Αξιολόγηση: Η διοίκηση και το ποσοστό

Ευθύμης Δημόπουλος 28 Ιουλ 2014

Οι θέσεις των πολιτικών κομμάτων και των πολιτευτών που εναντιώνονται στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων διατυπώνονται αποκλειστικά με αντιθετικούς συνδέσμους. «Ναι, εμείς θέλουμε την αξιολόγηση, βεβαίως η αξιολόγηση είναι απαραίτητη αλλά…, όμως…, μα…, ωστόσο…, κτλ. κτλ.». Επειδή δεν τολμούν να αρνηθούν ευθέως την αξιολόγηση (ως καταστατικό όρο της δημοκρατίας και κάθε δημόσιας λειτουργίας) επιδιώκουν είτε να απενεργοποιήσουν κάθε ουσιαστική της διάσταση είτε να την παραπέμψουν για άλλη μια φορά στις καλένδες.

.

Εναντίον της αξιολόγησης ακούγονται οι συνηθισμένες συνδικαλιστικές κορώνες της απόλυτης άρνησης (π.χ. η αξιολόγηση αποδομεί το κράτος) που μοναδικό σκοπό έχουν τη διατήρηση συντεχνιακών κεκτημένων. Με τις δυνάμεις αυτές δεν υπάρχουν περιθώρια διαλόγου. Όμως, κατά του νομοσχεδίου διατυπώνονται και βάσιμες ενστάσεις. Είναι κυρίως δύο και αξίζει να τις εξετάσουμε.

.

Ένσταση πρώτη. «Η διοίκηση του δημοσίου είναι κομματοκρατούμενη, αναξιοκρατική και δεν μπορεί να εγγυηθεί την αξιολόγηση. Οι υπάλληλοι δεν την εμπιστεύονται. Πρέπει πρώτα να αλλάξει η διοίκηση και μετά να προχωρήσουμε σε αξιολόγηση του υφιστάμενου προσωπικού».

.

Σε μεγάλο βαθμό και παρά τις λαμπρές εξαιρέσεις, έτσι έχουν τα πράγματα. Οι διευθύνσεις του δημοσίου προέρχονται κυρίως από κομματικά δίκτυα. Η διοικητική αυτή συνθήκη καταφέρνει και επιβιώνει παρά το σοκ της χρεοκοπίας αλλά και μετά από 4 οδυνηρά χρόνια κρίσης. Απαρτίζεται από κάποιες χιλιάδες ανθρώπους που διευθύνουν σχολεία, νοσοκομεία και άλλες δομές. Δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά μετά τις επόμενες εκλογές ούτε με τις επόμενες κρίσεις επιλογής διευθυντικού προσωπικού. Η μεταρρύθμιση ενός «κομματικού και κοινωνικοποιημένου πελατειακού κράτους» το οποίο διαθέτει ισχυρά ερείσματα στο εκλογικό σώμα δεν μπορεί παρά να είναι αργή και βασανιστική όπως και η συνολικότερη ανανέωση και εξυγίανση της πολιτικής μας ζωής. Επομένως ή θα προχωρήσουμε στην εφαρμογή αλλαγών μέσα σε αυτό το διοικητικό πλαίσιο επιδιώκοντας ταυτόχρονα τη σταδιακή ανανέωση και αναδόμησή του ή θα πρέπει να αναμένουμε την πλήρη (;) εξυγίανση της διοίκησης για να δρομολογήσουμε μεταρρυθμίσεις. Όμως το να παραπέμπουμε όλες τις απόπειρες αναδιοργάνωσης του κράτους σε ένα μελλοντικό εργαστήρι όπου υγιείς πολιτικές και διοικητικές δυνάμεις σχεδιάζουν και εφαρμόζουν, υπό κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης, μεταρρυθμίσεις με μηδενική τριβή είναι μια ουτοπία η οποία μας καταδικάζει στην απραξία.

.

Επιπλέον είναι τόσο γενικευμένη η παθολογία του ελληνικού δημοσίου (από την αστυνομία μέχρι την πολεοδομία και από την εφορία μέχρι το δικαστικό σώμα) που είναι αδύνατο να τη διαχειριστούμε με τη συγκρότηση αλλεπάλληλων ανεξάρτητων αρχών. Οι ανεξάρτητες αρχές, για να είναι πράγματι ανεξάρτητες, πρέπει να χρησιμοποιηθούν με φειδώ. Αφού δεν μπορούμε να καταργήσουμε ή να παρακάμψουμε τις υπάρχουσες διευθυντικές δομές οφείλουμε να τις ελέγξουμε αυστηρότερα και να απαιτήσουμε την προσαρμογή τους στο πνεύμα του εκσυγχρονισμού και της νομιμότητας.

.

