Αξιολόγηση, Γερμανικές και Γαλλικές εκλογές, η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ

Γιάννης Μαστρογεωργίου Γιώργος Παπούλιας 08 Μαρ 2017

Αξιολόγηση, Γερμανικές και Γαλλικές προεκλογικές εκτιμήσεις, η αποκωδικοποίηση της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ και τα 5 σενάρια της Επιτροπής Γιούνκερ, είναι τα βασικά θέματα του Δελτίου Πολιτικής Ανάλυσης και Εκτίμησης του ΔΙΚΤΥΟΥ.

Η Κυβέρνηση σχοινοβατεί. Η στρατηγική της έως το 2018. 

Η εκτίμηση συνίσταται στο σαφές πλέον δεδομένο ότι ο Πρωθυπουργός θα  προσπαθήσει να ενώσει τρεις γραμμές τακτικής που τώρα είναι παράλληλες, αλλά θα πρέπει να ενωθούν ευθυγραμμιζόμενες δημιουργώντας μία στρατηγική στόχευση, έως το καλοκαίρι του 2018.

Τρεις τακτικές κινήσεις για έναν στρατηγικό στόχο, που είναι οι σχετικά ανώδυνες κάλπες.

Η μία είναι η χρήση της αξιολόγησης για να κλείσει μακροπρόθεσμες υποθέσεις. Αν τρενάρει η Β’ αξιολόγηση, θα τεθεί εκ των πραγμάτων το θέμα της μεγάλης εικόνας για τη χώρα, αν δεν καταρρεύσουν βέβαια οι Τράπεζες…

Ενδεικτικό αυτής της πρόθεσης είναι η εξής φράση του Πρωθυπουργού κατά τις κοινές δηλώσεις του με τον Γάλλο πρωθυπουργό Μπερνάν Καζνέβ: «Είμαι εξαιρετικά αισιόδοξος ότι είμαστε περισσότερο από ποτέ κοντά στην ολοκλήρωση, όχι απλά μιας αξιολόγησης, αλλά μιας ολικής συμφωνίας που θα σηματοδοτήσει το τέλος μιας πολυετούς κρίσης για την Ελλάδα και την Ευρώπη ταυτόχρονα».

Δηλαδή, να αρχίσουμε να μπαίνουμε σιγά σιγά στο σκηνικό του 2018. Σε αυτή την περίπτωση η Κυβέρνηση θα δρομολογήσει να κλείσει την αξιολόγηση ως πακέτο με μία – καταρχάς – συμφωνία που θα ακουμπά το καλοκαίρι του 2018. Θα έχει δηλαδή, σε μεγάλο βαθμό έναν οδικό χάρτη για μετά τη λήξη του 3ου Μνημονίου. Σε αυτό το σενάριο η Κυβέρνηση ελπίζει στην παράπλευρη βοήθεια που θα επιφέρει ένα τυχόν θετικό αποτέλεσμα σε Γαλλία – Γερμανία, δηλαδή να μην εκλεγεί  ο Φιγιόν και να παροπλιστεί ο Σόιμπλε.

Η δεύτερη είναι να εντάξει τη χώρα στην ποσοτική χαλάρωση, έστω αργά, έστω για λίγο. Να αφαιρέσει λίγο βάρος από τις τράπεζες που συνεχίζουν τη δύσκολή πορεία τους, να χρησιμοποιήσει το θετικό για τον τουρισμό καλοκαίρι… και βλέπουμε. Στόχος; Να αντέξει η Κυβέρνηση δημοσκοπικά όσο γίνεται.

Εφάπτεται η δεύτερη τακτική με την παραπάνω; Δύσκολο, γιατί αν συνεχίσει η ανοδική πορεία του ευρωπαϊκού πληθωρισμού το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα αρχίσει να περιορίζεται σημαντικά…Όμως, η Κυβέρνηση θα μπορεί να πάρει άλλα θετικά νέα από την ΕΚΤ, όπως μία καλύτερη εικόνα για την εικόνα του χρέους.

