Επειδή επιμένω να ζω σε μια ελεύθερη χώρα περπάτησα χτες στο κέντρο της Αθήνας. Έστριψα από την Πανεπιστημίου και ανηφόρησα την Μπενάκη από το αριστερό πεζοδρόμιο. Πέρασα μέσα από μια καφετέρια που είχε απλώσει τα τραπεζάκια της στο πεζοδρόμιο. Με την άκρη του ματιού μου είδα μια παρέα από 6-7 άτομα να στρέφεται προς το μέρος μου. Από τον καιρό της χούντας έχω μάθει να ξεχωρίζω το κίτρινο βλέμμα του μίσους που έλεγε και ο Λεωνίδας, όπως επίσης και τη σωματοδομή των φασιστών. Το μίσος ξεχείλιζε αλλά δεν ήταν νεοφασίστες, ήταν «αγανακτισμένοι», από αυτούς που τους χαϊδεύουν κάποια δελτία και κάποιοι συμπονετικοί δημοσιογράφοι. Σηκώθηκαν πάνω και άρχισαν να ουρλιάζουν: «Δωσίλογε, ευρωλιγούρη, κάθαρμα, μνημονιακέ, άντε γ……., και άλλα «γαλλικά». Για ένα τετράγωνο ήρθαν πίσω μου φωνάζοντας και μετά γύρισαν στην καφετέρια. Να σας πω ότι δεν φοβήθηκα, μήπως φαω κανένα κτύπημα από πίσω, θα σας πω ψέματα. Είναι το επόμενο στάδιο μετά τα υβρεολόγια. Έστριψα και ανέβηκα τη Σκουφά κατευθυνόμενος προς το Φίλιο όπου είχα ένα ραντεβού. Μετά τη Χαριλάου Τρικούπη με πλεύρισε ένα μηχανάκι. Ο οδηγός φορούσε κράνος και έβλεπα μόνο τα μάτια του με το γνωστό κίτρινο χρώμα και το μαύρο μούσι του. Αυτός δεν είχε το πλούσιο λεξιλόγιο των προηγούμενων. Η βελόνα είχε κολλήσει στην πιο γνωστή ελληνική λέξη. Ουρλιάζει μέσα στο αυτί μου και μου κόβει τον δρόμο με το μηχανάκι ανεβάζοντας το μισό στο πεζοδρόμιο. Είναι μόνος του, είναι και του χεριού μου αλλά επειδή είμαι – καταρχήν – άνθρωπος του διαλόγου κάνω μια απόπειρα. «Τι θες ρε, γιατί βρίζεις;». «Γιατί είσαι με το μνημόνιο και κάνεις και τον Αριστερό». Και δώσ’ του η αγαπημένη λέξη. Είχαν μαζευτεί αρκετά, ξύπνησε μέσα μου ο καταπιεσμένος Πειραιώτης και αγρίεψα. Ανταπέδωσα τα «γαλλικά» και πήγα κατά πάνω του. Και το παλικάρι της φακής έγινε Λούης.
Όταν πήγα σπίτι μου, αρκετά σοκαρισμένος, έκανα μερικές σκέψεις που θέλω να τις μοιραστώ μαζί σας, μέρες που είναι. Πριν έναν χρόνο, μετά τα γεγονότα στο Χυτήριο όπου με τον Πέτρο Τατσόπουλο του ΣΥΡΙΖΑ είχαμε κοντραριστεί με τους Χρυσαυγίτες, μου την έπεσαν στο Παλιό Φάληρο, όπου περπατούσα, μια ομάδα από αυτούς. Δεν ξέρω αν είχαν κάρτα μέλους αλλά δεν ήταν και από τον εκπολιτιστικό σύλλογο της γειτονιάς. Τα συναισθήματα ήταν ίδια όπως έναν χρόνο μετά. Φόβος και μετά οργή. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω διάκριση ανάμεσα στον χρυσαυγίτικο και τον αντιεξουσιαστικό προπηλακισμό, είναι και οι δυο φασιστικές συμπεριφορές. Αν αρχίσουμε τα «καταδικάζουμε αλλά…» για τον δεύτερο, νομιμοποιούμε και τον πρώτο.