Στην κατεύθυνση αυτή συνδράμει τόσο η εφαρμογή των «συμφωνημένων» ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους εταίρους όσο και η πίεση των δυνάμεων της μεταρρύθμισης στο πελατειακό – κομματικό κράτος. Έτσι σήμερα η δημόσια διοίκηση δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό που ήταν. Όχι απλώς γιατί η δημοσιονομική προσαρμογή περιορίζει τις σπατάλες και το ρουσφέτι αλλά και γιατί όλες οι μικρές ή μεγαλύτερες αλλαγές που συμβαίνουν (από τη δημιουργία ψηφιακών βάσεων δεδομένων  π.χ.  το myschool στην εκπαίδευση μέχρι τις νέες ρυθμίσεις  για τα κριτήρια επιλογής της διοίκησης και το ρόλο του επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης) σπρώχνουν όλο και περισσότερο το κομματικό κατεστημένο διοίκησης προς τη συμμόρφωση και την «κανονικότητα». Για παράδειγμα, εκ των πραγμάτων ένα μεγάλο μέρος των διευθυντών και των σχολικών συμβούλων θα αναγκαστούν να αναπροσανατολίσουν τη στάση τους ενόψει της αξιολόγησης δασκάλων και καθηγητών, όπως αναγκάστηκαν να κάνουν και με την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων μετά το «εντέλλεται» των προϊσταμένων τους.

.

Ένσταση δεύτερη. «Η υποχρεωτική ποσόστωση 15% ανεπαρκών υπαλλήλων που ορίζει το νομοσχέδιο είναι αυθαίρετη και προδικάζει απολύσεις»

.

Αναμφίβολα το οριζόντιο 15% είναι το αποτέλεσμα της συστηματικής άρνησης του πολιτικού προσωπικού να κλείσει άχρηστους οργανισμούς του Δημοσίου. Διασώζοντας πολλά από τα δικά του «παιδιά» μεταθέτει το βάρος στο προσωπικό των υπόλοιπων δομών. Επειδή δεν κλείνει τον «οργανισμό αποξήρανσης της Κωπαϊδας» πρέπει να βρεθεί ένα 15% ανεπαρκών στο τάδε δημοτικό σχολείο της Κυψέλης.

.

Μάλλον δεν υπάρχει δυτικοευρωπαϊκή χώρα όπου προεξοφλείται η ποσόστωση των αποτελεσμάτων αξιολόγησης. Όμως δεν πρέπει να υπάρχει και άλλη δυτικοευρωπαϊκή χώρα όπου η πρόσληψη στο δημόσιο είναι σε μαζική κλίμακα ρουσφετολογική, όπου ένα μεγάλο ποσοστό δημοσίων και δημοτικών υπαλλήλων είναι απόφοιτοι πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου το φαινόμενο των πλαστών πιστοποιητικών είναι τόσο εκτεταμένο, όπου ουσιαστικά το δημόσιο δεν διατηρεί το δικαίωμα να απολύει. Στις συνθήκες αυτές  χωρίς μια προαποφασισμένη ποσόστωση για την ανεπάρκεια ή την αριστεία θα καταλήξουμε σε κωμικά αποτελέσματα. Στην πρόσφατη αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων, η οποία βασίστηκε σε ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, με κλίμακα από 1 – 4 το σύνολο σχεδόν των σχολείων της επικράτειας αρίστευσε σε όλους τους τομείς (ποιότητα διδακτικού έργου, παιδαγωγική επάρκεια, σχέσεις μαθητών δασκάλων, επίτευξη γνωστικών στόχων, καινοτόμες δράσεις κτλ, κτλ) πλην της υλικοτεχνικής υποδομής και της επάρκειας προσωπικού. Εκτός από την κοινωνία μάλλον κοροϊδεύουμε και τον εαυτό μας.

.

Το νομοσχέδιο δεν αναφέρει τίποτα για απολύσεις. Όσοι θεωρηθούν ανεπαρκείς ούτε απολύονται ούτε τίθενται σε διαθεσιμότητα αλλά θα μετεκπαιδευτούν. Οι συνέπειες για αυτούς  είναι η προσωρινή (μέχρι την επόμενη αξιολόγηση) βαθμολογική και μισθολογική τους καθήλωση ενώ το bonus για τους επαρκείς είναι η ακώλυτη εξέλιξή τους.

.

Παρά τις αδυναμίες που  έχει το νομοσχέδιο οι δημόσιοι λειτουργοί που σέβονται το αξίωμα που τους εμπιστεύτηκε η κοινωνία πρέπει να αξιοποιήσουν την αξιολόγηση ως  θεσμική ευκαιρία μεταρρύθμισης και εκδημοκρατισμού του κράτους. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να ακυρωθεί για μια ακόμη φορά.

.

Η αξιολόγηση πρέπει να ξεκινήσει, γιατί μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορούμε να καταγράψουμε, να μετρήσουμε, να δοκιμάσουμε, να αναστοχαστούμε και να σχεδιάσουμε. Άλλωστε «δεν υπάρχει τίποτε πιο δύσκολο να σχεδιαστεί, πιο αβέβαιο ως προς την επιτυχία του και επίπονο στη διαχείρισή του από τη δημιουργία ενός νέου συστήματος. Γιατί ο καινοτόμος έχει την εχθρότητα όλων όσων έχουν να χάσουν από την αλλαγή και μόνο τη χλιαρή υποστήριξη από όσους θα μπορούσαν να ωφεληθούν από το νέο σύστημα» (Μακιαβέλι, Ηγεμών)