Υστερα από αυτές τις εκλογές, ελπίζω να μην έχουμε πάλι εκλογές για τουλάχιστον τρία χρόνια. Αλλά αν έχουμε, να γίνουν με άλλο εκλογικό σύστημα, χωρίς το μπόνους των 50 εδρών. Με τις συχνές εκλογές και με τον πολωμένο δικομματισμό, το πολιτικό σύστημα καταστρέφει συστηματικά ό,τι προσπαθούν να κάνουν οι άνθρωποι έξω από την πολιτική για να φτιάξουν τη ζωή τους και να ανορθώσουν τη χώρα.
Με την κρίση είδαμε πώς ο πολιτικός κύκλος ακυρώνει τον οικονομικό. Αντί να συγκεντρωθούν στη διακυβέρνηση για να βοηθήσουν την παραγωγή, τα κόμματα που είχαν ή που διεκδικούσαν την εξουσία νοιάζονταν μόνο για τις εκλογές. Το 2009, είδαμε την πρόωρη αποχώρηση Καραμανλή και έναν Παπανδρέου που ερχόταν με υποσχέσεις για αυξήσεις. Το 2012, τη βιασύνη Σαμαρά, που διέκοψε το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, έφερε τον κίνδυνο του Grexit και αποσταθεροποίησε τις τράπεζες. Τον Ιανουάριο 2015, τη βιασύνη Τσίπρα, που εξανέμισε την ανάκαμψη, ξαναέφερε τον φόβο του Grexit και στο τέλος έκλεισε τις τράπεζες. Τώρα πάλι, δεν ξέρουμε αν θα έχουμε σταθερή κυβέρνηση σε δύο εβδομάδες.
Επειτα από ένα μεγάλο σοκ, οι επιχειρήσεις χρειάζονται μερικά χρόνια για να εφαρμόσουν νέες στρατηγικές, να προσαρμόσουν το κόστος και την ποιότητα, να μπουν σε νέες αγορές. Ιδίως οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Χρειάζονται επίσης τράπεζες που έχουν χρήμα να δανείσουν, ευχέρεια να διακινούν κεφάλαια, ορατότητα για τους φόρους. Με κάθε εκλογική μάχη, σαν αυτές που ζήσαμε, όλα αυτά ακυρώνονται.
Τότε μήπως είναι καλό το εκλογικό σύστημα με τις 50 έδρες; Λέγεται ότι η υπερενισχυμένη αναλογική φέρνει σταθερότητα, επειδή προκύπτουν πιο εύκολα μονοκομματικές κυβερνήσεις. Επιπλέον, παγιώνει τον δικομματισμό και, σύμφωνα με μια άποψη στην πολιτική επιστήμη, αυτό οδηγεί σε ιδεολογική μετριοπάθεια καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα ανταγωνίζονται για την ψήφο των κεντρώων.
Δυστυχώς στην Ελλάδα ο δικομματισμός λειτουργεί διαφορετικά, όπως εξηγεί καλά ο Τάκης Παππάς στο πρόσφατο βιβλίο «Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα». Η οξεία (ψευδο)ιδεολογική αντιπαράθεση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ δεν εξέφραζε μεγάλες διαφορές στην πρακτική της διακυβέρνησης, αλλά ήταν το λάβαρο για την κατάληψη της εξουσίας, που μετά μοίραζε προσόδους σε διάφορες ομάδες συμφερόντων, όχι πολύ διαφορετικές από κυβέρνηση σε κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντικατέστησε τον έναν πόλο με ακόμα πιο έντονη ιδεολογική ρητορεία, ίσως ειλικρινή στην αρχή, αλλά γρήγορα αποκαλύφθηκε ή μεταλλάχθηκε σε παρόμοιο κόμμα υπεράσπισης προσόδων, στριμωγμένο όμως από τα όρια μιας οικονομίας σε βαθιά κρίση.
