Ατόπημα εις τριπλούν

Κώστας Μποτόπουλος 15 Ιαν 2023

Τώρα που κατακάθισε κάπως ο κουρνιαχτός, έγινε προφανές ότι η γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την αρμοδιότητα της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) στην «υπόθεση των υποκλοπών» αποτελεί μια κακή στιγμή για τον ίδιο, αλλά και για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα. Δεν «επιλύει» τίποτα, όπως ήταν η φιλοδοξία της, ενώ δημιουργεί σύγχυση και δυσλειτουργίες σε τρία κρίσιμα πεδία.

Η γνωμοδότηση συνιστά καθ’ υπέρβασιν παρεμβολή του ανώτατου δικαιοδοτικού οργάνου σε εκκρεμή υπόθεση. Έτσι καθίσταται διπλά από-νομιμοποιητική: και για τον θεσμό που ενσαρκώνει ο παρεμβαίνων και για το αποτέλεσμα της διερεύνησης της «υπόθεσης των υποκλοπών». Η κάμψη της αρχής ότι ο Εισαγγελέας δεν χρησιμοποιεί επί ζητημάτων που δεν έχουν «κλείσει» ως προς τη δικαστική τους εξέταση τη δυνατότητα που του δίνει το αξίωμα του για έκφραση γνώμης σε «υποθέσεις γενικότερου ενδιαφέροντος», έρχεται στη χειρότερη δυνατή στιγμή και από πλευράς πραγματικών περιστατικών: αποτελεί παρέμβαση σε μια υπόθεση όχι απλώς ανοικτή αλλά και κρίσιμη και πυροδοτεί, πλην της πολιτικής, και νομική ένταση, ενώ θα ήταν χρήσιμη η θεσμική και πολιτική αυτοσυγκράτηση.      

Η γνωμοδότηση πάσχει στη νομική επιχειρηματολογία της. Σπάνια έχουμε συναντήσει τέτοια ομοφωνία της επιστημονικής κοινότητας για ανάλογο ζήτημα: η εν λόγω γνωμοδότηση παραβιάζει τη στηριζόμενη στο Σύνταγμα αρμοδιότητα και λειτουργία μιας ανεξάρτητης Αρχής,  θεωρεί αβάσιμα ότι ο πρόσφατος νόμος 5002/2022 για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών υπερισχύει του «εφαρμοστικού» για την ΑΔΑΕ νόμου 3115/2003 και κάνει «εκτός ύλης» και εν είδει «απειλής» επίκληση ποινικών κυρώσεων για να ωθήσει σε συμμόρφωση με την (εσφαλμένη) ερμηνεία της. Η νομική αδυναμία είναι τόσο προφανής που δεν είναι περίεργο να αναρωτηθεί κανείς για ποιο λόγο δεν την απέφυγε ένας τόσο έμπειρος και συγκροτημένος δικαστικός λειτουργός. Και πάλι, όμως, πέρα από το πρόσωπο, αδυνατίζει ο θεσμός.      

Με τη γνωμοδότηση, πλήττεται, έστω έμμεσα, το κύρος και ενός άλλου ενός βασικού θεσμού της Πολιτείας, των ανεξάρτητων Αρχών. Ενώ, ειδικά με βάση την συγκεκριμένη υπόθεση, κατέστη σαφές πόσο χρήσιμες, για το πολίτευμα και κυρίως για την προστασία δικαιωμάτων των πολιτών, είναι οι ανεξάρτητες Αρχές, όπως η ΑΔΑΕ, και πόσο θα έπρεπε να ενδυναμωθούν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της ανεξαρτησίας τους, αλλά και οι ουσιαστικές τους αρμοδιότητες, στην πρώτη γραμμή των οποίων βρίσκονται οι ελεγκτικές, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου σπέρνει αμφιβολίες ως προς την ίδια τους την ύπαρξη. Γιατί όπως δεν νοείται οι ανεξάρτητες Αρχές να υπακούουν σε κελεύσματα της εκτελεστικής εξουσίας, άλλο τόσο δεν είναι επιτρεπτό να τους υπαγορεύει, μέσω «γνώμης», ένα δικαστικό όργανο τον τρόπο και τα μέσα της δράσης τους.

Σε σχέση με αυτές την πολιτειακές επιπτώσεις, η βασική πολιτική συνέπεια της άστοχης γνωμοδότησης, δηλαδή ότι προσφέρει επιχειρήματα για κομματική εκμετάλλευση της «υπόθεσης των υποκλοπών», μοιάζει δευτερεύουσα. Στην προεκλογική περίοδο στην οποία βρισκόμαστε, μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν είναι.