Η φράση του τίτλου αυτού του κειμένου, χωρίς την παρένθεση, επαναλαμβάνεται σταθερά τον τελευταίο καιρό, κυρίως από φιλελεύθερους και συντηρητικούς σχολιαστές, με αφορμή την πολιτική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ και τις κυβερνητικές επιλογές του.
Εξίσου συχνά επαναλαμβάνεται η φράση ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι Αριστερά», κυρίως από σοσιαλδημοκράτες, ριζοσπάστες και εξτρεμιστές αριστερούς, που θεωρούν ότι η Αριστερά, έτσι όπως αυτοί την εννοούν, πολλές φορές η Αριστερά των ονείρων τους, δεν έχει καμία σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλοί από τους υποστηρικτές αυτής της άποψης θεωρούν πως υπάρχει κάποια άμωμη, άσπιλη, αμόλυντη αριστερά που θα φέρει τον Παράδεισο. Πρόκειται για έναν σωτηριολογικό και μεταφυσικό μεσσιανισμό που υπόσχεται μια καθολική λύτρωση.
Κοινός τόπος και των δύο προσεγγίσεων είναι το ερώτημα εάν, εν τέλει, ο ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως μετά τις πρόσφατες μεταλλάξεις του, είναι ένα κόμμα που μπορεί να κωδικοποιηθεί ως αριστερό ή όχι.
Επί αυτού του θέματος έχουν γίνει ομηρικές μάχες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που συνεχίζονται με αδιάλειπτη ένταση.
Σκοπός αυτού του σύντομου σημειώματος είναι να τεκμηριώσει την άποψη ότι και οι δύο προσεγγίσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω, είναι λανθασμένες. Το λάθος ξεκινάει από το ίδιο το ερώτημα, που προϋποθέτει ότι υπάρχει μία και μοναδική Αριστερά, εν πολλοίς ενιαία, ομοούσια και αδιαίρετη. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε ιδιαίτερα για να αποδείξουμε ότι σε κάθε χώρα, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, υπάρχουν πολλές Αριστερές. Αρκεί να διαβάσει κανείς, ή να φυλλομετρήσει απλώς, το ογκώδες βιβλίο του Jacques Julliard με τίτλο Οι Αριστερές της Γαλλίας (Πόλις, 2015) για να κατανοήσει το εύρος των διαφωνιών, των συγκλίσεων αλλά και των αποκλίσεων της πολιτικής οικογένειας που αποκαλούμε Αριστερά. Όπως το είχε θέσει με εξαιρετικό τρόπο η Ροσάνα Ροσάντα, ακόμα και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ανήκουν στο «οικογενειακό άλμπουμ της Αριστεράς».
Αυτονόητο είναι ότι η ίδια πανσπερμία παρατηρείται και στη Δεξιά, την άλλη πλευρά του ιστορικού διπόλου Δεξιάς–Αριστεράς που χαρακτηρίζει τη νεωτερικότητα από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Νεοφασίστες, Συντηρητικοί, Χριστιανοδημοκράτες, Φιλελεύθεροι Ευρωπαίοι Φεντεραλιστές, Ευρωσκεπτικιστές, Ριζοσπάστες της Δεξιάς, Εξτρεμιστές της Δεξιάς, είναι μόνον μερικές από τις υποκατηγορίες της πολιτικής οικογένειας που αποκαλούμε Δεξιά. Για λεπτομερέστερη καταγραφή, υπάρχει το εξαιρετικό βιβλίο του Cas Mudde, Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη (Επίκεντρο, 2011).
Το επιμέρους και το σύνολο
Όπως, όμως, συμβαίνει σε όλες τις οικογένειες, κάποιοι κλάδοι είναι τελείως διαφορετικοί από τους υπόλοιπους. Όχι μόνον διαφορετικοί, αλλά και σε αντίθεση, πολλές φορές, ριζική. Συχνά, είναι σε διαρκή αντιπαλότητα.
Κάποιοι διεκδικούν την αποκλειστικότητα της οικογενειακής κληρονομιάς και συνήθως προκαλούν τη γενική θυμηδία. Εκείνο, όμως, που είναι προφανές είναι ότι κανείς δεν νομιμοποιείται να μιλάει εκ μέρους του συνόλου.
