Αυτοδιοίκηση και περίθαλψη

Δημήτριος Πατσάκης 26 Αυγ 2013

Σε αρκετές χώρες, οι ευθύνες για την πρωτοβάθμια αλλά και την δευτεροβάθμια περίθαλψη, έχουν ανατεθεί στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση. Η χρηματοδότηση των δομών τους προέρχεται είτε από την Κεντρική Εξουσία, μέσω της Γενικής Φορολογίας και των φορέων ασφάλισης περίθαλψης, είτε μέσω της επιβολής τοπικής ή περιφερειακής φορολογίας και χρεώσεων στους χρήστες, όσων το εισόδημα και το σύνολο των οικογενειακών βαρών επιτρέπει κάτι τέτοιο. Τα παραδείγματα του Ην. Βασιλείου ή της Σουηδίας, δίνουν μια σαφή εικόνα του προτύπου που ακολουθείται σε κάθε περίπτωση.

Στην Ελλάδα υπήρξαν στο παρελθόν σχετικές αυτοδιοικητικές πρωτοβουλίες (Δημοτικά Νοσοκομεία Αθήνας και Θεσσαλονίκης) που πλέον αποτελούν συστατικές δομές του Ε.Σ.Υ.

Το ερώτημα που τίθεται αφορά στο εάν και κατά πόσον οι τοπικές κοινωνίες, μέσω των θεσμικών οργάνων της αυτοδιοίκησης (Δήμοι-Περιφέρειες), επιθυμούν πράγματι την ανάληψη δράσεων πρόληψης και προαγωγής -αρχικά- και αποκατάστασης, σε δεύτερο στάδιο, της Υγείας του πληθυσμού που εδρεύει θεσμικά (δημότες), διαμένει ή και διακινείται περιστασιακά στα σύνορα της αρμοδιότητάς τους.

Στο πρόσφατο παρελθόν, ειδικά σε περιοχές όπου οι προκηρυσσόμενες θέσεις σε «αγροτικά» ιατρεία ή Κέντρα Υγείας δεν ήταν δυνατόν να καλυφθούν, λόγω μη ζήτησης, η αυτοδιοίκηση ανελάμβανε να καλύψει π.χ. τα έξοδα διαμονής τους, προκειμένου να παράσχει κάποιο οικονομικό κίνητρο προσέλκυσης και δέσμευσης παραμονής στις θέσεις.

Πόσο δυνατό όμως είναι οικονομικά το εν λόγω εγχείρημα; Σαφέστατα, εάν έχουμε κατά νου την ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης, με τους γνωστούς μέχρι σήμερα τρόπους του «φορτώματος» δεκάδων μη εχόντων ουσιαστικά απασχόληση και χρησιμότητα, το θέμα έχει «κλείσει». Απομένει λοιπόν το «ρίσκο» της ανάληψης της όποιας υφισταμένης δομής -έστω Κέντρου Υγείας- με δεδομένα:

-Την κάλυψη των τακτικών δαπανών (μισθοδοσία μονίμων) από την Κεντρική Εξουσία.

-Την ανάθεση των επενδύσεων σε εξοπλισμό υψηλού κόστους στις Περιφέρειες, βάσει ανάλυσης κόστους-ωφελείας.

-Τη χρέωση των δαπανών των ασφαλισμένων ασθενών στους φορείς ασφάλισης-περίθαλψης.

-Τον ισοσκελισμό εσόδων-εξόδων μέσω «ιδίων» πόρων και «επιχειρηματικής δραστηριότητας».

Οι «ίδιοι» πόροι θα μπορούσαν να είναι συνδυασμός ανταποδοτικής φορολογίας επί του εισοδήματος, μειούμενης αναλόγως των οικογενειακών βαρών και χρεώσεων ποσοστού του κόστους των εξετάσεων, αναβάθμισης «ξενοδοχειακού» κόστους κ.λπ. Παράλληλα, οι χρήστες θα είχαν σχετικό όφελος, μέσω της μείωσης π.χ. των εισφορών στους φορείς ασφάλισης περίθαλψης.

Για να δώσουμε μια «εικόνα» του όλου εγχειρήματος, η συνολική δαπάνη λειτουργίας (πάντοτε εκτός τακτικών αποδοχών) για το σύνολο του Ε.Σ.Υ. (χωρίς τα μεγάλα τριτοβάθμια, Παιδιατρικά, Πανεπιστημιακά, Ογκολογικά & Ψυχιατρικά νοσοκομεία), ήταν το 2012 περίπου 800 εκ. ευρώ. Με εκτίμηση του 50% του κόστους να καλύπτεται από τους φορείς ασφάλισης-περίθαλψης, απομένουν περίπου 400 εκ. να κατανεμηθούν στην αυτοδιοίκηση πρώτου και δεύτερου βαθμού. Με απλές υποθέσεις «εργασίας», η εκτίμηση μέσης ετήσιας επιβάρυνσης ενός πληθυσμού 10 εκ. δυνητικών χρηστών, είναι της τάξεως των 40 ευρώ/ετησίως κ/κ ή 13,33 Ευρώ/μήνα για 4μελή οικογένεια. Το ποσό αυτό, δεν είναι απαραίτητο να είναι τόσο, δεδομένης της δυνατότητας ad hoc χρεώσεων, μείωσης των δαπανών λειτουργίας (όχι σε βάρος της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας), εκμετάλλευσης περιουσιακών στοιχείων κ.ο.κ.

Βεβαίως, για να αποτολμήσει η Αυτοδιοίκηση ένα τέτοιο «άλμα», απαιτούνται σφαιρικοί προϋπολογισμοί, διαπραγματεύσεις με προμηθευτές, ενεργοποίηση ικανών «managers» και όχι απλώς αποτυχόντων δημοτικών συμβούλων, «κολλητών» και λοιπών μονίμως «κάπου» και προπάντων περιοδικά ή και έκτακτα λογοδοτούμενων.