Αυτή την χώρα, ποιος θα την αλλάξει;

Παναγιώτης Καλαντζής 12 Ιουλ 2014

Οι ερμηνείες σχετικά με την άνευ προηγουμένου κρίση που βιώνει η χώρα είναι δύο, βασικά, κατηγοριών με δύο, εκ διαμέτρου αντίθετες, αφετηρίες και θεωρήσεις.

Η πρώτη, ούτε λίγο, ούτε πολύ, θεωρεί την κρίση απότοκο της διεθνούς κρίσης του 2008 που, όπως και άλλες χώρες, παρέσυρε στην δύνη της και την Ελλάδα η οποία εξασθενημένη ούσα από την ολέθρια πολιτική των κυβερνήσεων Καραμανλή (2004-2009) και με την συνδρομή του Γ.Α.Π. σύρθηκε στα νύχια του Δ.Ν.Τ., της Τρόικα και της Merkel η οποία με την οιονεί νεοναζιστική πολιτική της μεταχειρίζεται την Ελλάδα σαν πειραματόζωο και, επιβάλλοντας νέα κατοχή δια αντιπροσώπου, επιδιώκει να καταβροχθίσει το λαχταριστό αυτό φιλέτο της υδρογείου. Και για τις φυσικές ομορφιές της χώρας και για το πλούσιο υπέδαφός της για το οποίο, η ‘καλή’ αυτή παρέα ασφαλώς γνωρίζει πολλά… Στη συνέχεια, οι περίπου προδοτικές κυβερνήσεις Λ.Παπαδήμου και, ακολούθως, οι τρικομματικές αρχικά και δικομματικές στη συνέχεια του Α.Σαμαρά , άβουλοι και πειθήνιοι εντολοδόχοι της τρόϊκα και της Merkel, έχουν αναλάβει εργολαβικά την εφαρμογή των τρισκατάρατων μνημονίων που έχουν συνθλίψει την κοινωνία εξαντλώντας κάθε όριο αντοχής της.

Η ερμηνεία αυτή, δυστυχώς, όχι μόνο δεν ξενίζει, αλλά, αντιθέτως, γίνεται ευρύτατα αποδεκτή. Και γίνεται αποδεκτή καθώς είναι η εύκολη και επιθυμητή εξήγηση των πραγμάτων που αφήνει ανοικτό το πεδίο των υποσχέσεων και των συνθημάτων για επάνοδο στις ‘παλιές, καλές ημέρες’. Δυστυχώς, κατά την γνώμη μου, η εξήγηση αυτή αποτελεί μέρος του προβλήματος τα χαρακτηριστικά του οποίου θα περιγράψω στην συνέχεια.

Υπάρχει όμως και η δεύτερη ερμηνεία. Μια ερμηνεία βάθους, ασφαλώς πιο σύνθετη και βεβαίως λιγότερο δημοφιλής απ’ την πρώτη: Δεν είμαστε σε θέση να ασχοληθούμε, ούτε με το γενετικό υλικό που ενδεχομένως είναι υπεύθυνο για λογιών προδιαθέσεις, ούτε είναι της ώρας να καταπιαστούμε με ιστορικούς παράγοντες που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Μπορούμε όμως να επισημάνουμε πως η Ελλάδα είχε την ιστορική ‘ατυχία’ να μην βιώσει μία, διαλεκτικά εξηγήσιμη, αλληλουχία κοσμογονικής σημασίας γεγονότων ή καταστάσεων. Δεν βίωσε ούτε Αναγέννηση, ούτε Διαφωτισμό, ούτε Βιομηχανική Επανάσταση με αποτέλεσμα να μην αποκτήσει ούτε αστική τάξη, ούτε την εθνική κουλτούρα της, ούτε βεβαίως τα συνεπαγόμενά της σε θεσμικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο που χαρακτηρίζουν τις δυτικές δημοκρατίες.

