Η ιδέα του Πρωθυπουργού να συγκροτηθεί, με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης, ένας «άξονας του Νότου», ή «της Μεσογείου», είναι σωστή. Μόνο που γίνεται σε λάθος χρόνο, με λάθος προϋποθέσεις κι έτσι οδηγεί στο εντελώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Η κατάλληλη στιγμή για να άρχιζε η πολιτική και διπλωματική προεργασία για την προσέγγιση ήταν, για την μεν Ελλάδα, η περίοδος αμέσως πριν ή έστω μόλις μετά τη σύναψη του πρώτου Μνημονίου, για τη δε σημερινή κυβέρνηση, αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας και πάντως πριν από τη σύναψη του δικού της Μνημονίου. Ο «άξονας του Νότου» θα είχε νόημα μόνο στο βαθμό που θα μπορούσε να επηρεάσει τη φιλοσοφία και τη διαδικασία «διάσωσης» χωρών και χάραξης της δημοσιονομικής πολιτικής της Ένωσης, στη βάση κοινών αντιλήψεων για την αντιμετώπιση της κρίσης αλλά και κοντινών ιδεών ως προς τις –οικονομικές και αξιακές- προτεραιότητες της Ευρώπης. Γιατί γρήγορα φάνηκε, και λίγο αργότερα αποδείχτηκε κιόλας, ότι πράγματι η «συνταγή» των Μνημονίων έπασχε εν τη γενέσει της και πράγματι η πολιτική τής ολοένα και βαθύτερης λιτότητας, που επιβλήθηκε, κυρίως με γερμανική πρωτοβουλία, σε ολόκληρη την ευρωζώνη, ήταν όχι μόνο ατελέσφορη αλλά και αντιπαραγωγική –βάθυνε την ύφεση και δυσκόλεψε την ακόμα αναζητούμενη έξοδο από την κρίση.
Σήμερα, αντίθετα, μια τέτοια πρωτοβουλία δεν έχει κανένα νόημα. Όλες, πλην Ελλάδας, οι χώρες που είχαν υπαχθεί σε κάποιου είδους Μνημόνιο, βγήκαν από αυτό, με αποτελέσματα και προοπτικές που ποικίλλουν από το πολύ καλό (Ιρλανδία, Ισπανία) στο μέτριο (Κύπρος, Πορτογαλία), αλλά χωρίς καμία πλέον ανάγκη απαλλαγής από αυτό που υποτίθεται ότι αποτελεί το βασικό αίτημα της ελληνικής πλευράς: την αποκατάσταση ενός μέρους της δημοσιονομικής, και γενικότερα πολιτικής, «κυριαρχίας». Η Ιρλανδία είναι τόσο κυρίαρχη, και με τέτοιες οικονομικές επιδόσεις, ώστε μπορεί να αποφασίσει να μη διεκδικήσει τα δισεκατομμύρια που της επιδικάζει η Κομισιόν για φορολογικές παραβάσεις της Αpple, ενώ η Ισπανία είναι τόσο κυρίαρχη, και με τέτοιες ανοδικές προοπτικές, που μπορεί να προσφέρει στον εαυτό της την πολυτέλεια να μένει επί ένα χρόνο χωρίς κυβέρνηση. Αλλά και από τους λιγότερο καλούς μαθητές, η μεν Κύπρος επιχειρεί, χωρίς ανάγκη έγκρισης από οποιουδήποτε είδους «θεσμούς», να μετεξελιχθεί σε περιφερειακό χρηματιστηριακό κέντρο, η δε Πορτογαλία πειραματίζεται, πάλιν ερήμην των ευρωπαϊκών θεσμών, σε αναδιανεμητικές και αντικυκλικές επιλογές ευθέως αντίθετες με τις «μνημονιακές». Το συμπέρασμα, για όλες τις χώρες, είναι ότι η συζήτηση περί κυριαρχίας και περί Μνημονίων έχει κλείσει και δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλον, εντός ή εκτός του «άξονα του Νότου», πλην Ελλάδας.
