Αξιολόγηση: Η απαγορευμένη λέξη

Φώτης Γεωργελές 30 Ιαν 2013

Η απεργία στις συγκοινωνίες δεν είναι η πιο σημαντική. Ούτε η πιο αναίτια. Είναι όμως συμβολική και αποκαλυπτική. Δείχνει ότι η εποχή της παραπλάνησης έχει τελειώσει. Αν κάτι καλό μάς έμεινε απ’ αυτή την τριετία είναι ότι όλοι κάναμε ταχύρρυθμα μαθήματα οικονομίας. Μάθαμε να μετράμε. Καταλάβαμε ότι η ζωή δεν είναι μόνο πρόσθεση και πολλαπλασιασμός. Είναι και αφαίρεση. Ό,τι προστίθεται από κάπου αφαιρείται.

Το τέλος της απεργίας ήταν προδιαγεγραμμένο. Γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Η μετακύλιση της χρεοκοπίας του κράτους στην κοινωνία έφτασε στα όριά της. Τρία χρόνια προσπαθούν να κρατήσουν όσο το δυνατόν ανέγγιχτες τις δομές του χρεοκοπημένου Δημοσίου μεγαλώνοντας την ύφεση, διαλύοντας την οικονομία. Τώρα δεν γίνεται άλλο. Βάζουν φόρους στο πετρέλαιο, 70% των πολυκατοικιών της Αθήνας δεν ανάβει καλοριφέρ. Αυξάνουν τα τέλη κυκλοφορίας, 100άδες χιλιάδες παραδίδουν τις πινακίδες.

Αυξάνουν τους φόρους στα καύσιμα, είναι άδειες οι εθνικές οδοί, χάνουν κι από τα διόδια. Αυξάνουν τους φόρους στα τσιγάρα, εκτινάσσεται το λαθρεμπόριο. Μεγαλώνει ο αριθμός όσων δεν μπορούν να πληρώσουν τους φόρους τους. Ανεβαίνουν κάθε μήνα 1 δις οι ανείσπρακτοι φόροι. Οι μισθοί των εργαζομένων στις συγκοινωνίες μειώνονται γιατί δεν υπάρχουν λεφτά να τους πληρώσουν. Τώρα κανείς πια δεν μπορεί να πει «η κρίση είναι παραμύθι χωρίς δράκο». Τα ψέματα τελείωσαν. Από δω και πέρα θα μιλάμε με αριθμούς.

Οι insiders του πελατειακού κράτους, μεταμφιεσμένοι σε απεργούς, συνδικαλιστές, πολιτικούς, ούτε έχουν καταλάβει την καταστροφή που υπέστη η κοινωνία αυτά τα 3 χρόνια. Όταν οι συνδικαλιστές διαψεύδουν το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και ισχυρίζονται ότι οι μέσοι μισθοί τους δεν είναι 3 και 4.000 αλλά 2.500, δεν καταλαβαίνουν καν γιατί η κοινωνία τούς κοιτάει παγωμένα. Δεν συνειδητοποιούν ότι μιλάνε σε 1,5 εκατομμύριο ανέργους χωρίς ούτε ένα ευρώ. Ότι μιλάνε στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα των 589 ευρώ.

Στους 450.000 νέους που συνωστίζονται στην είσοδο της αγοράς εργασίας χωρίς ελπίδα να βρουν δουλειά. Ότι μιλάνε ακόμα και στους δημόσιους υπάλληλους τους οποίους προσβάλλουν, όταν λένε ότι δίνουν αγώνα για να μην εξομοιωθούν μαζί τους. Όταν οι βουλευτές της αντιπολίτευσης μιλάνε για «χουντικής έμπνευσης σχέδια» και «κοινωνική γενοκτονία», η κοινωνία τούς κοιτάζει άναυδη. Γιατί αυτό που ονομάζουν «κοινωνική γενοκτονία», δηλαδή την υπαγωγή στο ενιαίο μισθολόγιο του Δημοσίου, για τα εννέα δέκατα της κοινωνίας μας αποτελεί τρελό όνειρο.