Και η τελική γραμμή – που είναι άμυνας και επίθεσης παράλληλα – είναι να καθυστερήσουν οι εκλογές. Και αυτό απαιτεί να γίνουν στοιχειωδώς τα δύο παραπάνω, ώστε να καταφέρει και να προλάβει το σύστημα της εκκολαπτόμενης κυβερνητικής εξουσίας να στεριώσει μέσα στον κρατικό μηχανισμό, τα ΜΜΕ, κλπ. Να αποκτήσει, δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ τους δικούς του  ανθρώπους, ώστε η ήττα να είναι διαχειρίσιμη, μη στρατηγική και ποιοτικά μετριασμένη. Δηλαδή, να μην χάσει το Κόμμα άπαξ διά παντός.

Εδώ εντάσσεται και το «κρατικοκεντρικό» σχέδιο της Κυβέρνησης για συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Αυτό που δεν έχει απαντήσει η Κυβέρνηση είναι αν οι θέσεις εργασίας θα είναι στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα…

Οι πολίτες το ζητούν, αλλά κάποιοι δεν τους ακούν… 

Μία ακόμα δημοσκόπηση πιστοποιεί αυτό που το Δελτίο του ΔΙΚΤΥΟΥ υποστηρίζει εδώ και μήνες. Οι πολίτες σε δημοσκόπηση της Prorata που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Συντακτών, εκτιμούν ότι στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται ένα νέο κόμμα.

Ήδη από τις αρχές του 2016, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, οι πολίτες ζητούσαν ένα νέο κόμμα στο χώρο της κεντροαριστεράς. Σε δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, στις 19 Ιανουαρίου 2016 το 58,5% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ ήθελε τη δημιουργία νέου κόμματος και το 28% των ψηφοφόρων του ΠΟΤΑΜΙΟΥ.

Με άλλα λόγια, η απαίτηση της δημιουργίας ενός νέου κόμματος, ήταν πάντα έντονη και σαφής εκ μέρους των πολιτών και παραμένει και σήμερα σταθερή. 

Γιατί η Άνγκελα Μέρκελ δεν επιτίθενται Martin Schulz, ο οποίος την έχει ξεπεράσει στις δημοσκοπήσεις;

Η αλήθεια είναι ότι  η Μέρκελ βαδίζει πιο προσεκτικά από ποτέ. Είναι πλέον καταγεγραμμένη ιστορία ότι παραλίγο να χάσει τις εκλογές του 2005, παρόλο που είχε αρχίσει με ένα ισχυρό προβάδισμα, γιατί τότε το είχε «παρακάνει» αγωνιζόμενη επιθετικά για τις μεταρρυθμίσεις.

Αντιθέτως, οι πιο συγκρατημένες εκστρατείες  το 2009 και το 2013 ήταν και οι δύο απολύτως επιτυχημένες. Η Καγκελάριος εκτιμά ότι θα ωφεληθεί παίζοντας καλύτερα τον παγκόσμιο ρόλο της ως μία σεβαστή πολιτικός που δεν επενδύει ούτε υποκύπτει στον πανικό.

Το ερώτημα είναι αν αυτή η στρατηγική μπορέσει να λειτουργήσει εξίσου καλά εναντίον του Schulz, ο οποίος ήταν πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για έξι χρόνια και έχει περισσότερο διεθνές κύρος από τις προηγούμενες υποψηφιότητες του  SPD, εναντίον των οποίων υπερίσχυσε η Μέρκελ, με την εξαίρεση του Schroder.

Η έλλειψη διεθνούς εμπειρίας είναι μόλις ένα λόγο για να μην ψηφίσουν για Schulz.