Αυτό ακριβώς, ο ανολοκλήρωτος αστικός εκσυγχρονισμός, είναι το βασικό αντικείμενο, το βασικό ζητούμενο χάριν του οποίου η Ελλάδα γνώρισε διχασμούς, εμφύλιους σπαραγμούς, πολιτική αστάθεια και ανωμαλία. Όλα αυτά στη βάση μίας μόνιμης εσωτερικής σύγκρουσης που διαρκούσε από συστάσεως ανεξάρτητου κράτους μέχρι τις ημέρες μας.

Η Ελλάδα είχε εξ αρχής δύο επιλογές οι οποίες καθόρισαν και τα δύο βασικά στρατόπεδα στα οποία ήταν πάντα μέχρι και σήμερα χωρισμένη. Είτε θα πραγματοποιούσε τον αστικό εκσυγχρονισμό και θα προχωρούσε σαν μία δυτική δημοκρατία θεσμικά συντεταγμένη και πολιτικά οργανωμένη, είτε θα εξακολουθούσε να λειτουργεί και να πορεύεται με μία παραλλαγή των κοινωνικοπολιτικών όρων που υφίσταντο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Δυστυχώς, οι απόπειρες εκσυγχρονισμού των Ι.Καποδίστρια, Χ.Τρικούπη και Ε.Βενιζέλου δεν ευδοκίμησαν τελικά καθώς η προϊούσα κουλτούρα αποδεικνυόταν πάντα πολύ ισχυρότερη της εκσυγχρονιστικής, αυτής δηλαδή που αναπτύχθηκε από τους όποιους αστικούς θύλακες προερχόμενους κυρίως από την διασπορά (Αίγυπτος, Μ.Ασία, Παρευξείνια Κέντρα) και εκφράστηκε απ’ τους πολιτικούς εκπροσώπους τους. Αποτέλεσμα η οπισθοδρόμηση, η θρησκοληψία, η υπανάπτυξη και ο αναχρονισμός σε κοινωνικό επίπεδο, η οικιστική κακοποίηση, η στρεβλή δομή της οικονομίας και ένα πελατειακό, φαύλο και διεφθαρμένο κράτος που υπήρχε, όχι για να υπηρετεί τον πολίτη, αλλά αποκλειστικά για να εξυπηρετεί τις πελατειακές ανάγκες της εξουσίας.

Αρχικά, εκφραστής αυτής της εξουσίας και κύριος μέτοχος της αντιδραστικής αυτής ιδεολογίας ήταν η Δεξιά. Αποτέλεσμα ένα μονοκομματικό και ολοκληρωτικό κράτος, σειρά δικτατορικών καθεστώτων και ένας εμφύλιος που δεν επέτρεψε στην Ελλάδα να ανασυγκροτηθεί όπως συνέβη με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η διακυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., απέδειξε, δυστυχώς με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, πως ο λαϊκισμός, η φαυλότητα, η διαπλοκή της εξουσίας, η μονοκομματική και συντεχνιακή αντίληψη και η πελατειακή αντιμετώπιση δεν είναι προνόμιο αποκλειστικά της Δεξιάς. Επεκτείνεται και διαπερνά όλους τους πολιτικούς χώρους του συστήματος που επιδιώκει να νέμεται την εξουσία. Απέδειξε ακόμα πως δεν αρκεί να είσαι ή να δηλώνεις αριστερός προκειμένου να ασκείς αποτελεσματική, προοδευτική πολιτική. Αίφνης, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η πελατειακή και συντεχνιακή αντίληψη της ‘σοσιαλιστικής’ διακυβέρνησης, ασκήθηκε μια τέτοια πολιτική που, επιδιώκοντας μία τεχνιτή ευμάρεια στηριγμένη στην κατανάλωση και τον πρωτοφανή πακτωλό χρημάτων που εισέρεε στα ταμεία προκειμένου να χρηματοδοτηθούν παραγωγικές υποδομές, αποδιάρθρωσε την παραγωγική δομή της χώρας, συσσώρευσε τεράστια ελλείμματα υπερχρεώνοντας την χώρα, επιβάρυνε τραγικά τον προϋπολογισμό, κυρίως όμως, συνέβαλε τα μέγιστα στον εκφυλισμό, την αλλοτρίωση και την εξαχρείωση της κοινωνίας διαμορφώνοντας τις συνθήκες γενικευμένης σήψης που μας οδήγησαν στο σημερινό τραγικό σημείο.

