Με ρωτούν συχνά αν είμαι ΔΗΜΑΡ. Δεν είμαι απαντώ. Η ΔΗΜΑΡ, κατά τη γνώμη μου, εξάντλησε όλο το πολιτικό της κεφάλαιο που ήταν εξαιρετικά χρήσιμο και για την Αριστερά και για τη χώρα. Σήμερα είναι μια ομάδα ανθρώπων που παραμένουν βασικά στην Αγίου Κωνσταντίνου για διάφορους λόγους, όχι αναγκαία πολιτικούς. Οι περισσότεροι μου είναι συμπαθείς και σε κάθε περίπτωση αξιόλογοι.
Σε ό,τι με αφορά, παρέμεινα βουλευτής της ΔΗΜΑΡ μέχρι τέλους για λόγους πολιτικής ηθικής παρότι διαφωνούσα σε πολλά και ταυτόχρονα έβλεπα ότι οδηγείται στην εξαΰλωσή της. Μετά τις ευρωεκλογές του 2014 βεβαιώθηκα ότι δεν πρόκειται να ανακάμψει.
Υποστήριξα την κοινή εκλογική κάθοδο της ΔΗΜΑΡ και άλλων κινήσεων του χώρου της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, πιστεύοντας πως η σύμπραξη αυτή θα ήταν καθοριστική και για τον σχηματισμό ενός αυτοδύναμου προοδευτικού κυβερνητικού μπλοκ δυνάμεων και για τις ενδεχόμενες μετέπειτα συμμαχίες του. Η πρόταση αυτή δεν ευδοκίμησε. Οπως όλοι σήμερα γνωρίζουμε, ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά αποφάσισε διαφορετικά. Και μετεκλογικά συμφώνησε με τον κ. Καμμένο. Ετσι είχαμε την πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς, που συμμάχησε με ένα τμήμα της εθνικολαϊκιστικής Δεξιάς για να κυβερνήσει αντιμνημονιακά.
Παρ’ όλα αυτά υποστηρίζω την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθειά της να λύσει ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα. Να κρατήσει τη χώρα στην ευρωζώνη και στο ευρώ και ταυτόχρονα να διορθώσει τη βαθιά άδικη και αδιέξοδη πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης. Θεωρώ ότι το πρόβλημα αυτό, από τη φύση του δύσκολο, γίνεται ακόμα πιο δύσκολο εξ αιτίας της αντιμνημονιακής ρητορικής του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ που έκανε τους πολίτες και κυρίως τα στελέχη του να πιστέψουν ότι αρκούσε η νίκη της αριστερής κυβέρνησης για να απαλλαγεί ο τόπος από την τρόικα και τα μνημόνια. Εγκλωβίστηκε έτσι σε ένα λόγο που γίνεται τώρα τροχοπέδη. Τροχοπέδη για τη στροφή που χρειάζεται να κάνει προκειμένου να παραμείνει η χώρα στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να ειπωθεί η αλήθεια στο κόμμα και στους πολίτες. Και η αλήθεια είναι πάντα πικρή, αλλά αναγκαία συνθήκη για να κερδηθεί το στοίχημα που είναι, όπως είπαμε, διπλό: και ευρώ και αλλαγή πολιτικής. Αυτή είναι η λαϊκή εντολή. Οι πολίτες σε μεγάλα ποσοστά επιδοκιμάζουμε την κυβέρνηση. Την επιδοκιμάζουμε για την καλή της πρόθεση. Την επιδοκιμάζουμε διότι τη βλέπουμε να διαπραγματεύεται. Την επιδοκιμάζουμε διότι θέλουμε να πετύχει. Δεν συμφωνούμε όμως όταν βαφτίζεται το κρέας ψάρι, κυρίως από μια κυβέρνηση από την οποία αναμένουμε νέο πολιτικό ήθος. Δεν θέλουμε να παρακάμπτεται η Βουλή από τη συζήτηση και την έγκριση συμφωνιών που δεσμεύουν τη χώρα από τον φόβο της διαρροής ψήφων της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Οι βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας οφείλουν να αναλάβουν τις πολιτικές τους ευθύνες και αυτό όπως γνωρίζουμε σημαίνει πολλά και δύσκολα σε περιόδους κρίσης. Η καρέκλα του βουλευτή της πλειοψηφίας δεν μοιάζει με αυτήν της αντιπολίτευσης. Δεν είναι αναπαυτική. Οσοι δεν την επιθυμούν, μπορούν να επιλέξουν είτε να την αλλάξουν με κάποια αναπαυτική είτε να την παραχωρήσουν.
Η υποστήριξη στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει ότι συμφωνώ με τις εθνικολαϊκιστικές φιέστες που διοργανώνει η κυβέρνηση ή στις υπαναχωρήσεις της από τις προγραμματικές της διακηρύξεις, χωρίς μάλιστα να είναι υποχρεωμένη από κάποια τρόικα ή διευθυντήριο. Η κυβέρνηση της Αριστεράς οφείλει να είναι τολμηρή σε όσα δεν έχουν οικονομικό κόστος, αλλά δεξιό αποτύπωμα. Χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους για παράδειγμα. Απόδοση ιθαγένειας σε μετανάστες με χαρτιά. Μηδενική ανοχή στη διαφθορά και στις πελατειακές σχέσεις. Δίκαιο φορολογικό σύστημα. Αναθεώρηση των ευεργετικών προς διάφορα λόμπι διατάξεων. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνήσει τη χώρα χωρίς αυτά που συνιστούν ιστορικά κατά τη γνώμη μου τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη Δεξιά και στην Αριστερά, αν η κυβέρνηση προφασιστεί τη συγκυρία για να αναβάλει ζητήματα που επέβαλαν οι συντηρητικές κυβερνήσεις, αν οι αριστεροί συναγωνίζονται τους δεξιούς στον εθνικολαϊκισμό, η Αριστερά θα έχει χάσει την ιστορική της ευκαιρία στην Ελλάδα. Και μαζί της και το εδώ κράτος δικαίου.