Σε αυτές τις δύο λέξεις συνοψίζεται το ελληνικό πρόβλημα. Οι εταίροι μας αμφισβητούν την ειλικρίνεια και τη μεταρρυθμιστική βούληση του πρωθυπουργού με αποτέλεσμα να γίνεται δύσκολη η συνεννόηση μαζί τους και να χάνεται χρόνος με δραματικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία. Πιστεύουν ότι εξαπατήθηκαν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και προσωπικά από τον κ. Τσίπρα τον οποίο δεν θεωρούν πλέον αξιόπιστο συνομιλητή. Ετσι, η διαπραγμάτευση εστιάζει πλέον στις εγγυήσεις εφαρμογής ενδεχόμενης συμφωνίας, δηλαδή το πολιτικό ζήτημα προτάσσεται του δημοσιονομικού.
Η υπεύθυνη στάση της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης κατά την κρίσιμη ψηφοφορία που έγινε αργά τη νύχτα της Παρασκευής έσωσε την παρτίδα για τη χώρα μας. Χωρίς το «ναι» των βουλευτών της ΝΔ, του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ δεν θα υπήρχε ελπίδα για το μέλλον μας στην ευρωζώνη. Αυτό εκ των πραγμάτων δημιουργεί μια νέα πολιτική πραγματικότητα και τη δυνατότητα να πειστούν οι εταίροι μας ότι η παρούσα Βουλή μπορεί να υποστηρίξει μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές και να κάνει ό,τι είναι αναγκαίο για να κρατηθεί η χώρα στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ.
Ο κ. Τσίπρας, παρόλο που επένδυσε στο διχασμό και την πόλωση, είναι υποχρεωμένος να στηριχθεί στην «καλοσύνη των ξένων» προς τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, αφού πολλοί σύντροφοί του δεν δείχνουν διάθεση να προτάξουν το εθνικό επί του μικροκομματικού συμφέροντος. Ας προχωρήσει χωρίς δισταγμό στην ανασύνθεση της κυβέρνησης, αξιοποιώντας πρόσωπα με διαχειριστική ικανότητα και φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό, προκειμένου να δοθεί με εχέγγυα επιτυχίας η μάχη για την ελληνική διάσωση. Διαφορετικά, το μέλλον προδιαγράφεται ζοφερό.