Δυστυχώς, στην ίδια ρότα κινήθηκαν και οι μεταγενέστερες κυβερνήσεις καθιστώντας αναπόφευκτη την περιδίνηση της χώρας σε μία κρίση άνευ προηγουμένου.

Όμως ούτε η Αριστερά είναι αμέτοχη των ευθυνών. Υποστήριξε ένα κρατικίστικο παραγωγικό μοντέλο πλήρως αποτυχημένο και ξεπερασμένο, εξέφρασε κρατικοδίαιτες αντιλήψεις που τις ενσωμάτωσε στην πολιτική της κουλτούρα και υιοθέτησε συντεχνιακές λογικές και πρακτικές συμβάλλοντας καθοριστικά σ’ αυτό το παράλογο που συνιστά την ελληνική ιδιομορφία.

Η κρίση δεν προέκυψε από κανένα μνημόνιο. Αντιθέτως, τα μνημόνια προέκυψαν απ’ τη κρίση. Που δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι πρωτίστως κρίση κοινωνική-πολιτιστική, ακολούθως πολιτική και, κατόπιν, διαλεκτικά, οικονομική που μπορεί μεν να αντανακλά την γενικότερη διεθνή οικονομική κρίση, πρωτίστως όμως και κυρίως είναι απότοκος δικών μας εγγενών προβλημάτων και ιδιομορφιών. Δηλαδή, δεν θα συνέβαινε στον βαθμό που συνέβη, ούτε θα ήμασταν ανοχύρωτοι ως χώρα στις κερδοσκοπικές πιέσεις που βεβαίως υπήρξαν, αν η ελληνική κοινωνία, η πολιτική ζωή και η παραγωγική δομή δεν έπασχαν από εξαιρετικά σοβαρές παθογένειες που αφορούν είτε σε δομικά προβλήματα ουσίας και θεσμικά κενά μείζονος σημασίας, είτε, κυρίως, σε ολέθριες και καταστροφικές αντιλήψεις, νοοτροπίες και πρακτικές.

Την υπάρχουσα, πρωτοφανή κρίση οφείλουμε να δούμε σαν την μοναδική, την τελευταία, ίσως ευκαιρία που έχουμε σαν κοινωνία προκειμένου να συνέλθουμε, να ωριμάσουμε και να σοβαρευτούμε. Να την δούμε κυριολεκτικά σαν ‘μάνα εξ ουρανού’.

Πράγματι, λοιπόν, ελάχιστα πράγματα μπορούμε να κάνουμε σχετικά με την Άλωση, τον Μοχάμετ Α’ τον Πορθητή, τον Καποδίστρια, τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο. Αυτό όμως που μπορούμε και οφείλουμε να κάνουμε προκειμένου να εξασφαλίσουμε την επιβίωση της πατρίδας μας, είναι η πραγματοποίηση του ανολοκλήρωτου εκσυγχρονισμού της με ένα σύστημα θεσμικών νεωτεριστικών μεταρρυθμίσεων και αποφασιστικών τομών που θα συνιστούν την επανάσταση του αυτονόητου και την επαναφορά της κοινής λογικής σ’ αυτή την χώρα. Το πλέγμα αυτών των μεταρρυθμίσεων οφείλει να περιλαμβάνει την πολιτειακή λειτουργία, το πολιτικό και εκλογικό σύστημα, την δημόσια διοίκηση, την οικονομία και όλο το νομικό υλικό που συνιστά μία πολύπλοκη και, συχνά, αντιφατική, επικαλυπτόμενη ή και αλληλοσυγκρουόμενη πολυνομία, μία ‘μακαρονάδα’ νόμων που συμβάλλει στην ανομία και διευκολύνει την αυθαιρεσία.