Η Σοσιαλδημοκρατία, μπορεί να έρχεται ξανά στο προσκήνιο, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι είναι άλλο πράγμα οι δημοσκοπήσεις και άλλο οι κάλπες. Αυτό που ενδιαφέρει ωστόσο είναι η «αριστερή στροφή» του Μάρτιν Σούλτς. Ο Σουλτς επαναφέρει στον πολιτικό διάλογο τις ιστορικές ρίζες των Σοσιαλδημοκρατών, προβάλλοντας το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αναδιανομής, του κοινωνικού κράτους, κρατώντας αποστάσεις από τη συγκυβέρνηση με το CDU.

Ως προς την Ελλάδα, ο κ. Σουλτς αποφεύγει να θέσει το θέμα της Ελλάδας. Οι Σοσιαλδημοκράτες είναι αντίθετοι με το Grexit, μιλούν για χαλάρωση της πίεσης προς την Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύουν το δρόμο των μεταρρυθμίσεων και των νέων επενδύσεων. Περίπου ίδια γραμμή με αυτή της κας. Μέρκελ…

 

Η σημασία της υποψηφιότητας Μακρόν

Η απήχηση του Μακρόν αυξάνεται στις δημοσκοπήσεις και έρχεται πιο κοντά στην πρωτοπόρο του Α’ Γύρου Marine Le Pen. Μια εβδομάδα μετά τη στήριξη που έλαβε από τον Φρανσουά Μπαϊρού, ο Macron κέρδισε τρεις ποσοστιαίες μονάδες και σήμερα ανέρχεται σε 23%.

Η Marine Le Pen εξακολουθεί να προηγείται σταθερά με 26%, παρά τη δική σκάνδαλο της για πλασματικό απασχόλησης.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι Macron πήρε το 50% των ψηφοφόρων του Ολάντ, έναντι 18% την περασμένη εβδομάδα. Το ενδιαφέρον ερώτημα όμως είναι, εάν οι εκλογές θα μπορούσαν να κερδιθούν από το Κέντρο, κάτι εντελώς νέο σε ένα διπολικό σύστημα, όπως της Γαλλίας. Το κέντρο φαίνεται πως εξελίσσεται σε ένα σύμβολο για την αποδοχή του πλουραλισμού. Αλλά ο Macron, αν θέλει να έχει ακόμα πιο ουσιαστικές ελπίδες επικράτησης, πρέπει να αποδείξει ότι το Κέντρο είναι τολμηρό και αποφασιστικό και ότι δεν διακρίνεται μόνο για τη μετριοπάθεια.

Ας το κρατήσουμε αυτό και για τα εγχώρια πολιτικά τεκταινόμενα στο χώρο του Κέντρου…

 

Ο σωστός κόφτης και ο λάθος κόφτης

Η έννοια του δημοσιονομικού κόφτη εισήχθη πέρυσι στο ελληνικό δημοσιονομικό λεξικό, αν και στην ΕΕ και στο Fiscal Compact που εγκρίθηκε από κατά πλειοψηφία από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2012 υφίσταται ήδη.

Ο εν Ελλάδι μηχανισμός, προέκυψε για να διασφαλιστούν τα υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018.

Τώρα όμως μεσούσης της αξιολόγησης, έχει προστεθεί στο υπό διαπραγμάτευση δημοσιονομικό μείγμα της χώρας, η (σωστή) πάγια βούληση το ΔΝΤ για μείωση αφορολογήτου και περικοπή δαπάνης για συντάξεις, ως εργαλεία κατάκτησης του στόχου 3.5% πλεόνασμα.

Άρα, αφενός διατηρείται ο προβληματικός δημοσιονομικός κόφτης και αφετέρου προστίθεται και ένας ακόμα…

Η χώρα έχει ανάγκη από ένα μεταρρυθμιστικό επιταχυντή και όχι έναν δημοσιονομικό κόφτη – μπαλτά που θα πέφτει άκριτα. Είναι άλλο να περικόπτεται η σύνταξη των 700 Ευρώ κάποιου που δούλευε 38 χρόνια και άλλο να περικόπτεται το ποσό που δαπανάται για πρόωρες συντάξεις

Και αυτό γιατί, ο κόφτης, αν δεν οριστεί που θα εστιαστεί, θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα αντί να επιλύσει και ας δούμε πώς.