Αντίθετα, έχουν προστεθεί, και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη, στοιχεία που καθιστούν την αναβίωση της σύγκρουσης Βορρά-Νότου, πλούσιων και φτωχών, δεξιόστροφων ή αριστεριζουσών κυβερνήσεων και χωρών, εντελώς αντιπαραγωγική. Για την Ελλάδα το στοιχείο αυτό είναι η «συνθηκολόγηση» (ο όρος δεν είναι δικός μου αλλά του Ευρωβουλευτή Νίκου Χουντή που διετέλεσε και υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ) της παρούσας, δήθεν «αριστερής», κυβέρνησης στη μνημονιακή λογική δια της άρον-άρον διαπραγμάτευσης και υπογραφής του Τρίτου –και δυνάμει διαρκούς- Μνημονίου. Το γεγονός αυτό έχει –ή πάντως θα όφειλε να είχε- αναδιατάξει την κατεύθυνση της ελληνικής πολιτικής στον άξονα της όσο το δυνατόν παραγωγικότερης υπηρέτησης αυτής της συμφωνίας, μπας κι έρθει ποτέ για τη χώρα μας η πολύπαθη ανάπτυξη και η ακόμα πιο ταλαιπωρημένη ανάκαμψη. Το να «ανοίγει μέτωπα» η ελληνική κυβέρνηση εναντίον ειλημμένων κοινών αποφάσεων, την ίδια στιγμή που χρειάζεται αδήριτα την ευρωπαϊκή βοήθεια και δυσκολεύεται ούτως ή άλλως να πείσει για τη βούληση και την αξιοπιστία της, δεν νομίζω ότι είναι ακριβώς κάτι που θα διδάσκεται στις σχολές διπλωματίας –εκτός ίσως ως παράδειγμα προς αποφυγή.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το νέο κρίσιμο στοιχείο είναι η λείανση, κάτω από την πίεση συνεχών παραδοχών των ίδιων των «θεσμών», πρωτοστατούντος του ΔΝΤ, της θεωρίας και κυρίως της πολιτικής της αέναης λιτότητας. Τις ίδιες ακριβώς μέρες που λάβαινε χώρα η «Μεσογειακή Διεθνής» στο Ζάππειο, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανήγγειλε και ξεκινούσε δύο πρωτοβουλίες ικανές να δώσουν νέα ώθηση σε μια καλύτερη οικονομική διακυβέρνηση: τη δημιουργία ενός «Ευρωπαϊκού ΔΝΤ» (έστω και υπό γερμανική, ακόμα, επιρροή) και την επίσημη χαλάρωση του «Συμφώνου Σταθερότητας», δια της εισαγωγής εξαιρέσεων ορισμένου τύπου δαπανών από την πολύ στενή λογιστική αντιμετώπιση. Εδώ ο όποιος άξιος του ονόματος του πολιτικός άξονας θα είχε νόημα να ενισχύσει και να εμβαθύνει αυτές τις προτάσεις, και άλλες προς την ίδια κατεύθυνση, και όχι να τα βάζει, φραστικά, με ανεμόμυλους.
Μένει ένα εύλογο ερώτημα, που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, και τη μεγαλύτερη ταπείνωση της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτή την πρωτοβουλία της: αν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί τότε τόσες μεσογειακές χώρες και ηγέτες δέχτηκαν να συμμετάσχουν, πολλοί μάλιστα με ενθουσιασμό, στην πρώτη «Διάσκεψη» του νέου «άξονα»; Η απάντηση, φοβούμαι, είναι: για εγωιστικούς, εθνικούς ή εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης λόγους, εντελώς διαφορετικούς από αυτούς που θα ήθελε η κυβέρνηση ή θα βοηθούσαν την Ελλάδα. Και στις δυο μεγάλες μεσογειακές δυνάμεις που συμμετείχαν (με όλο το σεβασμό στη Μάλτα, την Κύπρο και την Πορτογαλία), οι ηγέτες τους παλεύουν να βγάλουν το κεφάλι από το νερό. Τόσο ο Ολάντ όσο και ο Ρέντσι, δυο «σοσιαλδημοκράτες» που αποδείχτηκαν, δυστυχώς, κατώτεροι των περιστάσεων, βρίσκονται σε δεινή πολιτική και εκλογική θέση και χρησιμοποιούν την «εγγύτητα» με την ελληνική «αριστερή» κυβέρνηση ως επιχείρημα για τη διαφορά τους από τη «συντηρητική Ευρώπη» και για την ανάκτηση ενός κάποιου διεθνούς ρόλου. Διαφορά που ελάχιστα εμφανίζεται μέσα από το κυβερνητικό τους έργο και ρόλος που καθόλου δεν κάνει τη διαφορά –με αποτέλεσμα το εγχείρημα τους να έχει όλο και λιγότερη απήχηση στους ψηφοφόρους και επιρροή στις τύχες της Ευρώπης.
Δεν είναι λίγο που ο Πρωθυπουργός μας έγινε πρωτοσέλιδο της Monde με την ευκαιρία της «Μεσογειακής Συνόδου». Δεν είναι λίγο για τον ίδιο, ίσως και για τη Monde, είναι όμως ελάχιστο, και ευτελές, για την Ελλάδα.