Σε μία χώρα χωρίς αυστηρό, σύγχρονο και δίκαιο θεσμικό πλαίσιο όπως η δική μας, η κοινωνία είναι όμηρος του κατεστημένου (πολιτικό σύστημα, επιχειρηματίες συναλλασσόμενοι με το δημόσιο [εργολάβοι- προμηθευτές κ.λπ.], δημοσιογράφοι, συντεχνίες). Η θεσμική, μεταρρυθμιστική επανάσταση που προαναφέραμε αναπόφευκτα θα έρθει σε σύγκρουση με το πλέγμα βολής και συμφερόντων και θα προκαλέσει την λυσσαλέα αντίδραση όλων αυτών των παραγόντων αλλά και μέρους της κοινωνίας που είτε έχει αλλοτριωθεί, είτε, στα πλαίσια μίας ευρύτερης συνενοχής, βολεύεται από το χαοτικό καθεστώς της γενικευμένης αυθαιρεσίας. Κατά συνέπεια, ο πολιτικός πόλος που θα αναλάβει το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού της χώρας οφείλει να κινηθεί με αποφασιστικότητα, τόλμη και, κυρίως, απόθεμα ανιδιοτέλειας ώστε, χωρίς το άγχος του πολιτικού κόστους, αταλάντευτα και ανυποχώρητα να έρθει σε ρήξη με το κατεστημένο εφαρμόζοντας το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα στο ακέραιο.

Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε πως η πραγματοποίηση όλων αυτών των αλλαγών αποτελεί όρο επιβίωσης της χώρας μας μας. Πώς δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε παραβιάζοντας συστηματικά και σε κάθε επίπεδο κάθε έννοια στοιχειώδους λογικής. Πώς το να αλλάξουμε είναι απλό και πως αν δεν αλλάζουμε είναι γιατί κάποιοι βολεύονται με το υπάρχον μπάχαλο. Πώς αν δεν συμφωνήσουμε σε μία βάση πολιτικής κοινής αποδοχής, αν δεν διαμορφώσουμε από κοινού ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και παραγωγικής δομής δεν είναι δυνατόν να υπάρχουμε ως ισότιμοι συνομιλητές στο διεθνές πολυσύνθετο και πολύπλοκο στερέωμα.

Οι όροι σε παγκόσμια κλίμακα δεν είναι ευνοϊκοί. Ούτε οι συσχετισμοί δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η αλματώδης ανάπτυξη των οικονομιών της περιφέρειας (bricks) και η ταχεία μετακίνηση του παγκόσμιου οικονομικού κέντρου προς ανατολάς, η τεράστιας σημασίας δανειακή σύμβαση μεταξύ Κίνας-Ρωσίας, η μεταξύ τους συμφωνία νομισματικής συναλλαγής που διόλου δεν απασχόλησαν τα εγχώρια μ.μ.ε., τα τρομακτικά φονταμενταλιστικά προβλήματα που ανακύπτουν στην Μ.Ανατολή και Μεσοποταμία, τα απειλητικά περιβαλλοντικά προβλήματα που ραγδαία εμφανίζονται κ.ο.κ., καθιστούν ρευστό τον γεωπολιτικό χάρτη και επιβάλλουν μία συνολική επανεξέταση και των όρων διεθνούς πολιτικής και του παραγωγικού μοντέλου που η Ευρώπη πρέπει να εφαρμόσει αν δεν θέλει να τεθεί στο περιθώριο της διεθνούς σκακιέρας. Δεν υπάρχουν ιδεολογικές προδοσίες, ούτε προδοτικά εργατικά κόμματα. Υπάρχει δραματική αλλαγή όρων σε σχέση με την δεκαετία του 80 και αυτό επιβάλλει τις αναγκαίες αναπροσαρμογές άλλως, σε συνθήκες ανταγωνισμού, η κάθε χώρα θα καθίσταται αντιπαραγωγική και, αυτόματα, θα τίθεται εκτός νυμφώνος.

