Ο Υπουργός Παιδείας είναι μια πληθωρική προσωπικότητα, η οποία κατά καιρούς με τις δηλώσεις της προκαλεί έντονες συζητήσεις. Τις περισσότερες φορές οι δηλώσεις του αδικούν τις γνωσιακές του αποσκευές, οι οποίες σε αντίθεση με τις άδειες βαλίτσες του Πρωθυπουργού, είναι γεμάτες, ανεξάρτητα με το αν έχει πάρει το πτυχίο της Νομικής ή όχι. Τον Φίλη τον έχω πολλές φορές μεμφθεί στην αρθρογραφία μου, αλλά αυτή τη φορά αισθάνομαι την ανάγκη να ταχθώ στο πλευρό του, ως πολιτικού και πολίτη και όχι ως ιστορικού, που δεν είναι.
Σε δηλώσεις του αναφέρθηκε σε «αιματηρή εθνοκάθαρση των Ποντίων», υποστηρίζοντας ότι είναι άλλο πράγμα η γενοκτονία «με την αυστηρή επιστημονική έννοια». Τι ήταν να το πει; Αμέσως ο παγκοσμίου φήμης ιστορικός Βαγγέλης Μεϊμαράκης έσπευσε να καλέσει τον Πρωθυπουργό «να πάρει έμπρακτα θέση απέναντι στο διολίσθημα (μήπως ολίσθημα;)» και συνέχισε πως οι δηλώσεις του Υπουργού αποτελούν «αδίστακτη πρόκληση στην εθνική μνήμη, αλλά και στις αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων». Το ίδιο έπραξαν και 45 ιστορικοί της ΝΔ στο Κοινοβούλιο καθώς και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο μάλλον θέλησε να γίνει ΙΣΤΑΜΕ στη θέση του ΙΣΤΑΜΕ και έσπευσε να βάλλει κατά του «εθνικού ιερόσυλου». Έτσι ο ιστορικός Μεϊμαράκης και το πολιτικό «ινστιτούτο» ΠΑΣΟΚ επικαλέστηκαν προς επίρρωση του δίκιου τους, τις αποφάσεις (1994 και 1998) της Βουλής των Ελλήνων με τις οποίες αναγνωρίζονταν η Γενοκτονία των Ποντίων και κηρύσσονταν η 19η Μαΐου “Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο”. Βεβαίως θεσμικά μια γενοκτονία αναγνωρίζεται από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και όχι από τα εθνικά κοινοβούλια. Αυτό όμως εδώ είναι το έλασσον, αν και φανταστείτε το κοινοβούλιο του Ούγγρου Πρωθυπουργού Όρμπαν να αποφασίζει για το χαρακτήρα των διωγμών των Ρουμάνων στην Ουγγαρία, του Ερντογάν για το αρμενικό ή το ποντιακό, του Λουκασένκο για τους Ρομά της Λευκορωσίας, το πολωνικό του Κατσίνσκι για τις «αρρώστιες» των προσφύγων και του Πούτιν για τον ουκρανικό λιμό.
Είναι σαν στην περίφημη «διαμάχη των ιστορικών» στη Γερμανία για θέμα της ενοχής ή όχι της γερμανικής κοινωνίας για τον ναζισμό και τα εγκλήματά του, να αποφάσιζε η γερμανική Βουλή και να νομοθετούσε υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Φανταστείτε, στο θέμα να παρενέβαιναν το Χριστιανοδημοκρατικό ή το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και όχι για παράδειγμα τα επιστημονικά Ιδρύματά τους. Ακόμα θα γελούσαμε. Τι είπατε; Όχι; Βεβαίως, συμφωνώ, δεν θα γελούσαμε. Γιατί εδώ είναι Ελλάδα και τις αποφάσεις για τα ιστορικά γεγονότα τις λαμβάνουν οι πολιτικοί και όχι αυτοί οι «χαραμοφάηδες» οι ιστορικοί. Σίγα τώρα που θα αφήσουμε την ιστορία να κάνει επιστήμη. Ως γνωστόν στο βασίλειο της Ελλάδας της αποφάσεις για τα ιστορικά αμφισβητούμενα γεγονότα τις λαμβάνουν οι πολιτικοί.
