Η χρονιά που σήμερα κλείνει αφήνει μια στυφή γεύση. Αλλιώς άρχισε –με υποσχέσεις και ελπίδες, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο- κι αλλιώς τελειώνει –μέσα στην αβεβαιότητα και την ανακύκλωση των προβλημάτων. Σπάνια θυμάμαι αρχή και τέλος να απέχουν τόσο πολύ, χρονικά –συνέβησαν τόσα- και ποιοτικά –άλλαξαν τα πάντα.
Στην Ελλάδα το 2014 είχε μπει φορώντας μια ετικέτα, που προς στιγμήν πιστέψαμε ότι θα μπορούσε να βγει αληθινή: «το τέλος του Μνημονίου». Συμβατικά –από την ίδια τη συμφωνία με τους εταίρους-δανειστές- αλλά και δικαιωματικά –λόγω της προόδου, ιδίως στο δημοσιονομικό τομέα- θα μπορούσε να είναι η τελευταία χρονιά τέτοιας και τόσης πίεσης, η αρχή του τέλους για το συγκεκριμένο είδος σχέσης και επιτήρησης. Και πράγματι, μέχρι τα μέσα της χρονιάς, κάπως έτσι πήγαιναν τα πράγματα: εύσημα για την προσαρμογή, νουθεσίες περισσότερο από ό,τι παράπονα για τις μεταρρυθμίσεις, σαφή νεύματα για διακανονισμό του χρέους, που, όλα μαζί, έφεραν επενδύσεις και αλλαγή ψυχολογίας, δηλαδή έβαζαν τα θεμέλια για την αλλαγή σελίδας.
Οι ευρωεκλογές των τελών Μαΐου αποτέλεσαν σημείο καμπής, με την έννοια δυστυχώς της οπισθοχώρησης. Ο συνδυασμός αντιευρωπαϊκού κύματος σε πολλές χώρες, πρώτου επίσημου προσπεράσματος της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, άμεσης αλλαγής κυβέρνησης προς το λαϊκιστικότερον και «απόλυσης» του μόνου αξιωματούχου που οι δανειστές ήθελαν να παραμείνει στη θέση του (του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, λόγω της ανεξαρτησίας της θέσης και λιγότερο λόγω του προσώπου που την κατείχε) άλλαξαν το κλίμα και τη στάση έναντι της χώρας μας. Τα εύσημα μετατράπηκαν σε έμμεσες προειδοποιήσεις (οι «μεταρρυθμίσεις» πέρασαν ξαφνικά μπροστά στην ατζέντα των εταίρων και οι καθυστερήσεις περιγράφονταν με μελανότερα χρώματα από ό,τι στην αρχή του χρόνου), τα περάσματα της τρόικας δυσκόλεψαν (χωρίς η «λύση Παρισιού» να δώσει τη λύση), Αγορές και επενδυτές πάγωσαν. Εδώ το συμβολικό ορόσημο είναι η φθινοπωρινή επίσκεψη του Πρωθυπουργού στη Γερμανία (τη στιγμή ακριβώς που κι εκείνη άρχιζε να γνωρίζει την ύφεση), από τη «γλώσσα του σώματος» της οποίας φάνηκε καθαρά (ακόμα κι αν δεν παραιτούνταν ο Έλληνας πρέσβης) ότι το τέλος του Μνημονίου ήταν πια μόνο στο μυαλό της κυβέρνησης.
Η συνέχεια είναι γνωστή: δυο μεγάλες αναστατώσεις στο Χρηματιστήριο, άνοδος των σπρεντς και των ελληνικών ομολόγων, άκαμπτη στάση κι επιβολή της σκληρής γραμμής του ΔΝΤ, αποκλεισμός της «καθαρής εξόδου», αναβολή της τελικής αξιολόγησης, εσπευσμένη και αναγκαστική παράταση του ισχύοντος πλαισίου, πλήρης αβεβαιότητα για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Ή μάλλον με μια μόνο βεβαιότητα: ότι δεν αλλάζουν και δεν πρόκειται να αλλάξουν οι όροι και οι απαιτήσεις από τους δανειστές. Εδώ βρισκόμαστε σήμερα –στο έμπα της νέας χρονιάς και με προκηρυγμένες, μέσα από ένα απίθανο κοινοβουλευτικό ναυάγιο, εθνικές εκλογές, που θα καθυστερήσουν μοιραία κάθε απάντηση σε όλα τα ανοιχτά ζητήματα.
Σε συνδυασμό με ένα επίσης ρευστό και με μεγάλες διακυμάνσεις διεθνές περιβάλλον –με την ύφεση να εξαπλώνεται, το «πολυπολικό σύστημα» να χάνει ολοένα την πυξίδα του, νέες εστίες γεωπολιτικής έντασης να ξεπηδούν (Αραβικός κόσμος, Κίνα, Ρωσία-Ευρώπη) και το φάσμα των «τεχνολογικών συρράξεων» να γίνεται όλο και πιο απτό- η αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων από δομικά ασθενείς χώρες με ασθενείς κοινωνίες των πολιτών –αυτή είναι η περίπτωση της Ελλάδας- γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Είναι πια σαφές- το έδειξε το 2014- ότι δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στην καλοσύνη των ξένων. Η ευθύνη της κυβέρνησης είναι ότι ενέδωσε στο φόβο της εκλογικής ήττας, επέτρεψε σε αντιμεταρρυθμιστικά στοιχεία να πάρουν το πάνω χέρι και υπερεκτίμησε τα διπλωματικά και διαπραγματευτικά της χαρτιά. Δεν παύει, όμως, και τη χρονιά που πέρασε, να έχει κρατήσει τη χώρα ζωντανή . Είναι το λιγότερο, αλλά και το ρελιστικότερο, που μπορούμε να ευχηθούμε στη διάδοχό της.