Όλο και περισσότεροι συμφωνούν ότι το 2013 πρέπει να είναι χρονιά αποτελεσμάτων, με κυριότερο το πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό ζήτησε από τον κ. Στουρνάρα και ο κ. Σόιμπλε. Θα είναι πολύ σημαντικό αν η Ελλάδα κατορθώσει να λειτουργήσει με πλούτο που παράγει αποκλειστικά μόνη της και να δείξει και ένα μικρό πλεόνασμα για να αρχίσει να πληρώνει μέρος των τόκων. Το υπόλοιπο, καλύπτουν τα «κουρέματα» και οι «ξένοι», αλλά έτσι μπορούμε να ελπίζουμε ότι σε λίγα χρόνια θα έχουμε ανακτήσει την πραγματική μας ανεξαρτησία. Αυτό πολύ απλά σημαίνει πλεόνασμα γύρω στο 3,5 -4% του ΑΕΠ, κάτι που έχουμε πετύχει και στο παρελθόν, αλλά δυστυχώς, ελάχιστες φορές και χωρίς διάρκεια.
Είναι πλέον σαφές ότι το «λίπος» κάηκε, αλλά ο οργανισμός δεν έχει ακόμη αρχίσει να κινείται. Αυτό δεν είναι παράξενο, γιατί ως παραγωγική διαδικασία και νοοτροπία, η Ελλάδα παραμένει η ίδια. Σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο, ελάχιστα έχουν αλλάξει. Με τρία κόμματα, που όμως σκέφτονται το ίδιο, Κυβέρνηση και Βουλή λειτουργούν όπως παλιά. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι τοποθετήσεις σε «θέσεις» γίνονται ακόμη με τα ίδια παλαιοκομματικά κριτήρια. Νοσοκομεία, εφορίες, ΔΕΚΟ, στους «κολλητούς». Υπουργοί και άλλοι παράγοντες λειτουργούν κυρίως με το μάτι στην επανεκλογή τους. Στον Υπουργό Παιδείας, για παράδειγμα, δεν αρκεί να ξεχωρίσει με το έργο του, αλλά δίνει μάχη και για τον έλεγχο σε νοσοκομεία της περιοχής του, με προφανή στόχο το ρουσφέτι και την ψήφο. Το ίδιο νοιάζεται ο Υπουργός Υγείας για τα ΤΕΙ και ΑΕΙ της δικής του περιφέρειας. Τα κόμματα της συγκυβέρνησης ερίζουν για τον έλεγχο στις εφορίες… γιατί άραγε; Για χώρα που βρίσκεται επί τρία χρόνια στο χείλος της καταστροφής, η εικόνα είναι ανησυχητικά όμοια με την εικόνα πριν από την κρίση.
Η περικοπή μισθών και συντάξεων ήταν «εύκολη», γιατί γινόταν οριζόντια. Η αλλαγή όμως στο κράτος, σημαίνει αλλαγές σε ηγεσίες και στελέχη, συγχωνεύσεις φορέων, κατάργηση οργανισμών, αξιοκρατικές επιλογές, δηλαδή πλήρη απογαλακτισμό από τη νοοτροπία του ρουσφετιού και του κομματικού κράτους. Αυτό σημαίνει ότι για το μεγάλο «άλμα» και την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων της χώρας, απαιτούνται πραγματικές ανατροπές σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο. Οι ανατροπές αυτές πρέπει να είναι πρώτα στα περισσότερο προβληματικά ζητήματα. Το κυριότερο είναι η διακυβέρνηση της χώρας από Υπουργούς-Βουλευτές, κάτι που έχει εντοπισθεί εδώ και καιρό, αλλά αποδεικνύεται δύσκολο στην αντιμετώπισή του. Κατάλοιπο της Οθωμανικής διακυβέρνησης με τους κοτζαμπάσηδες, πέρασε απαράλλακτο στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Η διαφορά είναι ότι για να φθάσει κάποιος στο ζητούμενο, που είναι η διαχείριση εξουσίας, πρέπει πρώτα να εκλεγεί Βουλευτής.