Αυτός ο «πολωμένος δικομματισμός» εξοβελίζει κάθε ρητή συναίνεση ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας και γι’ αυτό εμποδίζει κάθε μεταρρύθμιση που έχει πολιτικό κόστος. Επιπλέον, επιβάλλει σε όλη τη δημόσια σφαίρα έναν διχαστικό λόγο που ενισχύει το αίσθημα αστάθειας στην πραγματική οικονομία, αφού σε κάθε εκλογική μάχη περιμένουμε μια μεγάλη «ανατροπή». Τέλος, ούτε τις συχνές εκλογές αποτρέπει. Οταν το ένα ή το άλλο κόμμα ελπίζει ότι θα σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, κάνει ό,τι μπορεί για να επισπεύσει τις εκλογές. Ο κ. Τσίπρας δεν θα είχε την ίδια βιασύνη, ούτε τον Ιανουάριο ούτε τώρα, αν ήξερε ότι δεν μπορεί να πλησιάσει την αυτοδυναμία και ότι θα έπρεπε να συγκυβερνήσει με πολιτικούς που δεν είναι του χεριού του.
Θα ήταν καλύτερα λοιπόν να περάσουμε μια μακρά περίοδο κυβερνήσεων συνεργασίας, όπου τα κόμματα θα ξέρουν πριν από τις εκλογές ότι θα πρέπει να συνεργαστούν. Γι’ αυτό χρειάζεται ένα πιο αναλογικό εκλογικό σύστημα. Εχει κι αυτό τους κινδύνους του, αλλά βοηθάει να πέφτουν οι τόνοι και να συζητάμε πιο συγκεκριμένα και πρακτικά. Η διακομματική συνεργασία είναι και ο μόνος τρόπος να γίνουν εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούν πολλές μικρές παρεμβάσεις σε διάστημα ετών, όπως π.χ. στη δημόσια διοίκηση.
Σήμερα η Νέα Δημοκρατία προτείνει κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας, μάλλον από ανάγκη, αλλά ίσως επειδή πράγματι έχει αποφασίσει να κυβερνήσει συναινετικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει αλαζονικά σε μονοκομματική κυβέρνηση ή μόνο με έναν στενό σύμμαχο. Είναι άλλος ένας λόγος, πέρα από τους προφανείς, για να προτιμήσουν οι ευρωπαϊστές και πραγματιστές ψηφοφόροι την Ν.Δ. από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά εδώ τίθεται ένα πρόβλημα στρατηγικής ψήφου. Αν αποδυναμωθούν τώρα τα κόμματα του Κέντρου για να ενισχυθεί η Ν.Δ., τότε θα παγιωθεί ο δικομματισμός, καθώς δεν θα υπάρχει πίεση για αλλαγή του εκλογικού νόμου. Η Ν.Δ. δεν τον άλλαξε το 2014, με καταστροφικές συνέπειες, και δεν δεσμεύεται ούτε σήμερα να τον αλλάξει. Μόλις δει ότι μπορεί να διεκδικήσει αυτοδυναμία, θα επισπεύσει εκλογές, και ενόψει αυτού, θα λειτουργεί από πριν με την παλιά πελατειακή λογική. Θα έχουμε δηλαδή το δεύτερο χειρότερο σενάριο, ύστερα από μια νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Αν είχαμε πιο αναλογικό σύστημα, δεν θα υπήρχε το πρόβλημα. Ή, αν είχα πολλαπλές ψήφους, θα τις μοίραζα ανάμεσα στη Ν.Δ., για να έρθει πρώτη, και στο Ποτάμι, γιατί είναι πολύ πιο κοντά στον κόσμο της παραγωγής, και θα στόχευα στη συνεργασία τους. Τώρα όμως το μόνο που ελπίζουμε είναι να προκύψει μια καλή κατανομή ψήφων αυθόρμητα, από τις μεμονωμένες αποφάσεις που θα λάβουν οι ψηφοφόροι του Κέντρου μέσα στο εκβιαστικό πλαίσιο που έθεσαν τα μεγαλύτερα κόμματα.