Θυμήθηκα μια ανάλογη περίπτωση το 2007. Σε μια συνέντευξη του στην εφημερίδα της ΠΓΔΜ «Ντνέβνικ» ο διαπραγματευτής του ΟΗΕ για το Μακεδονικό Μάθιου Νίμιτς είχε αναφερθεί στον Μέγα Αλέξανδρο και τον είχε χαρακτηρίσει ως «μεγάλο κατακτητή, που όμως κατακρεούργησε χιλιάδες ανθρώπους και κατέστρεψε πολλές πόλεις. Ο ίδιος- συνέχιζε ο Νίμιτς- δεν ήταν προωθητής της δημοκρατίας και του πολιτικού βίου». Αντί να γελάσουμε με μια άποψη τόσο επιδερμική που αναζητούσε προωθητές της δημοκρατίας, όπως την εννοούμε σήμερα, στον 4ο αιώνα π.Χ., έσπευσαν οι πολιτικοί μας να τον κατακεραυνώσουν. Ο Άδωνις Γεωργιάδης κάλεσε «τους ιμπεριαλιστές να αναρωτηθούν πως ο Μ. Αλέξανδρος εξακολουθεί να είναι τόσο αγαπητός στους λαούς της Ανατολικής Ασίας, ενώ αυτοί είναι τόσο μισητοί». Και καλά η περίπτωση Γεωργιάδη. Για το ίδιο θέμα, μια ιδιαίτερα αξιόλογη φιλελεύθερη πολιτικός όπως η Ντόρα Μπακογιάννη, (η οποία ταυτόχρονα υποστήριζε την Μαριέττα Γιαννάκου στην απόφαση της, ως Υπουργού Παιδείας, να μη ενδώσει στην κατάργηση του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, στο να μην αποφασίσει δηλαδή η πολιτική, αν ένα βιβλίο πρέπει ή δεν πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία), δήλωνε πως «η ιστορική συμβολή του Μ. Αλεξάνδρου έχει κριθεί εδώ και χιλιάδες χρόνια… η ιστορία δεν μπορεί να ξαναγραφτεί». Έτσι έχουμε δια στόματος πολιτικών, τότε και τώρα, την κατάργηση της ιστορίας ως επιστήμης, αφού κύριο χαρακτηριστικό της ιστορικής επιστήμης είναι η διαρκής επανεξέταση και αναθεώρηση των πορισμάτων της. Τι πιο τρανό παράδειγμα για το που μπορεί να οδηγήσει ο εθνικιστικός παραλογισμός από τη μια ή ο φόβος του πολιτικού κόστους από την άλλη, ακόμη και σοβαρούς ανθρώπους, όταν αυτοί «πολιτεύονται».
Για να επιστρέψω στο διαχρονικό δράμα των Ποντίων, εδώ συναντώνται το μίσος του τούρκικου εθνικισμού με τον παραλογισμό του ελληνικού υπό τη συνεχή παρουσία του εγκληματικού σταλινο- κομμουνισμού. Ως συμπέρασμα, θα έλεγα πως το ζητούμενο για την στάση της πολιτικής έναντι ενός ιστορικού γεγονότος, όπως είναι η γενοκτονία ή η εθνοκάθαρση, δεν είναι μόνο ο αριθμός των θυμάτων, αλλά και το κατά πόσο αυτή αποσκοπεί στον σεβασμό έναντι των θυμάτων ή ενδιαφέρεται μόνο για την εκμετάλλευση της ιστορικής «Μνήμης». Και σ’ αυτή την περίπτωση είμαι ολόθερμα με τον Φίλη, όπως το 2007 ήμουν με την Μαριέττα Γιαννάκου.