Μετά τη δολοφονία του παλικαριού στο Κερατσίνι, έγραψα ένα άρθρο στη Μεταρρύθμιση και ζήτησα να γίνει ένα μεγάλο Αντιφασιστικό συλλαλητήριο, οργανωμένο από τα κόμματα του δημοκρατικού-συνταγματικού τόξου. Έλεγα πως είναι θετικό ότι κάτω από την πίεση των γεγονότων η ΝΔ εγκατέλειψε τη θεωρία ότι είναι επαρκές το νομικό οπλοστάσιο, ότι χρειάζεται θεσμική θωράκιση της δημοκρατίας απέναντι στους νεοναζί. Και πρόσθετα:
«Αλλά αυτό, πλέον, δεν αρκεί. Οι ναζιστές με τα τάγματα εφόδου τους θέλουν να κερδίσουν τη μάχη του πεζοδρομίου. Η απάντηση δεν είναι η σύγκρουση με ομάδες της άκρας Αριστεράς και των αναρχικών. Αυτό επιδιώκει. Αυτό βολεύει τη Χρυσή Αυγή. Ούτε όμως η απάντηση είναι να παραδώσουμε το πεζοδρόμιο σε αυτούς. Η απάντηση μπορεί και πρέπει να δοθεί συντεταγμένα και μαζικά από τις δυνάμεις του Δημοκρατικού τόξου. Αν υπάρχει στα λόγια, να υπάρξει και στην πράξη. Να συνεννοηθούν σε 5 λεπτά, όλα τα κόμματα σε ένα Αντιφασιστικό πλαίσιο-κάλεσμα. Να συναντηθούν οι γραμματείς των κομμάτων και να συντονιστούν. Να ζητήσουν από τους δημοκρατικούς πολίτες να κατεβούν χωρίς σημαίες και κομματικά σύμβολα και να διαδηλώσουν κατά της φασιστικής βίας.
Φοβάμαι ότι πάλι η απάντηση θα είναι ότι αυτά τα πράγματα δεν γίνονται γιατί το κύριο είναι το μνημόνιο, η κινητικότητα κ.λπ. από τη μια πλευρά και η αντιαριστερή αλλεργία από την άλλη. Και γιατί κάποιοι λίγοι μπορεί να εξακολουθούν να πιστεύουν ότι άλλο η φασιστική βία και άλλο η δική τους. Μακάρι να διαψευστώ. Και για όσους ψάχνουν σε ιστορικά προηγούμενα, να τους θυμίσω ότι όταν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δολοφόνησαν τον Άλντο Μόρο το μεγάλο (σε όλα του) ιταλικό ΚΚ κατέβασε τον κόσμο του σε κοινή διαδήλωση με τον ιστορικό του αντίπαλο, τη Χριστιανοδημοκρατία. Και σε όσους μου πουν ότι άλλο ο Μόρο και άλλο ο Φύσσας θα τους πω ότι με αυτά τα μυαλά, σε λίγο θα το χάσουν και αυτό το επιχείρημα. Γιατί όταν αρχίσει να ρέει το αίμα δεν κάνει διακρίσεις.».
