Η δύσκολη τρέχουσα οικονομική και κοινωνική συγκυρία οφείλεται κυρίως:
(Α) Στην κατάρρευση του αναπτυξιακού και κοινωνικού προτύπου της χώρας, η οποία επί 35 συναπτά έτη δαπανά ετησίως 5% έως 10% περίπου περισσότερα απ’ ότι παράγει, κυρίως μέσω της αλόγιστης επέκτασης ενός αναποτελεσματικού, ισοπεδωτικού, κομματοκρατούμενου και έντονα ελλειμματικού κράτους. Το διαρκές και μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οφείλεται κυρίως στο διαρκές, άλλοτε μικρό και άλλοτε μεγάλο -συνήθως όμως μεγάλο- έλλειμμα του δημόσιου τομέα, ενώ από το 2001 και μετά και στην ταχεία αύξηση του δανεισμού του ιδιωτικού τομέα από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
(Β) Στο παράδοξο της κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα, όπου υψηλές κοινωνικές δαπάνες που σε ποσοστό του ΑΕΠ αγγίζουν το 25%, όσο περίπου και στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, συνυπάρχουν με ένα σχετικά (με την υπόλοιπη Ευρωζώνη) υψηλό ποσοστό φτώχειας που αγγίζει το 20%. Τα αίτια είναι συνοπτικά τα εξής: Σπατάλη της τάξης των αρκετών δις. ευρώ το χρόνο στις κύριες συντάξεις (π.χ. 30.000 μη απογραφέντες συνταξιούχοι ΙΚΑ), υψηλό ποσοστό αναπηρικών συντάξεων, μεγάλη εισφοροδιαφυγή, ‘ευγενή’ ταμεία που χορηγούν υψηλές συντάξεις χωρίς αντίστοιχες εισφορές, αλόγιστη συνταγογράφηση φαρμάκων, κρατικά νοσοκομεία χωρίς διπλογραφικά λογιστικά συστήματα, χωρίς μηχανοργάνωση και αξιολόγηση του κόστους της αποτελεσματικότητας των ιατρικών πράξεων, κρατικά περιφερειακά νοσοκομεία που λειτουργούν με πληρότητα κάτω του 50%, υπερτιμολόγηση αναλώσιμων ιατρικών υλικών και συσκευών, έλλειψη συστημάτων ελέγχου, διοίκησης και οργάνωσης, συνδιοίκηση με συνδικάτα, υψηλά ποσοστά κέρδους φαρμακείων.
(Γ) Στην υψηλή παράνομη φοροδιαφυγή, αλλά και τη νόμιμη φοροαπαφυγή λόγω των ποικίλων εξαιρέσεων, φοροαπαλλαγών χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο, λαθρεμπορίου καυσίμων (και λόγω του ‘διπλού’ φόρου), ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ στα νησιά, καθυστερήσεων στην εκδίκαση υποθέσεων φοροδιαφυγής και, τελικά, λόγω της έλλειψης επαρκούς πολιτικής βούλησης για την πάταξη του φαινομένου.
(Δ) Στις υψηλές αμυντικές δαπάνες (λόγω του περιβάλλοντος ασφαλείας αλλά και της έλλειψης συντονισμού –διακλαδικότητας- μεταξύ των τριών Όπλων, καθώς και της απουσίας μεταρρυθμίσεων στην οργάνωση και λειτουργία των ενόπλων δυνάμεων).
(Ε) Στη δημιουργία και αναποτελεσματική διαχείριση πληθώρας Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών (ΔΕΚΟ), στις οποίες το Δημόσιο χορηγούσε αφειδώς κρατικές εγγυήσεις οι οποίες συνήθως κατέπιπταν αυξάνοντας το δημόσιο χρέος, καθώς και στη δημιουργία και αναποτελεσματική διαχείριση εκατοντάδων δήμων, κοινοτήτων καθώς και δημοτικών επιχειρήσεων.
(ΣΤ) Στην απώλεια διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, κυρίως λόγω των περιορισμών που επιβάλλει το δημόσιο στην επιχειρηματική δραστηριότητα και τις επενδύσεις, των δεκάδων κλειστών επαγγελμάτων και αγορών, γενικότερα όμως λόγω του πνεύματος κοινωνικής αποστροφής που αυτοί οι περιορισμοί έχουν δημιουργήσει γύρω από τις έννοιες: ανταγωνισμός, αξιοκρατία, ανταγωνιστικότητα, αριστεία, δημιουργικότητα, επιχειρηματικότητα, παραγωγικότητα.
