«Αξίζει τον κόπο» το νέο πακέτο;

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 05 Οκτ 2012

Καθώς η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με ακόμη ένα νέο οδυνηρό πακέτο περικοπών (κυρίως) και φορολογικών επιβαρύνσεων ύψους 13,5 δισ. ευρώ, που θα πλήξει πρωτίστως μισθωτούς και συνταξιούχους, αρκετοί, ανάμεσά τους και άτομα που μέχρι πρόσφατα ήσαν απόλυτα προσηλωμένα στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, θέτουν το εναγώνιο ερώτημα: «αξίζει τελικά τον κόπο»; Αξίζει τον κόπο η ελληνική κοινωνία να υποστεί την τεράστια αυτή θυσία (τη λαίλαπα ίσως) των νέων περικοπών προκειμένου η χώρα να παραμείνει στην ευρωζώνη, ή θα ήταν ίσως προτιμότερο να ακολουθήσει τον εναλλακτικό δρόμο της εθελουσίας εξόδου; Επειδή το ερώτημα τίθεται από ευρύτερο αριθμό ατόμων (περιλαμβανομένων, π.χ., καθηγητών πανεπιστημίου που διαπιστώνουν ότι ο ρόλος τους, η γνώση τους, οι κόποι μιας ολόκληρης επιστημονικής διαδρομής τείνουν να απαξιωθούν πλήρως) είναι δηλωτικό της βαθιάς απόγνωσης αλλά και της αναγκαιότητας να δοθούν πειστικές απαντήσεις, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε μέχρι σήμερα.

Η απάντηση (για τον γράφοντα τουλάχιστον) είναι απλά και κατηγορηματικά μία: αξίζει τον κόπο – αλλά αυτό το «αξίζει» πρέπει να δικαιωθεί για την ελληνική κοινωνία με την ανάδειξη μιας άλλης, καλύτερης, δικαιότερης, ορθολογικότερης Ελλάδας, ως μέλος της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απαλλαγμένης από όλες τις παθογένειες του παρελθόντος (αναποτελεσματικότητα, διαφθορά, κλειστά οικονομικά και πολιτικά κυκλώματα, διαπλεκόμενες σχέσεις, πελατειακές καταστάσεις…)

Με άλλα λόγια, αξίζει τον κόπο να γίνουν οι αυστηρές θυσίες προκειμένου η Ελλάδα να παραμείνει στην ευρωζώνη. Γιατί πολύ απλά η ενδεχόμενη έξοδος θα έχει ολέθριες, καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα (μια νέα Μικρασιατική Καταστροφή εις το πολλαπλούν), θα είναι τραγωδία απείρως χειρότερη από αυτήν της Αργεντινής (ίσως ο κ. Τσίπρας να είχε δίκιο από την οπτική αυτή). Και οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες, τόσο για την οικονομία και την ευημερία του ελληνικού λαού όσο και για τη γεωπολιτική θέση, την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της χώρας (κάτι που δεν αντιμετώπισε η Αργεντινή). Το «τέλος της Ελλάδας» ίσως, όπως είπε ο Πρωθυπουργός. Αλλά το ζητούμενο δεν είναι απλά η χώρα να παραμείνει στην ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το ζητούμενο είναι να παραμείνει στην ευρωζώνη ως μια νέα, σαφώς καλύτερη, διαφορετική χώρα, που δεν θα γεννά κρίσεις. Και αυτό κυρίως πρέπει να κατοχυρωθεί, η προοπτική δηλαδή της καλύτερης χώρας. Μόνο με τη δημοσιονομική εξυγίανση (εξάλειψη ελλείμματος, μείωση χρέους σε επίπεδα διατηρησιμότητας), η χώρα δεν εξασφαλίζει ότι αναγκαστικά γίνεται και «καλύτερη». Καλύτερη θα γίνει μόνο μέσα από τις ριζικές, πολύπλευρες, ανατρεπτικές ίσως μεταρρυθμίσεις, στο ευρύτερο οικονομικό και, κυρίως, στο πολιτικό, θεσμικό, κρατικό, διοικητικό σύστημα, ακόμη και στο πολιτιστικό σύστημα στάσεων, αντιλήψεων, νοοτροπιών, εννοιολογήσεων: μια διαδικασία εξαιρετικά σύνθετη, επίπονη και βεβαίως χρονοβόρα. Και παρά τις δυσκολίες που εμφανίζουν το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία στην προώθηση και στην αποδοχή των ριζικών μεταρρυθμίσεων, άλλη επιλογή δεν υπάρχει.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18ης Οκτωβρίου μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αποφασίσει τη δέσμη των μέτρων (επιμήκυνση, νέα δόση κ.λπ.) για τη σηματοδότηση της (οριστικής;) επίλυσης της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης. Στα μέτρα αυτά πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνεται η πλέον ξεκάθαρη τοποθέτηση ότι η Ελλάδα παραμένει αναπόσπαστο μέλος της ευρωζώνης, όπως και ότι τα πακέτα περικοπών και λιτότητας τερματίζονται. Το πακέτο αυτό (οφείλει να) είναι το τελευταίο και αυτό με μια κατάλληλη διατύπωση καλό είναι να συμπεριλαμβάνεται στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Θα στείλει ένα ισχυρό θετικό μήνυμα στην ελληνική κοινωνία. Ξέρω ότι θα είναι δύσκολο να πει κάτι τέτοιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Αλλά οφείλει να το πει. Οπως οφείλει η Ενωση να αποδεχθεί ότι, με την προϋπόθεση πως το πακέτο των 13,5 δισ. εκτελείται κανονικά, ομαλά και αποτελεσματικά από τη χώρα, ούτε μπορεί ούτε ηθικά επιτρέπεται «να επιβάλει» άλλα βάρη στην ελληνική κοινωνία και στους πολίτες. Τα όρια έχουν ήδη εξαντληθεί. Κάτι τέτοιο, η «επιβολή» δηλαδή νέων μέτρων, θα ισοδυναμούσε με τιμωρητική στάση και θα μαρτυρούσε πλήρη έλλειψη αλληλεγγύης για μια καθημαγμένη χώρα-μέλος της. Οποιοδήποτε άλλο δημοσιονομικό κενό προέκυπτε θα πρέπει να αντιμετωπισθεί από την Ενωση στη βάση της αρχής της αλληλεγγύης προς την ελληνική κοινωνία.

Αν όλα πάνε καλά, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ορόσημο, μια νέα αφετηρία και για τη δράση της ελληνικής κυβέρνησης. Παρά τους κάποιους κλυδωνισμούς, η κυβέρνηση συνασπισμού έδειξε ότι τελικά «μπορεί να δουλέψει», να φέρει αποτελέσματα. Μπορεί και οφείλει επομένως να προχωρήσει στην κατάρτιση του εθνικού προγράμματος ανασυγκρότησης/ ανάπτυξης/ αναδιάταξης/ μεταρρυθμίσεων για τη χώρα, σε έναν μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και με μια μεγάλη αφηγηματική, καινοτόμο ιδέα προοπτικής που θα υπερβαίνει τα σύνδρομα κοινωνικής ανασφάλειας και απόγνωσης.

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών