Δίπλα από τις δύο τελείες του τίτλου έβαλα την επικεφαλίδα του σπουδαίου έργου του Ντοστογιέβσκη για τα βιώματά του στα ρωσικά κάτεργα του 18ου αιώνα. Κι εδώ θα περιδιαβώ τις μνήμες μου που κρατήθηκαν από το 1980 ως σήμερα και που στο δικό μου μυαλό μετά τα τριάντα χρόνια της ζωής μου, αναμείχθηκαν με κρίσεις για τα χρόνια εκείνα, ας πούμε από το 1980 ως το 1986.
Πέρασα στο ΕΜΠ το 1980, στους Πολιτικούς Μηχανικούς, και πριν καλά- καλά κοπάσει αυτός ο ιδιότυπος ενθουσιασμός τόσο για το Ίδρυμα και τις πάσης φύσεως γραμμές, που το όριζαν – από την χαλασμένη πύλη της Πατησίων ως το παλαιό κλέος ονομαστών καθηγητών ή το καινούργιο για ονόματα ήδη μυθικά, όπως του Θ. Π. Τασίου, του Παύλου Σακελλαρίδη, του Θέμι Ξανθόπουλου, του Θόδωρου Σκουλικίδη και πολλών ακόμα λαμπρών – βρέθηκα να σηκώνω το χέρι μου στην δεύτερη συνέλευση που παρακολουθούσα για την ένταξη των φοιτητών σε μια λανθάνουσα κατάληψη, που ήδη είχαν ξεκινήσει απροσδιόριστου χρώματος φοιτητές με την εξωπανεπιστημιακή συμβολή επωνύμων αριστεριστών, όπως ο Γιώργος Καραμπελιάς. Με τα πολλά και τα λίγα το ΕΜΠ έκλεισε μια και καλή με αφορμή – και – το Πανεπιστημιακό Άσυλο που δεν περιλαμβάνονταν στον υπό διαβούλευση Ν.815 ή Ν. Βαρβιτσιώτη. Ακόμα κι όταν απεσύρθη ο 815, η κατάληψη δεν έληξε παρά τις αντίθετες εισηγήσεις της ΚΝΕ, της Ν. ΠΑΣΟΚ, τμήματος της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και της ΔΑΠ.
Κάποιες στιγμές – κόντευαν Χριστούγεννα και είχε ξεκινήσει από τα τέλη Σεπτεμβρίου – ήταν τρέλα καθώς διέκρινα έναν εμφύλιο χωρίς τέλος. Αναρχικοί και αριστεριστές των Εξαρχείων, με την συμμετοχή των φοιτητών εκπροσώπων τους θέλησαν να μπουκάρουν για να συντηρήσουν την μαρασμένη δίχως σκοπό κατάληψη και έτσι τα μέλη της ΚΝΕ διαφυλάσσοντας τον αύλειο χώρο κλείδωσαν τις πόρτες, εφοδιάστηκαν με μαδέρια ή ξύλα από κατασκευές οικοδομών, μαζί με την συνεπικουρία της ΠΑΣΠ και της συνιστώσας Κύρκου του Εσωτερικού. Σαν τώρα θυμάμαι εσπευσμένα τον Τζουμάκα, τον Παπουτσή, τον μακαρίτη Δραβαλιάρη να λειτουργούν ως καταστολή έναντι εξωτερικού κινδύνου, εξ’ ού και το παρανόμι ΚΝΑΤ για του ΚΝίτες. Πέτρες και σιδερένια αντικείμενα πήγαιναν κι έρχονταν από ΄/ και προς την Στουρνάρη, με την σιωπηλή παρουσία εκτός χώρου της Αστυνομίας. Βλέπετε ακόμα δεν είχε επισημοποιηθεί το Άσυλο, ωστόσο υπήρχε μια οιονεί πολιτική κατευνασμού και προστασίας εκ μέρους της τότε Πολιτείας. Όταν η κατάληψη τελείωσε τα Γραφεία των καθηγητών και πολλά εργαστήρια με παρέπεμπαν στο βομβαρδισμένο Βερολίνο της λήξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το ΕΜΠ χρειάστηκε κανά μήνα να σενιαριστεί υποτυπωδώς από του βανδαλισμούς και την κόπρο του Αυγείου, ενώ η Σύγκλητος ανακοίνωσε αναγκαστικά πως χάνεται το χειμερινό εξάμηνο γεγονός που για πολλούς εσήμαινε απώλεια και του επομένου, δηλαδή ενός ολόκληρου ακαδημαϊκού έτους. Στις καταγραφές που από κοινού έκαναν οι φοιτητικοί σύλλογοι αναφορικά με τα ευρήματα από την 4μηνη κατάληψη βρέθηκαν κυρίως στα εργαστήρια τα εξής – από μακρινής μνήμης: προφυλακτικά, σπρέι πιπεριού, κομμένα τζάμια φονικής χρήσης, μολότοφ στα ερμάρια του διδακτικού προσωπικού όπως και στα συρτάρια των γραφείων των φοιτητικών συλλόγων προφανώς καθώς αμφότερες οι κατηγορίες, παρά την συμμετοχή σε δεύτερο χρόνο στην κατάληψη, εθεωρούντο οι λακέδες του συστήματος, των κομμάτων, οι υποκατάστατοι των ΜΑΤ – ΜΕΑ.