Η χρονική συγκυρία (timing) της ελληνικής κρίσης οφείλεται στην αποκάλυψη της πραγματικής διάστασης του προβλήματος, στην κατάρρευση της Lehman Brothers η οποία οδήγησε σε επανατιμολόγηση των χρηματοπιστωτικών κινδύνων διεθνώς αλλά και στην καθυστερημένη λήψη των κατάλληλων μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και η επιβίωσή της μόνο χάριν των δανείων που λαμβάνει από τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Προτεραιότητα για την Ελλάδα σήμερα είναι η συνέχιση της χρηματοδότησής της από τους μηχανισμούς αυτούς και η παραμονή της στην Ευρωζώνη. Αυτή, όμως, δεν πρέπει να είναι η μοναδική της προτεραιότητα. Η ελληνική οικονομία πρέπει να ανακάμψει το ταχύτερο δυνατόν και να εισέλθει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης.
Η χώρα μας πρέπει να κινηθεί σε νέους άξονες οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, οι οποίοι διευκολύνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή, ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, δίνουν ώθηση στην ανάπτυξη, ενώ συμβάλλουν στη διόρθωση του ακολουθούμενου σήμερα μείγματος οικονομικής πολιτικής: εκείνου που αφορά τη σχέση φόρων και καταναλωτικών δαπανών, εκείνου που αφορά τη σχέση καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών, όσο και εκείνου που αφορά τη σχέση μισθών και τιμών. Η έμφαση που δόθηκε μέχρι σήμερα στην αύξηση των φόρων, στην οριζόντια περικοπή μισθολογικών, κυρίως, δαπανών και στη δραστική περικοπή των δημοσίων επενδύσεων, οι υπερβολές με τις μειώσεις φόρων λόγω των αποδείξεων και, τέλος, οι μειώσεις μισθών χωρίς αντίστοιχη μείωση τιμών, αποτελούν στρεβλώσεις του μείγματος της οικονομικής πολιτικής που συνέβαλαν σε ύφεση μεγαλύτερη της αναμενόμενης και σε ανεργία μεγαλύτερη της αναμενόμενης. Με λίγα λόγια, η μέχρι σήμερα ασθενής μεταρρυθμιστική προσπάθεια, κυρίως η καθυστέρηση στην απελευθέρωση αγορών και επαγγελμάτων, η διατήρηση των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα και στις επενδύσεις, εγχώριες και ξένες, οι πενιχρές ιδιωτικοποιήσεις, η ελλιπής αξιοποίηση των αργούντων κρατικών υποδομών και γενικά της μεγάλης ακίνητης κρατικής περιουσίας καθώς και η έλλειψη εκσυγχρονισμού του κράτους είχαν μία δυσάρεστη συνέπεια: το «σοκ» της απαραίτητης, για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και αυτό που προκλήθηκε από τον περιορισμό των τραπεζικών πιστώσεων, δεν αντισταθμίστηκαν από μια πιο ευέλικτη και ανταγωνιστική οικονομία, η οποία επενδύει και εξάγει περισσότερο, με αποτέλεσμα η ύφεση να είναι βαθύτερη και το ποσοστό ανεργίας μεγαλύτερο του αναμενόμενου. Οι προτεινόμενοι άξονες οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, οι οποίοι θα στηρίξουν το νέο αναπτυξιακό και κοινωνικό πρότυπο για έξοδο της Ελλάδας από την κρίση είναι οι ακόλουθοι:
Πρώτος άξονας: Διευκόλυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής
Τα περιθώρια είναι σημαντικά τόσο για την περαιτέρω μείωση των δαπανών, όσο και για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, κυρίως μέσω της κατάργησης καθιερωμένων μηχανισμών αντικινήτρων. Τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι: η μετατροπή των Ταμείων Επικουρικής Ασφάλισης σε Ταμεία Καθορισμένων Εισφορών με παράλληλη ενίσχυση του τρίτου πυλώνα, η κατάργηση του αυτοποιημένου συστήματος των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση) και η αντικατάστασή τους με σύστημα αξιολόγησης και χρηματοδότησης των αντίστοιχων δαπανών, ο περιορισμός του εθνικού σκέλους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων στα αυστηρώς απαιτούμενα κονδύλια για τη χρηματοδότηση των μη επιλέξιμων δαπανών (π.χ. απαλλοτριώσεις) που συνδέονται με τα έργα του συγχρηματοδοτούμενου (από την Ε.Ε.) σκέλους με αντίστοιχη αύξηση των κονδυλίων του συγχρηματοδοτούμενου σκέλους, η ενοικίαση των αργούντων υποδομών του ΕΣΥ στον εγχώριο και ξένο ιδιωτικό τομέα ή στα ξένα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και η εισαγωγή συστημάτων μέτρησης του κόστους και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των ιατρικών πράξεων στο ΕΣΥ. Επίσης, η κατάργηση όλων των φοροαπαλλαγών και των κοινωνικών δαπανών που δεν στοχεύουν στην καταπολέμηση της φτώχειας, η κατάργηση του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ στα νησιά, η κατάργηση του καθεστώτος της διπλής φορολογίας στα καύσιμα (που είναι ο υπ’ αριθμ. Ένα παράγων άνθησης του λαθρεμπορίου) και η αντικατάστασή του με κατ’ ευθείαν εισοδηματικές ενισχύσεις, όπου αυτό κρίνεται κοινωνικά αναγκαίο, η εισαγωγή διπλογραφικού λογιστικού συστήματος και διεθνών λογιστικών προτύπων σε όλους τους Οργανισμούς και τα Νομικά Πρόσωπα που απαρτίζουν τη Γενική Κυβέρνηση, η απλοποίηση και σταδιακή κατάργηση των φορολογικών κωδικών (ΚΦΕ, ΚΒΣ κλπ.) και των παρεπομένων τους (π.χ. εξωλογιστικός προσδιορισμός εισοδήματος) καθώς και η επέκταση της υποχρέωσης τήρησης βιβλίων και στοιχείων σε όλους τους κλάδους της οικονομίας (οικοδομές, αγροτικός τομέας).
Δεύτερος άξονας: Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας
Ο άξονας αυτός έχει κυρίως δυο διαστάσεις. Η πρώτη σχετίζεται με το γεγονός ότι η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει το πλέον περιοριστικό καθεστώς στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών, επαγγελμάτων και στην αγορά εργασίας, καθώς και αναρίθμητους περιορισμούς στην επενδυτική και επιχειρηματική δραστηριότητα. Προσομοιώσεις που έγιναν στο ΙΟΒΕ σύμφωνα με το υπόδειγμα GIMF δείχνουν ότι η προσέγγιση στο μέσο ρυθμιστικό επίπεδο της Ευρωζώνης αναμένεται, ceteris paribus, να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 17%, με την μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας να συμβάλλει κατά 3% και των υπολοίπων αγορών (προϊόντων, υπηρεσιών, επαγγελμάτων) κατά 14%.
Τα τελευταία δυο χρόνια έχει επιτευχθεί μια de facto μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, αλλά σχεδόν τίποτα στις υπόλοιπες. Σωρευτικά, ο μέσος μισθός έχει μειωθεί κατά 15% στο σύνολο της οικονομίας, αλλά οι τιμές δεν προσαρμόζονται προς τα κάτω παρά τη μεγάλη ύφεση (το παραγωγικό κενό εκτιμάται σε -10% έως -12% περίπου). Η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και το άνοιγμα των αγορών (π.χ. κατάργηση του cabotage) είναι, επομένως, η προσφορότερη πολιτική για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Στην αγορά εργασίας τα κρίσιμα ζητήματα ευελιξίας δεν είναι ο κατώτατος μισθός, αλλά η νομιμοποίηση de facto πρακτικών τύπου «kurzarbeit», προκειμένου να μην κλείσουν εγχώριες επιχειρήσεις και να μπορούν να προσελκύονται ξένες, η βελτίωση του συστήματος της διαιτησίας και ο εξορθολογισμός των….. ωριμάνσεων που επιβαρύνουν υπέρμετρα το εργασιακό κόστος.