Και όλα αυτά όταν, ταυτόχρονα με τα παραπάνω, θα πρέπει να επιμείνουμε στην ύπαρξη υγιούς κράτους πρόνοιας, ουσιαστικού πολιτικού ελέγχου του τραπεζικού συστήματος και όλων όσων συνθέτουν τα στοιχεία του πολιτικού και κοινωνικού πολιτισμού που κατέκτησε ο άνθρωπος και οι κοινωνίες με τους αγώνες τους αιώνες τώρα.

Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου δεν είναι ανάγκη να κριθεί ούτε σαν καλή, ούτε σαν κακή. Κρίνεται ελλειμματική. Και αυτό διότι, όμηρος του κατεστημένου, των συντεχνιών και των πρακτικών του πελατειακού πολιτικού συστήματος, απέφυγε την εφαρμογή των αναγκαίων δομικών μεταρρυθμίσεων, των απαραίτητων διαρθρωτικών αλλαγών από όπου θα εξοικονομούνταν τεράστιοι πόροι, περιοριζόμενη στην επιβεβλημένη από τους δανειστές δημοσιονομική προσαρμογή η οποία ‘κάλυπτε μεν τρύπες’, συμπίεζε δε τα ασθενέστερα στρώματα σε αφόρητο βαθμό.

Στην Ελλάδα σήμερα επειγόντως ‘Ζητείται Ελπίς’. Και η ελπίδα αυτή θα προκύψει, όχι με την ακατάσχετη παροχολογία και την υιοθεσία των συντεχνιακών πρακτικών Φωτόπουλου εκ μέρους του χυδαία και επικίνδυνα λαϊκίστικου ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά από την ύπαρξη και εφαρμογή ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου που θα εξυγιάνει το κράτος, θα ορθολογικοποιήσει την δημόσια διοίκηση και θα απελευθερώσει τις μεγάλες δυνάμεις και τις πάμπολλες δυνατότητες της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Αυτό συνιστά πρόοδο και όχι οι εκ δεξιών και ευωνύμων εκτοξευόμενοι πομφόλυγες.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, επιβάλλεται να απαλλαγούμε από δοξασίες και αγκυλώσεις δεκαετιών. Η έννοια της προόδου, του ήθους και της ανιδιοτέλειας δεν μπορεί να μονοπωλείται από την Αριστερά. Εκφράζεται και επιβεβαιώνεται με την μεταρρυθμιστική επιλογή και το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα. Και αυτό διαπερνά όλους τους χώρους του συνταγματικού φάσματος.

Η εναρκτήρια ομιλία του Σταύρου Θεοδωράκη κατά το Συνέδριο του ‘Ποταμιού’ ήταν μία ομιλία βαθιά προοδευτική και ουσιαστική. Ελπίζω, μετά τα διαδοχικά αποτυχημένα εγχειρήματα της ΔΗΜ.ΑΡ. λόγω της κραυγαλέας ανεπάρκειας της ηγεσίας της και της ατολμίας των ‘58’ να αποτελέσουν την σύγχρονη μεταρρυθμιστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας επιλέγοντας αυτόνομη κάθοδο στις εκλογές, το ‘Ποτάμι’ να δικαιολογήσει την ελπίδα πως θα είναι αυτό που θα συνθέσει τον μεταρρυθμιστικό λόγο σε μία συγκεκριμένη, σαφή και τεκμηριωμένη πρόταση εκσυγχρονισμού προκειμένου να αποκτήσει επιτέλους η χώρα ένα κράτος σύγχρονο, σοβαρό, λειτουργικό, αποτελεσματικό και ανθρώπινο.