Οι σημαντικές απεργίες ήταν άλλες. Πολύ πριν. Όταν μάθαμε ότι το κράτος μας, για να λειτουργεί όπως το ξέραμε μέχρι τότε, χρειαζόταν 24 δισεκατομμύρια επιπλέον δανεικά κάθε χρόνο, όταν αντιμετωπίσαμε την ανάγκη να περιορίσουμε τη σπατάλη, οι πρώτες απεργίες που έγιναν ήταν στο μετρό για να ανανεωθούν οι συμβάσεις των συμβασιούχων. Κι ας αποκάλυπτε το πόρισμα του επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ότι η ιστορία του μετρό ήταν ένα ενδεικτικό παράδειγμα του πώς εκτροχιάστηκε το ελληνικό Δημόσιο.

Μέσα σε λίγα χρόνια αυξήθηκε πάνω από 60% το προσωπικό του, διπλασιάστηκε το κόστος μισθοδοσίας του, εκατοντάδες προσελήφθησαν λίγες μέρες πριν τις εκλογές από την ανέμελη κυβέρνηση Καραμανλή με ραβασάκια και τηλεφωνήματα. Αλλά οι εργαζόμενοι απεργούσαν για να μονιμοποιηθούν οι συμβασιούχοι. Όταν έγινε προσπάθεια να συμμαζευτεί το ανορθολογικό Δημόσιο, να συγχωνευτούν οι εταιρείες συγκοινωνιών που ήταν καμιά δεκαριά, σε λιγότερες, ούτε καν σε έναν Οργανισμό Συγκοινωνιών Πρωτευούσης, ακολούθησαν πολύχρονες απεργίες που εξόντωσαν την εμπορική ζωή της Αθήνας. Απεργούσαν γιατί ήταν αντίθετοι στις μεταθέσεις λίγων εργαζομένων από τη μια εταιρεία στην άλλη.

Η συμπεριφορά του τμήματος του Δημοσίου στις συγκοινωνίες ήταν χαρακτηριστική του τρόπου που αντιμετώπισε η βάση του πελατειακού κράτους την οικονομική καταστροφή της χώρας. Πίστεψε ότι θα διασωθεί, αδιαφορώντας αν τα βάρη θα περάσουν στους λιγότερο προστατευμένους. Προσπάθησε να διασώσει το πελατειακό κράτος αντί να υπερασπίσει τα συμφέροντα των εργαζομένων στο Δημόσιο. Τα οποία δεν ταυτίζονται με τα συμφέροντα του πελατειακού κράτους.

Η ήττα των σωματείων που με τη συνδικαλιστική πρακτική τους εκβίαζαν πάντα τις κυβερνήσεις προκαλώντας απελπισία στην κοινωνία, σε κάποιους προκαλεί ανακούφιση. Όσο κι αν οι αντιθέσεις μέσα στα πλαίσια του πελατειακού κράτους μάς αφήνουν παγερά αδιάφορους, δεν νιώθω έτσι. Γιατί το θέμα δεν είναι να χάσει και η πελατειακή βάση για να διατηρήσει τα προνόμιά της η κορυφή της πυραμίδας του πελατειακού κράτους, αλλά να αντιμετωπίσουμε το ίδιο το πελατειακό κράτος.

Γιατί τρία χρόνια τώρα, αυτό που συμβαίνει είναι μόνο οριζόντιες μειώσεις μισθών. Αλλά οι κρατικές επιχειρήσεις δεν ιδιωτικοποιούνται, οι 100άδες άχρηστοι οργανισμοί δεν καταργούνται, τα χιλιάδες τμήματα του Δημοσίου με διευθυντές χωρίς υπαλλήλους δεν συγχωνεύονται, οι αργόμισθοι δεν καλούνται στην εργασία τους, οι κατηγορούμενοι για πειθαρχικά παραπτώματα δεν απολύονται, αξιολόγηση δεν εφαρμόζεται, πραγματική απογραφή δεν γίνεται, η ηλεκτρονική μηχανογράφηση δεν προχωράει. Το ελληνικό Δημόσιο μένει ίδιο, πλην φτωχότερο.