Μετά από λίγες ώρες με πήρε ένας φίλος από το Κερατσίνι. «Μέχρι να γίνει το μεγάλο συλλαλητήριο, δεν κατεβαίνεις στο μικρό που θα γίνει στο Κερατσίνι;». Αρνήθηκα κατηγορηματικά γιατί ήξερα ότι ανάμεσα στους διαδηλωτές θα ήταν και «αντιφασίστες» σαν τους φασίστες που αντιμετώπισα το άλλο πρωί. Το βράδυ είδα στην τηλεόραση όσα είδατε και εσείς. Επίθεση στο αστυνομικό τμήμα Κερατσινίου, φωτιές, λεηλασίες μαγαζιών. Στην Πάτρα, επίθεση με μολότωφ στο Δημαρχιακό Μέγαρο και πάει λέγοντας. Και αυτό υποτίθεται ότι ήταν αντιφασιστική συγκέντρωση κατά της Χρυσής Αυγής.
Παρ? όλα αυτά πιστεύω ότι η ελληνική κοινωνία ταρακουνήθηκε και υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να βγει κάτι καλό μέσα από το τραγικό γεγονός. Αρκεί τα κόμματα του Συνταγματικού Τόξου να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Να γίνουν όλοι σοφότεροι: κάποιοι να αντιληφθούν ότι κάνανε λάθος στον τρόπο που προσπάθησαν να διαχειριστούν και να αξιοποιήσουν τη λαϊκή αγανάκτηση και κάποιοι άλλοι να συνειδητοποιήσουν ότι είναι αδιέξοδη μια πολιτική που θέλει να πετάξει εκτός συνταγματικού τόξου την αξιωματική αντιπολίτευση. Ότι υπάρχει πολιτική ζωή πέρα από το δίλημμα μνημόνιο-αντί μνημόνιο, ότι οι νεοναζί που είναι αντιμνημονιακοί και σε αυτή τη φάση αντισυστημικοί αποτελούν εχθρό για τη δημοκρατία και για όλους. Η πρώτη αντίδραση από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ανωριμότητα. Αντί να κοιτάξουν μπροστά, όρθωσαν τείχη από το παρελθόν. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ βρήκε τη στιγμή να κατηγορήσει τον πρωθυπουργό και ο κ. Λαζαρίδης να «θέσει» τον ΣΥΡΙΖΑ εκτός συνταγματικού τόξου. Σαν να μην υπήρχε νεκρός από τη Χρυσή Αυγή και σαν να μπορούσαν να συνεχίσουν σαν να μη μεσολάβησε τίποτε το προσοδοφόρο και για τους δυο παιγνίδι της πόλωσης. Μόνο που αυτή τη φορά τα γεγονότα ήταν πεισματάρικα, η κοινή γνώμη απαιτητική και σιγά-σιγά το σκηνικό άρχισε να αλλάζει. Σαμαράς και Βενιζέλος χάραξαν γραμμή μηδενικής ανοχής, οι δηλώσεις Δένδια ήταν συγκεκριμένες και καλούσαν όλες τις δυνάμεις του Συνταγματικού Τόξου να συμβάλουν στη θεσμική αυστηροποίηση, ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την αρχική άρνηση Σκουρλέτη δείχνει να προσανατολίζεται σε συμμετοχή, ο Παπαδημούλης θυμήθηκε τα νιάτα του στο ΚΚΕ εσωτερικού και συνέβαλε στη Βουλή στη διαμόρφωση ενωτικού αντιφασιστικού κλίματος, ο Κουβέλης ήταν σωστός, ο Καμμένος έστω εξ ανάγκης κατάλαβε ότι το λιντσάρισμα είναι ένα και καθόλου ψυχολογικό, το ΚΚΕ δείχνει να μπαίνει -έστω με τον δικό του τρόπο- στο γενικό κλίμα. Σαν κάτι να γίνεται. Δεν ξέρω αν θα φτάσουμε σε πανδημοκρατικό συλλαλητήριο. Τουλάχιστον να συνεννοηθούμε. Άντε, γιατί θέλω να συνεχίσω να ζω σε αυτή τη χώρα που, όσο κι αν με εκνευρίζει, την αγαπώ. Και γιατί δεν θέλω κανένας…….. (βάλτε ό,τι «γαλλικό» θέλετε) να μου κόβει τον περίπατό μου.