Η δεύτερη, εξίσου σημαντική, διάσταση της χαμηλής ανταγωνιστικότητας είναι η χαμηλή καινοτομική δραστηριότητα των περισσότερων ελληνικών επιχειρήσεων. Αυτό σχετίζεται (α) με τη χαμηλή επίδοση του «τριγώνου της γνώσης» στην Ελλάδα (Παιδεία, Έρευνα και Ανάπτυξη, Καινοτομία), (β) με την απροθυμία πολλών ελληνικών επιχειρήσεων να επενδύσουν στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια, αφού το μέχρι σήμερα αναπτυξιακό πρότυπο ενισχύει την εσωστρέφεια και την εξάρτηση από κρατικές επιδοτήσεις και (γ) με την αποθάρρυνση των άμεσων ξένων επενδύσεων. Η στροφή προς το νέο αναπτυξιακό πρότυπο απαιτεί την άρση των αντικινήτρων στις επενδύσεις, τη δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας στη βάση μιας διαφανούς εταιρικής σχέσης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων κυρίως μέσω των ιδιωτικοποιήσεων της κινητής και ακίνητης περιουσίας του δημοσίου και, τέλος, την ενίσχυση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας.
Τρίτος άξονας: Ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας μέσω επενδύσεων και της αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου
Η άρση των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα και στις επενδύσεις και το άνοιγμα των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών, επαγγελμάτων και εργασίας σε περισσότερο ανταγωνισμό ενισχύει, παράλληλα με την ανταγωνιστικότητα, και τις ιδιωτικές επενδύσεις, εγχώριες και ξένες.
Στις σημερινές συνθήκες περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας και της ρευστότητας, η διοχέτευση των πόρων του ΕΣΠΑ (περίπου 14 δις. ευρώ μέχρι το 2015) σε υποδομές και δραστηριότητες με μεγάλο εισοδηματικό πολλαπλασιαστή που αυξάνουν την παραγωγικότητα και ενισχύουν την εξωστρέφεια (δηλαδή αυξάνουν τις εξαγωγές και υποκαθιστούν εισαγωγές) είναι πρωτεύουσας σημασίας. Η περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων τα προηγούμενα δύο χρόνια, είτε με σκοπό να περιοριστεί το δημοσιονομικό έλλειμμα είτε λόγω χαμηλής ικανότητας για απορροφητικότητα συνέβαλλε αποφασιστικά στη διόγκωση της ύφεσης και της ανεργίας. Προσομοιώσεις στο ΙΟΒΕ έδειξαν ότι πολλαπλασιαστής δημοσίων επενδύσεων ξεπερνά κατά πολύ τους λοιπούς δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές. Σήμερα, μέρος του ερευνητικού προγράμματος του ΙΟΒΕ επιδιώκει να ταυτοποιήσει τους κλάδους και τις υποδομές με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα διαθέτει περιουσιακά στοιχεία υπό τη μορφή ακίνητης και κινητής περιουσίας πολύ μεγαλύτερης αξίας (ως ποσοστό του ΑΕΠ) από όλες τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Αν και ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί η ακριβής αξία αυτής της περιουσίας (υπάρχει μόνο μια χονδρική εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην ΚΕΔ), το εκτιμώμενο μέγεθός της και η δυνατότητα βελτίωσης με την κατάλληλη πολιτική χρήσεων γης δημιουργούν τη βάση για την εφαρμογή προτάσεων που θα μπορούσαν αφενός να μειώσουν το βάρος των δανειακών υποχρεώσεων του δημοσίου και αφετέρου να δημιουργήσουν συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης.
Τέταρτος άξονας: Η δημιουργία και στήριξη ενός νέου κοινωνικού προτύπου
Το νέο κοινωνικό πρότυπο πρέπει να είναι διαφορετικό από το σημερινό, όπου υπάρχουν αφενός το παράδοξο της συνύπαρξης υψηλών δαπανών κοινωνικής προστασίας (25% του ΑΕΠ) και υψηλού ποσοστού φτώχειας (20%) και αφετέρου σύγχυση μεταξύ κοινωνικών στόχων και κρατισμού, με αποτέλεσμα τη σπατάλη πόρων. Προσλήψεις στο δημόσιο, κρατικές επιχειρήσεις μονοπωλιακού χαρακτήρα, εμπόδια στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, στρεβλοί έλεγχοι τιμών και συνδιοίκηση με τα συνδικάτα δεν συνιστούν κοινωνική πολιτική, αλλά σπατάλη πόρων. Το νέο κοινωνικό πρότυπο πρέπει να διακρίνεται από ίσες ευκαιρίες, με έμφαση στην ίση πρόσβαση σε δημόσια αγαθά υψηλής ποιότητας (δημόσια παιδεία, υγεία), δίκαιο και απλό φορολογικό σύστημα, δημιουργία διχτυού προστασίας με ανακατανομή των υψηλών κοινωνικών δαπανών (όπως προαναφέρθηκε, το ποσοστό τους στο ΑΕΠ, περίπου 25%, είναι παρόμοιο με αυτό του μέσου όρου της Ευρωζώνης). Δηλαδή, με ανακατανομή πόρων από τη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, τη σπατάλη στην υγεία, στην άμυνα, στις ΔΕΚΟ, στους αυτόματους και παρωχημένους μηχανισμούς χρηματοδότησης της τοπικής αυτοδιοίκησης και στις υψηλές συντάξεις των ‘ευγενών ταμείων’ προς επιδόματα ανεργίας μεγαλύτερης διάρκειας, προς ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και στοχευμένες δαπάνες επανεκπαίδευσης εργαζομένων καθώς και προς την εγκαθίδρυση ελάχιστου εισοδήματος για την καταπολέμηση της φτώχειας.
