημα κατά 127%. Και ο αγοραστής συμφώνησε να προσφέρει 1,1 δισ. € (1,3 δισ. € με τον ΦΠΑ). Ο ίδιος αγοραστής, από τον οποίο η κυβέρνησή μας κατάφερε να αποσπάσει 484 εκατ.€ κατόπιν δωδεκάμηνης διαπραγμάτευσης!
Είμαστε, λοιπόν, κατά 600 εκατ. € πλουσιότεροι ή χρωστάμε 600 εκατ.€ λιγότερα και αυτό είναι ευχάριστο. Είναι, όμως, και αφορμή προβληματισμού: ποιος υπερασπίστηκε το δημόσιο συμφέρον των Ελλήνων, η Αθήνα ή οι Βρυξέλλες;
Το ελληνικό Δημόσιο κατέχει το 55% των μετοχών του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ). Έναντι οικονομικού ανταλλάγματος έχει παραχωρήσει στον έτερο μέτοχο (καναδικό fund), τη διαχείριση και τα έσοδα από την εκμετάλλευση του ΔΑΑ μέχρι το 2026. Το επίδικο τώρα είναι η παραχώρηση της εκμετάλλευσης του ΔΑΑ για τα επόμενα 20 χρόνια, μέχρι το 2046.
Το ΤΑΙΠΕΔ ξεκίνησε διαπραγμάτευση με τους καναδούς μετόχους για το τίμημα της παραχώρησης το φθινόπωρο του 2016. Η διαπραγμάτευση κατέληξε το Σεπτέμβριο του 2017 στο ποσό των 484 εκατ.€ και στις 30/9/2017 υπογράφηκε η σύμβαση από τον υπουργό Οικονομικών εδώ.
Η συμφωνία στάλθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού (DG COMP) για έγκριση. Η DG COMP θεώρησε το τίμημα πολύ χαμηλό και, τελικά, τον Ιούνιο του 2018 ο υποψήφιος αγοραστής συναίνεσε να καταβάλει υπερδιπλάσιο τίμημα 1,1 δισ.€ (+127%) εδώ.
Η απόκλιση είναι τόσο μεγάλη, που καθιστά πολύ προβληματική την αρχική συμφωνία. Το τίμημα ήταν εξόφθαλμα χαμηλό. Το αποδεικνύει το γεγονός ότι ο ίδιος αγοραστής, λίγους μήνες αργότερα, συμφώνησε να καταβάλει υπερδιπλάσιο ποσόν. Αποδεικνύεται όμως και από το γεγονός ότι η πίεση για καλύτερο τίμημα δεν προήλθε από «κοράκια» των αγορών που κερδοσκοπούν αλλά από γραφειοκράτες, κοινοτικούς υπαλλήλους της DG COMP χωρίς κανένα ίδιο συμφέρον. Δουλειά τους ήταν να ελέγξουν αν η συναλλαγή τηρούσε τους κανόνες του ανταγωνισμού χωρίς να υπεισέρχεται κάποιου είδους «κρατική βοήθεια» προς κάποια εταιρεία. Τέτοιου είδους πρακτικές μπορεί να συναντήσει κανείς σε περιπτώσεις ΔΕΚΟ, όπως ο ΟΣΕ παλαιότερα, αλλά σίγουρα η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε λόγο να ευνοήσει ένα καναδικό fund.
Προσωπικά, απεχθάνομαι την εύκολη ταμπελίτσα «ξεπούλημα». Και παραπέμπω όσους αναζητούν ύποπτες συναλλαγές πίσω από το αρχικό τίμημα, να ανατρέξουν στο αποτέλεσμα του διαγωνισμού για τα Περιφερειακά Αεροδρόμια (11/2014). Το τίμημα του πλειοδότη (Fraport) ήταν μια εξαιρετικά ευχάριστη έκπληξη: 1,23 δισ.€! Οι άλλες δύο κοινοπραξίες πρόσφεραν 960 και 800 εκατ. € αντίστοιχα, ενώ η ελάχιστη αποτίμηση από τους συμβούλους του διαγωνισμού (PWC και Citibank), ήταν 350 εκατ.€. Αν κάποιος σήμερα στο ΤΑΙΠΕΔ «χτυπάει το κεφάλι του» που αποδέχτηκε πολύ χαμηλό τίμημα για το «Ελ. Βενιζέλος», κάποιος άλλος στην Fraport «κλαίει» 250 εκατ.€. Διότι θα κέρδιζε το διαγωνισμό για τα Περιφερειακά Αεροδρόμια και με 250 εκατ.€ λιγότερα. Αλλά, έτσι είναι οι διεθνείς διαγωνισμοί, ειδικά για περιουσιακά στοιχεία που ως «μοναδικά» δεν έχουν σταθερό μέτρο σύγκρισης και αποτίμησης.
Διαβάστε την συνέχεια στο protagon.gr