Οι στίχοι είναι παλιοί και γνωστοί ήδη από τα ρομαντικό χρόνια του 19ου αιώνα, τότε που μεσουρανούσε το άστρο του Αλεξάνδρου Σούτσου: Είν’ ελεύθερος ο Τύπος, φθάνει μόνον να μην βλάψεις / της Αρχής τους Υπαλλήλους, τους Κριτάς, τους Υπουργούς μας και των Υπουργών τους φίλους· / είν’ ελεύθερος ο Τύπος, φθάνει μόνον να μη γράψεις. Η πρόσφατη δίωξη και το «αυτόφωρο» των δημοσιογράφων του Φιλελευθέρου για ένα πρωτοσέλιδο με τίτλο «Ανήθικο πάρτι» έφερε στο προσκήνιο της δημοσιότητας πολλά προβλήματα, που εδώ και καιρό, ναρκοθετούν την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών: ένα τυποκτόνο νόμο, τη δυσανεξία της κυβέρνησης στην πολιτική κριτική, την επιλεκτική κατασκευή εχθρών.
Δεν θα μας απασχολήσει η ουσία της υπόθεσης, καθώς ήδη έχουν κατατεθεί σχετικές ερωτήσεις στη Βουλή, ενώ η δίωξη των δημοσιογράφων θα απασχολήσει αυτόνομα τη δημόσια σφαίρα αλλά και τα δικαστήρια. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι η Μόρια αρχίζει πια να βλάπτει την ίδια τη δημοκρατία. Είναι κοινό μυστικό: αυτοί που μίλαγαν κάποτε για την «ανθρωπιστική κρίση» (sic) του μεταναστευτικού προβλήματος μετέτρεψαν ένα σοβαρό ζήτημα σε κυβερνητική μπίζνα με φτηνά ανταλλάγματα. Δίπλα σε αυτό το πρόβλημα προστέθηκε και η βούληση πολλών κρατών της κουρασμένης Ευρώπης για την «επαναπροώθηση» των μεταναστών στην Ελλάδα και στις κύριες «χώρες υποδοχής». Δεν πρέπει να το ξεχνάμε: η πολιτική καριέρα της ακροδεξιάς χτίζεται σήμερα πάνω στο πρόβλημα της μετανάστευσης.
Για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το πρόβλημα ήταν κάπως πιο εύκολο. Αυτό που παλιότερα ονόμαζαν «ελεύθερες ανθρώπινες ροές της παγκοσμιοποίησης», μέσα από μια ιδιάζουσα γλώσσα κινηματικής θεωρίας, έγινε σταδιακά μια ευκαιριακή «αποθήκη ψυχών» για την άντληση κονδυλίων και επιλεκτικής διανομής δημόσιου χρήματος. Τώρα πια που η υγειονομική βόμβα συναντήθηκε με τη σκοτεινή παραβατικότητα, η Μόρια έπαψε πια να θυμίζει το «στρατόπεδο-τράνζιτο» της ανθρώπινης δυστυχίας και έγινε ένα αντανακλαστικό κυβερνητικής καταστολής απέναντι στην ελευθερία του τύπου. Πολλά χιλιόμετρά μακριά από τη Μόρια, σε ένα κελί του αστυνομικού τμήματος Εξαρχείων κάποιοι δημοσιογράφοι πέρναγαν έγκλειστοι το βράδυ τους, απλώς και μόνο επειδή παρουσίαζαν ένα σχετικό ρεπορτάζ, που ενοχλούσε τους αρμόδιους υπουργούς. Πρόκειται σαφώς για μια καθεστωτική αντίληψη για την ελευθερία του Τύπου που διολισθαίνει σε έναν λογοκριτικό περιορισμό της κριτικής.
Ταυτόχρονα απεχθής και γελοία, η πρωτοβουλία του υπουργού κ. Καμμένου για τη φίμωση του Τύπου αποτελεί ένα ακόμη ένα δείγμα μιας κυβέρνησης σε αποδρομή. Αλλά το αυτόφωρο των δημοσιογράφων μπορεί να γίνει ίσως είναι και η απαρχή μιας νέας συνειδητοποίησης. Τα σκάνδαλα αυτής της κυβέρνησης πρέπει να ελεγχθούν. Ο μύθος άλλωστε του «ηθικού πλεονεκτήματος» έχει τελειώσει εδώ και καιρό. Από εδώ και πέρα, ο πολιτικός χρόνος πρέπει να φέρει στο προσκήνιο εκείνες τις δυνάμεις που ζητούν διαφάνεια και λογοδοσία για όλες αυτές τις ενέργειες που μετέτρεψαν τους μετανάστες σε χυδαίο εργαλείο μικροπολιτικής.
Κάποτε ο κ. Καμμένος απειλούσε τους εταίρους και δανειστές ότι θα στείλει «τζιχαντιστές» στο κέντρο της Ευρώπης. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θεωρούσαν πως ακόμη και αυτό ήταν στοιχείο της «σκληρής διαπραγμάτευσης». Λίγο μετά, χιλιάδες άνθρωποι βούλιαζαν στη λάσπη και στην αρρώστια επειδή η κυβέρνηση δεν είχε μεριμνήσει να μετατρέψει τις «ανοιχτές δομές σε φιλοξενίας» σε ένα μόνιμο σχέδιο εγκατάστασης και ένταξης των μεταναστών, με όρους και κανόνες που αρμόζουν σε ένα ευρωπαϊκό κράτος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διένυσε εύκολα, γρήγορα και κυνικά την απόσταση από το γραφικό και αφελές σύνθημα «είμαστε όλοι μετανάστες» στην κυβερνητική εντολή «βάλτε φυλακή όποιον δεν χειροκροτεί». Τίποτε από όλα αυτά δεν θα γίνει. Από τους καταυλισμούς στη Μόρια μέχρι το κελί στα Εξάρχεια, το αίτημα δεν μπορεί παρά να είναι το ίδιο. Το αυτόφωρο των δημοσιογράφων είναι μια εξαιρετική, αν και δυσάρεστη, ευκαιρία για να δραστηριοποιηθεί ξανά το μέτωπο της «ανοιχτής κοινωνίας», με στόχο να απαλλαγούμε οριστικά από τα καμένα μυαλά που χτίζουν ξανά τις φυλακές της σκέψης.