Γιατί οι απεργοί του μετρό, τώρα, κατόπιν εορτής βέβαια, λένε κάτι σωστό. Ότι όλες οι δουλειές δεν είναι ίδιες, ούτε μπορεί να αμείβονται όλες το ίδιο. Ένας που οδηγεί ένα συρμό εκατομμυρίων ή τον επισκευάζει, δεν μπορεί να αμείβεται το ίδιο με έναν που βάζει σφραγίδες. Ούτε όμως κι ένας που κάνει εγχειρήσεις, που οδηγεί F-16, που περιπολεί τη νύχτα στην άγρια πόλη. Μιλάνε, δηλαδή, για αξιολόγηση. Την απαγορευμένη λέξη. Μιλάνε για ανταμοιβή ανάλογα με την εργασία.

Ίσως όμως έτσι η οριζόντια ισοπέδωση που αντί να αλλάζει το γραφειοκρατικό Δημόσιο το κάνει απλώς πιο φτωχό και ακόμα πιο αντιπαραγωγικό, να είναι η αιτία, ο μοχλός που θα αλλάξει και τη συμπεριφορά του μεγάλου σώματος των εργαζομένων στο Δημόσιο. Γιατί μέχρι τώρα στα πλαίσια του πελατειακού κράτους δεν είχαν κανένα κίνητρο μεταρρυθμιστικής συμπεριφοράς. Τι τους ένοιαζε αν κάθε προεκλογική περίοδο προσλαμβάνονταν μερικές δεκάδες χιλιάδες ακόμα; Αυτοί έφευγαν με εθελούσιες, πρόωρες συντάξεις για να αδειάσει το Δημόσιο ώστε να ξαναγεμίσει.

Τι τους ένοιαζε αν οι συνδικαλιστές τους έπαιρναν μερικά εκατομμύρια από τα ταμεία των ΔΕΚΟ; Κι αυτοί έπαιρναν επίδομα έγκαιρης προσέλευσης. Τι κι αν στην κορυφή έκλεβαν στα Βατοπέδια και στη Ζίμενς; Κάποιοι κάτω έπαιρναν φακελάκια και γρηγορόσημα. Τι πειράζει αν δεν έβλεπαν ποτέ τους συναδέλφους-φαντάσματα αποσπασμένους στα κομματικά, τα συνδικαλιστικά, τα βουλευτικά γραφεία, στα γραφεία δημοσίων σχέσεων ή στο σπίτι τους; Τη δουλειά την έκαναν οι συμβασιούχοι και οι stagiaires. Τι πείραζαν οι χιλιάδες αμειβόμενες επιτροπές φτιαγμένες για τους κομματικούς στρατούς; Κι αυτοί έπαιρναν αυξήσεις 10% κάθε χρόνο και στεγαστικά με χαμηλό επιτόκιο από τις κρατικές τράπεζες. Λεφτά υπήρχαν.

Λεφτά δεν υπήρχαν. Ήταν δανεικά, τα πλήρωνε όλη η κοινωνία. Η ισοπέδωση προς τα πάνω θα ’φερνε κάποτε την ισοπέδωση προς τα κάτω. Ούτε αυτό που γίνεται τώρα στο Δημόσιο είναι σωστό. Ενδέχεται όμως να είναι η αρχή μιας αλλαγής, από μέσα αυτή τη φορά. Που θα ζητάει μόνη της αξιολόγηση, αξιοκρατία, κανονικούς μισθούς, αλλαγή τρόπου δουλειάς, παραγωγή έργου και ανάλογη αμοιβή. Ίσως είναι και ο μόνος τρόπος, έτσι γίνονται οι μεταρρυθμίσεις, όταν κάποιοι έχουν συμφέρον να τις κάνουν. Και τότε θα δούμε κι έναν άλλο συνδικαλισμό, που δεν θα έχει καμία σχέση με τη σημερινή κομματική και κρατική γραφειοκρατία.