Είναι η πιο παρεξηγημένη λέξη της σύγχρονης νεοελληνικής. Ή μάλλον εκείνη της οποίας έχει περισσότερο διαστραφεί το νόημα. Και συνεχίζει να διαστρέφεται. Όλοι λένε ναι στην αξιολόγηση κι όλοι κάνουν το παν για να μην υπάρξει. Κι όσο δεν υπάρχει, το «νέο παράδειγμα» μοιραία αναβάλλεται.
Αξιολόγηση για έναν πολιτικό και ένα κόμμα δεν είναι μόνο, ούτε καν κυρίως, η ετυμηγορία της κάλπης. Αλίμονο αν μόνο η κάλπη «μιλούσε» και αν για την κρίση περί της ικανότητας και της αξιοσύνης, και συχνά της ανικανότητας και της αναξιότητας, έπρεπε κάθε φορά πρώτα να διενεργηθούν εκλογές. Η πολιτική αξιολόγηση αποτελεί διαρκή δυνατότητα, και υποχρέωση, του ενεργού πολίτη και συνιστά ένα μόνο από τα στοιχεία (πιο σημαντικά είναι το δημόσιο και το ατομικό συμφέρον, η συγκυρία, η αποφυγή του χειρότερου) που διαμορφώνουν την ψήφο την ώρα της κάλπης. Τα πρόσωπα και τα κόμματα αξιολογούνται –και όχι μόνο με πολιτικά αλλά και με ψυχολογικά και αισθητικά κριτήρια, ενώ κάποια στιγμή έρχεται η ώρα που «μιλά» και η Ιστορία- για αυτά που πράττουν και για τον τρόπο που δρουν και ανταποκρίνονται στις ανάγκες της συγκυρίας και του ακροατηρίου τους, στενού ή ευρέος. Ορισμένες φορές η ιστορική προσφορά –ο δρόμος της υπηρέτησης του γενικού συμφέροντος σε βάρος του ατομικού ή του παραταξιακού- μπορεί να αναγνωριστεί και μέσα από μια ήττα στις κάλπες, αρκεί οι κάλπες να μην έχουν χρησιμοποιηθεί για να την καλύψουν.
Αξιολόγηση για έναν φοιτητή ή για το δάσκαλό του δεν είναι αγγαρεία που πρέπει να διεκπεραιωθεί γιατί την έβαλε η Πίζα ή η Μπολόνια, αλλά ο (μόνος) τρόπος για να ξεχωρίσει ο καλός από τον λιγότερο καλό και να κερδίσει το σύνολο από την υπεροχή του καλύτερου. Κι από την άλλη, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, η αξιολόγηση δεν πρέπει να γίνεται μηχανιστικά, με βάση τις γραμμένες ή τις απέξω μαθημένες σελίδες ή τις φορές που κάποιος αναφέρθηκε από τους συμφοιτητές ή τους συναδέλφους του ή τα χρήματα που έδωσε ή έφερε στο σχολείο ή το πανεπιστήμιο του. Η αξιολόγηση δεν μπορεί παρά να γίνεται στη βάση όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικών κριτηρίων, αλλά οφείλει να στοχεύει στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα, στην αντίληψη και στη μεταδοτικότητα και όχι στις δημόσιες σχέσεις, στη λάμψη της προσωπικότητας και όχι μεμονωμένων επιδόσεων. Στο ελληνικό πανεπιστήμιο η ορθή αξιολόγηση των φοιτητών συχνά σκοντάφτει στη βαθιά ριζωμένη κουλτούρα της αποστήθισης και του φαβοριτισμού, ενώ των καθηγητών στον επαρχιωτισμό και στον συντεχνιασμό (και) της παιδείας μας –κι αυτό δυστυχώς δεν κατάφεραν να το αλλάξουν πρόσφατα νομοθετήματα των οποίων αποτέλεσε στόχο. Με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν υπερβολικά πολλοί πανεπιστημιακοί, ακόμα και πρυτάνεις, που είναι περισσότερο πολιτικοί, με την κακή έννοια, παρά δάσκαλοι, με την καλή.
Αξιολόγηση για τους δημοσίους υπαλλήλους σημαίνει, πράγματι, ότι δεν μπορούν να εμφανίζονται όλοι ως πολύ καλοί ή άριστοι, ενώ η εικόνα της δημόσιας διοίκησης είναι αυτή που είναι. Η ορθή αξιολόγηση δεν μπορεί όμως να έρθει με αναγκαστικές ποσοστώσεις και την υποχρέωση ένας ορισμένος αριθμός υπαλλήλων, ασχέτως προσόντων και επιδόσεων, ασχέτως του τρόπου με τον οποίο προσλήφθηκαν και των ιδιαιτεροτήτων του φορέα στον οποίο υπηρετούν, να βαθμολογούνται με χαμηλό βαθμό επειδή έτσι το θέλησε ο νόμος. Ουσιαστική κρίση ναι, διαφοροποίηση μεταξύ των κρινομένων ασφαλώς, αλλά χωρίς να γίνεται η αξιολόγηση μηχανή του κιμά και προαγωγός αδικίας. Γιατί τότε ανατρέπεται η ίδια η ουσία της και ξαναγυρνά σε αυτό που έχουμε την τάση στην Ελλάδα να είναι, μια λέξη κενή περιεχομένου. Και δεν είμαι σίγουρος ότι έχει γίνει κατανοητό σε αρκετούς αποφασίζοντες πόσο επικίνδυνο είναι αυτό, ιδίως τη στιγμή της δυνητικής ανόρθωσης.