Μεταφράζοντας τα παραπάνω στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα, μπορούμε εύκολα να τεκμηριώσουμε την άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα τμήμα της ελληνικής Αριστεράς και όχι το σύνολό της. Υπάρχουν, σε σχέση έντασης μαζί του, η κομμουνιστική Αριστερά, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά αλλά και η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά. Για να προλάβω ενδεχόμενες ενστάσεις, δεν υπάρχει αμφιβολία στην Πολιτική Επιστήμη ότι, με οποιονδήποτε ορισμό του διπόλου Δεξιάς–Αριστεράς, η σοσιαλδημοκρατία εντάσσεται στην Αριστερά.
Πετώντας το μωρό μαζί με τα απόνερα
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταύτιση του επιμέρους με το σύνολο προκαλεί σημαντικές πολιτικές παρερμηνείες και οδηγεί σε σοβαρά πολιτικά λάθη.
Κλασική είναι η περίπτωση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, όπου, συνειδητά και ασυνείδητα, η στρατιωτική δικτατορία ταυτίστηκε με τη Δεξιά. Τα συνθήματα «απόψε πεθαίνει η δεξιά» και «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά», εμμέσως ταύτιζαν τη δικτατορία των συνταγματαρχών με τη Δεξιά, δαιμονοποιώντας την, δημιουργώντας έτσι το εύφορο έδαφος του μεταπολιτευτικού λαϊκισμού.
Αυτή η προσέγγιση αγνοεί το στοιχειώδες: και στη Δεξιά και στην Αριστερά υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που έχουν ως ελάχιστο κοινό παρονομαστή την υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτές οι δυνάμεις δεν είναι εχθροί μεταξύ τους. Είναι πολιτικοί αντίπαλοι, που δεν αποκλείεται να συνεργαστούν πολιτικά για να υπερασπιστούν τη Δημοκρατία από τους εχθρούς της – τους ριζοσπάστες και τους εξτρεμιστές. Επίσης μπορούν να συνεργαστούν όταν επιβάλλεται να εφαρμοστούν μέτρα και πολιτικές που απαιτούν ευρύτερες συναινέσεις.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μεγάλο επίτευγμα του δυτικού πολιτισμού, η Φιλελεύθερη Δημοκρατία, οικοδομήθηκε μεταπολεμικά στην Ευρώπη από τους δύο βασικούς πολιτικούς πυλώνες της, τη σοσιαλδημοκρατία και τη χριστιανοδημοκρατία. Το Κράτος Δικαίου, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, οι ελευθερίες, είναι το αποτέλεσμα της συνύπαρξης, αλλά και της αντιπαλότητας, των δύο βασικών συνιστωσών του διπόλου Δεξιά/Αριστερά.
Ακριβώς η ίδια λανθασμένη λογική κυριαρχεί σε αυτούς που ταυτίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ με την Αριστερά, αναβιώνοντας έναν παρωχημένο και ιστορικά ξεπερασμένο αντιαριστερό λόγο. Διαπράττουν διπλό λάθος – μεθοδολογικό και πολιτικό. Από άποψη μεθόδου, ο ΣΥΡΙΖΑ ανήκει στην πολιτική οικογένεια της Αριστεράς, ως ένα επιμέρους συστατικό, όχι ως το σύνολο. Πολιτικά, το λάθος αυτής της άποψης είναι ακόμα πιο σημαντικό, επειδή έμπρακτα υπονομεύει την πιθανότητα συνεργασίας των εχεφρόνων της Δεξιάς και της Αριστεράς (με το όνομά τους, Νέα Δημοκρατία, Δημοκρατική Συμπαράταξη, Ποτάμι) προκειμένου να απομονωθεί πολιτικά ο εφιάλτης του φαιοκόκκινου μετώπου ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
Άρα, για να καταλήξουμε, στη βάση όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, η φράση «αυτή είναι η Αριστερά» είναι βαθιά λανθασμένη. Το ορθό είναι «αυτή είναι μια εκδοχή της Αριστεράς». Όπως και η φράση «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι Αριστερά» είναι εξίσου λάθος. Το ορθό είναι ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια εκδοχή της Αριστεράς», με την οποία πολλοί διαφωνούν, είτε αριστεροί, είτε δεξιοί, είτε Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες είτε φιλελεύθεροι και συντηρητικοί.
Η θεμελιώδης αιτία της διαφωνίας των παραπάνω με αυτή τη συριζαϊκή εκδοχή της Αριστεράς είναι το γεγονός ότι η παρούσα κυβέρνηση καταστρέφει καθημερινά και συστηματικά τη χώρα. Για το λόγο αυτό, σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι και συντηρητικοί δεν πρέπει να διστάσουν να συνεργαστούν ξανά, εάν χρειαστεί, για να σωθεί, εάν αυτό είναι δυνατό, η χώρα.