Πρέπει άμεσα να προωθήσουμε το μετασχηματισμό του κοινωνικού κράτους (α) με έμφαση στην ενίσχυση και αναβάθμιση των μηχανισμών σχεδιασμού και διοίκησης στοχεύοντας στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και (β) με την καλύτερη στόχευση των πολιτικών ώστε να απευθύνονται σε εκείνους που έχουν πραγματικά ανάγκη. Οι πόροι που διατίθενται πρέπει να έχουν τα ανάλογα αποτελέσματα. Δεν αρκεί πλέον να νομοθετούμε οριζόντια μέτρα. Είναι κρίσιμο να εφαρμόσουμε μια ενεργό διαχείριση της κοινωνικής πολιτικής. Να αξιολογούμε και να επανασχεδιάζουμε με βάση τα αποτελέσματα. Στην ουσία, χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο: Περισσότερο ανταγωνισμό, ευελιξία και κινητικότητα, αλλά συγχρόνως ένα δικαιότερο και αποτελεσματικότερο κοινωνικό κράτος. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η εξισορρόπηση της ελληνικής οικονομίας θα οδηγήσει και σε μετακινήσεις του εργατικού δυναμικού. Περίπου 10-15% του συνόλου αναμένεται να μετακινηθεί από κλάδους και επιχειρήσεις εσωστρεφείς, προς κλάδους παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών -δηλαδή προς κλάδους και επιχειρήσεις που παράγουν εξαγώγιμα προϊόντα και υπηρεσίες καθώς και υποκατάστατα εισαγομένων προϊόντων και υπηρεσιών. Το επιχείρημα αυτό θέτει επί τάπητος το ρόλο των κοινωνικών εταίρων και του κράτους. Επίσης, ανασύρει στην επιφάνεια τα διεθνώς επιτυχημένα παραδείγματα προσαρμογής σε κρίσεις, όπως το Σκανδιναβικό «ευελιξία-ασφάλεια» και το Γερμανικό «kurzarbeit», αλλά και την αντίθεση μεταξύ των χωρών της Λατινικής Αμερικής και εκείνων της Νοτιοανατολικής Ασίας όσον αφορά την κοινωνική αντιμετώπιση και τη διάρκεια της κρίσης. Στην Νοτιοανατολική Ασία η κρίση διήρκεσε πολύ λίγο, διότι οι κοινωνικοί εταίροι συντονίστηκαν με την Πολιτεία και κατένειμαν μεταξύ τους το κόστος της κρίσης με συναινετικές διαδικασίες. Αντίθετα, στις χώρες της Λατινικής Αμερικής όπου υπήρξε γενικώς κλίμα κοινωνικής σύγκρουσης, η κρίση διήρκεσε πολλά χρόνια.
Σήμερα απαιτείται ένας ριζικός μετασχηματισμός του κράτους με επικέντρωση στον πυρήνα του: στις επιτελικές, εποπτικές και κοινωνικές λειτουργίες. Ας σχεδιάσουμε αυτό το μετασχηματισμό τώρα, εφαρμόζοντας συστηματικά τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Εάν το πράξουμε, η οικονομική κρίση θα μετατραπεί σε ευκαιρία. Εάν δεν το πράξουμε, θα μετατραπεί σε βαθιά και μακροχρόνια κοινωνική κρίση.
Ο Γιάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ
Το άρθρο αυτό δημοσιεύεται και στην ιστοσελίδα του Κοινωνικού Συνδέσμου