Για την Ελλάδα, σήμερα, προέχει η αποτελεσματικότητα διακυβέρνησης με κύριο γνώμονα το συμφέρον της χώρας και στόχο, κυρίως, την οικονομική αποτελεσματικότητα. Η αποτελεσματική διακυβέρνηση έχει δύο προϋποθέσεις, τη δημιουργία της κατάλληλης νομοθεσίας και την εφαρμογή της ανάλογης πολιτικής. Το ελληνικό πρωθυπουργικό σύστημα με κυβέρνηση βουλευτών, «εξασφαλίζει» το χειρότερο και στα δύο. Κακή κυβέρνηση, με πολιτικούς που βάζουν την επανεκλογή τους πάνω από καλό της χώρας και κακούς νόμους από τους ίδιους ανθρώπους, που φοβούνται ότι δεν θα επανεκλεγούν αν δεν νομοθετήσουν σύμφωνα με το συμφέρον της εκλογικής τους περιφέρειας, ή τα συμφέροντα που τους στηρίζουν. Κακές κυβερνήσεις με κακούς νόμους, είναι συνταγή καταστροφής, αφού αποτελεσματική διακυβέρνηση με αδιάφορους και διαβλητούς κυβερνώντες, δεν νοείται. Η αλλαγή προσώπων, όμως, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, όταν η δεξαμενή από την οποία προέρχονται είναι η ίδια. Συνεπώς, η κυριότερη προτεραιότητα σήμερα, είναι ο άμεσος διαχωρισμός κυβέρνησης και νομοθετικού σώματος. Πολύ απλά, ο βουλευτής δεν θα μπορεί να είναι υπουργός και αντίστροφα, πριν από την πάροδο τετραετίας από την προηγούμενη ιδιότητά του.
Σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, η Ελλάδα εξασφάλισε πάλι μία περίοδο χάριτος, το πολύ ενός χρόνου. Στο χρόνο αυτό πρέπει να γίνουν οι θεσμικές και διοικητικές αλλαγές που δεν έγιναν στα τρία χρόνια του Μνημονίου. Πολλές από αυτές μπορούν να γίνουν από την παρούσα Βουλή, ενώ άλλες θέλουν συνταγματική αλλαγή. Ο τρόπος διακυβέρνησης ανήκει σε αυτές, αλλά δεν υπάρχει ο χρόνος. Μέχρι να γίνει η Συνταγματική αναθεώρηση, συνεπώς, ο Πρωθυπουργός μπορεί να ασκήσει τώρα το δικαίωμά του και να ορίσει υπουργούς από περισσότερα πρόσωπα εκτός Βουλής, διώχνοντας όσους κωλυσιεργούν εγκληματικά λόγω πολιτικού κόστους ή άλλων υποχρεώσεων. Μετά, να εξηγήσει στο κόμμα του ότι η πρότασή του για τις επόμενες εκλογές, θα είναι για ένα σύστημα στο οποίο θα πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της υποψηφιότητας του Βουλευτή που εκλέγεται μόνο για να νομοθετεί, ή του Υπουργού, αν ο Πρωθυπουργός τους επιλέξει. Στο μεταξύ, η συγκυβέρνηση να ορίσει υπουργούς τύπου Στουρνάρα, που δεν θα διστάσουν να εφαρμόσουν τις διοικητικές και οργανωτικές αλλαγές, που είναι απαραίτητες για να γίνει η προσωρινή σωτηρία μόνιμη ανοδική πορεία της χώρας προς μία βιώσιμη οικονομία και μία ευημερούσα κοινωνία. Αν ο κ. Σαμαράς διστάσει να κάνει αυτόν τον ανασχηματισμό τώρα, το αυριανό νέο σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμμα, που τώρα «δεν έχει όνομα», πρέπει να κατεβεί με αυτό το σύνθημα στις εκλογές.