Ας υποθέσουμε ότι πιστοποιείται μια απόκλιση της τάξης των 1 δισ. ευρώ από τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα το 2018.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν θα πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες ή να αυξηθούν οι φόροι για να κλείσει το χάσμα.

Η απάντηση είναι ότι εξαρτάται από τον περιβόητο πλέον πολλαπλασιαστή.

Αν μειωθούν ορισμένες κατηγορίες δαπανών του προϋπολογισμού κατά 1 δισ. ευρώ συνολικά, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα επαρκέσουν για να καλυφθεί το κενό του 1 δισ. ευρώ από τον δημοσιονομικό στόχο. Και αυτό γιατί απλά η μείωση των κρατικών δαπανών θα συμπιέσει την συνολική ζήτηση, οδηγώντας πιθανόν σε νέα ύφεση την οικονομία.

Όμως, η ύφεση έχει αρνητικό αντίκτυπο στα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα και  αυξάνει τις κοινωνικές δαπάνες για επιδόματα ανεργίας κλπ.

Εκείνο που χρειάζεται είναι ένας μεταρρυθμιστικός επιταχυντής. Μια μεταρρυθμιστική δικλείδα ασφαλείας που θα καθιστά υποχρεωτικές τις μεταρρυθμίσεις και θα τις συνδέει με την εξέλιξη του προγράμματος και της εκταμίευσης των δόσεων.

 

Πληθώρα προτάσεων, έλλειψη οράματος.

Τα σενάρια για την εξέλιξη της ΕΕ που έδωσε στη δημοσιότητα προ ημερών η Επιτροπή, αποκαλύπτουν τις δύο σημαντικές αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η πρώτη είναι ότι η Επιτροπή φαίνεται πως έχει χάσει τη φιλοδοξία να έχει το θάρρος της γνώμης της για το πώς βλέπει το μέλλον της ΕΕ.

Η Επιτροπή δεν τόλμησε σε μία δύσκολη και απαιτητική κατάσταση για το μέλλον της Ευρώπης, να καταθέσει τη δική της άποψη για το ποια κατεύθυνση θα πρέπει να πάρει η Ένωση.

Εν ολίγοις, η Επιτροπή έχει χάσει τον οραματικό βολονταρισμό που την είχε καταστήσει κινητήρια δύναμη της ολοκλήρωσης, υπό την προεδρία του Jacques Delors 1985-1994.

Η δεύτερη είναι ότι τα πέντε σενάρια δείχνουν σαφή έλλειψη στρατηγικής για την ΕΕ. Η Ευρώπη δεν χρειάζεται ένα μοντέλο a la carte. Υπάρχουν, ήδη, αρκετά opt-out (ρήτρες μη συμμετοχής σε ορισμένες πολιτικές για τα κράτη μέλη) που ήδη προσφέρουν περισσότερες από μία επιλογές συμμετοχής.

Σήμερα, η ΕΕ χρειάζεται ένα συγκεκριμένο πλάνο πολιτικών δράσεων βελτίωσης της καθημερινότητας του Ευρωπαίου πολίτη, εκεί που αποτυγχάνουν οι εθνικές κυβερνήσεις. Τα εργαστηριακής προέλευσης σενάρια που δεν λαμβάνουν υπόψη τον καλπάζοντα ευρωσκεπτικισμό, τον λαϊκισμό που θεριεύει, τη νέα εποχή με την Προεδρία Τράμπ, είναι απλώς τίτλοι στην ατζέντα συνεδρίων.

Μπορεί να είναι χρήσιμα, αλλά όχι αρκετά.