Μια κυβέρνηση που εξακολουθεί να αντιπολιτεύεται και να βουλιάζει τη χώρα, μια αξιωματική αντιπολίτευση που προσπαθεί να επιστρέψει στην εξουσία χωρίς να αλλάξει και ένας κατακερματισμένος ενδιάμεσος χώρος που αυτοακυρώνεται. Αφού ολοκληρώθηκε ο φετινός κύκλος ΔΕΘ μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς ότι απέχουμε πολύ από ένα σημείο που θα επέτρεπε συλλογική αισιοδοξία.
Για τον Α. Τσίπρα τα έχουμε πει πολλές φορές: Εχει κάνει τον λαϊκισμό, τον κρατισμό και τον πελατειασμό ιδεολογία και αντιμετωπίζει την εξουσία ως αυτοσκοπό για τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να διασφαλίσει τη συνέχειά του στην πρωθυπουργία και δεν έχει τη βούληση, τις γνώσεις και τις ικανότητες για τις διαρθρωτικές αλλαγές που είναι αναγκαίες ώστε να βγει η χώρα από την ύφεση και την παρακμή.
Για τον ενδιάμεσο χώρο έχουμε γίνει κουραστικοί με τις επαναλήψεις μας: Αν δεν δημιουργηθεί ένας νέος πολιτικός φορέας που θα ενώσει όλες τις προοδευτικές, μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, χωρίς καθοδήγηση από κομματικούς μηχανισμούς και με τους εγωισμούς των ηγεσιών και των δυνάμει ηγεσιών να υποχωρούν, το πολιτικό κέντρο θα εξαφανιστεί στις συμπληγάδες της πόλωσης του δικομματισμού.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν έχουμε πει ακόμη πολλά γιατί κρίναμε ότι χρειάζεται χρόνο για να προετοιμάσει τις προτάσεις του. Στην ΔΕΘ έδειξε σοβαρότητα και υπευθυνότητα, αποφεύγοντας τη σημειωτική του λαϊκισμού. Είναι θετική η έμφαση που έδωσε στην ανάγκη υποστήριξης του ιδιωτικού τομέα και μείωσης των δημόσιων δαπανών, την οποία πάντως δεν εξειδίκευσε με ολοκληρωμένο τρόπο. Δεν μας έπεισε απόλυτα για την κοστολόγηση των ισοδύναμων με τα οποία θα υποστηρίξει τις φοροελαφρύνσεις που υπόσχεται και κυρίως δεν μας έπεισε για την αποφασιστικότητά του να κάνει τη ρήξη με το κακό παρελθόν της παράταξής του. Εχει έντονη δυσκολία να μιλήσει για την καταστροφική διακυβέρνηση Καραμανλή και μεγάλους δισταγμούς να αποστασιοποιηθεί ανοιχτά από τους ακραίους του κόμματός του. Η αυτοκριτική για τα λάθη της κυβέρνησης στην οποία και ο ίδιος συμμετείχε είναι ελλιπής και η αδυναμία του να αλλάξει τη ΝΔ προκύπτει από την απροθυμία του να απομακρύνει πρόσωπα που έχουν αναδειχθεί από την κομματική επετηρίδα και να φέρει άλλα στην πρώτη γραμμή. Με λίγα λόγια, έχει ακόμη δρόμο να διανύσει.
Συμπερασματικά, είναι περισσότερο και από επιτακτική η ανάγκη για τη συγκρότηση μιας πολιτικής δύναμης που θα εκφράζει το «νέο» με όρους εκσυχρονισμού και μεταρρυθμίσεων. Διαφορετικά, θα εγκλωβιστούμε σε παλιά διλήμματα.