Τα χάπενιγκ είχαν πικρό χιούμορ, να ας πούμε .. θυμάμαι στο κτίριο Γκίνη τον Ζουράρι εκ Γαλλίας φιρμάτο, τον καθ. ΕΜΠ και πιο μετά Πρύτανη Γιώργο Βουδούρη, τον Κώστα Βεργόπουλο και τον τροτσκιστή δικηγόρο Θόδωρο Σταυρόπουλο να ξιφουλκούν τόσον κατά της Μηχανολογίας και της Στατικής όσο και κατά του ιδεολογικού αντιπάλου Γιώργου Καραμπελιά, με την αφωνία του ίδιου του καθ. Βουδούρη, του οποίου επίσης το Γραφείο Θεωρητικής Φυσικής ήταν κακοποιημένο . Ενίοτε στους ομιλητές αθροίζονταν – με πιο ήπιο λόγο – ο Αριστείδης Μπαλτάς, ο Γιάννης Μηλιός κι ο Κώστας Γαβρόγλου, επίσης νεαροί τότε διδάσκοντες με ευνουχισμένους – επίσης – τους χώρους της εργασίας τους . Σαδομαζοχισμός εναλλάξ, κυριολεκτικώς με ανυπόκριτη υποκρισία καθώς υπό Κ.Σ. όλοι τους μια χαρά διακονούσαν τον υπόλοιπο καιρό τους το σύστημα (γενικώς), που κατήγγειλαν.
Μετά έναν με ενάμιση χρόνο, επώνυμος κι εγώ πιά συνδικαλιστής – παρότι ο Τζουμάκας με αποκαλούσε από τότε σοσιαλφιλελεύθερο – βρέθηκα επικεφαλής της ομάδας διαβούλευσης των φοιτητών του ΕΜΠ με την ηγεσία του Υπ. Παιδείας της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ . Εκεί κατάλαβα τι γίνονταν καθώς ο καθ. Μηχανικής Γιώργος Λιάνης, Υφ. Παιδείας για τα ΑΕΙ ήταν σε ανελέητη σύγκρουση με την υπόλοιπη ηγεσία του Υπ. Παιδείας , που πολιτικά ελέγχονταν από το ΕΔΠ με κορυφαίες μορφές τον Δημήτρη Ρόκκο, ΓΓ του Υπουργείου και πιο μετά καθηγητή του ΕΜΠ, τον Γιάννη Πανούση, τον Διονύση Κλάδη και τον Θεσσαλονικιό γιατρό Νίκο Παπακυριαζή . Ο Λιάνης προωθούσε με εντολή του Παπανδρέου έναν λάιτ Ν. Πλαίσιο κοντά στον προηγούμενο μη εφαρμοσθέντα πλέον το Άσυλο – ουσιαστικά ο Ανδρέας και ο Λιάνης από την Αμερική αμφότεροι προσπαθούσαν να μπολιάσουν τις Πανεπιστημιακές τους εμπειρίες στο εδώ, πράγμα εξορισμού αδύνατον – ενώ οι άλλοι αυτό που και φτιάχτηκε εντέλει, τον Ν.1268/82.
Κι έτσι ένα ηλιόλουστο πρωί βρέθηκα να συναποφασίζω στην Συνέλευση του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και πιο μετά στο Πρυτανικό Συμβούλιο. Δεν ήταν χάλια, ένοιωθα άρχοντας με αυτοπεριορισμό – μα δεν ήξερα αν όλοι οι άλλοι συνάδελφοί μου είχαν τον αντίστοιχο – και προσπαθώντας να φτιάξω προτάσεις για μεταπτυχιακά, για εργαστήρια, έφτιαξα έκτοτε μια φιλία με τον καθ. Τάσιο. Ωστόσο οι απαντήσεις του ΕΔΠ συνήθως ακουμπούσαν στην προσδοκία ανόδου τους, που πολλοί είχαν στερηθεί εξαιτίας της αλαζονείας της έδρας και της συναφούς της κληροδοτήσεως ενώ οι συνάδελφοί μου – αρκετοί τέλος πάντων, για να μην αδικώ – το μόνο που ζητούσαν ήταν είτε επαναφορά της τρίτης περιόδου συλλήβδην, είτε ψηφίσματα για τα μονοπώλια της ΕΟΚ, για τα ερευνητικά ζητήματα που οδηγούσαν σε έναν πιο απάνθρωπο καπιταλισμό , κοκ…
Χαίρομαι πάντως που οι περισσότεροι από τους παραπάνω πρόκοψαν περισσότερο από μένα ευθύς με το πέρας των σπουδών τους και τις συνεργασίες τους με το αστικό καθεστώς, όπως ονομάτιζαν την εκάστοτε μεταπολιτευτική διακυβέρνηση.
Ωσότου να τελειώσω μικροκαταλήψεις γινόντουσαν, που αθροίζονταν όμως αποδυναμώνοντας το ιστορικό ΕΜΠ. Φυσικά ήμουνα παρών – απόμαχος ενσυνειδήτως συνδικαλιστής ών – σε δύο γιαουρτώματα σε ώρα διδασκαλίας του καθ. Θ. Π. Τασίου υπό το πρόσχημα του τεκτονισμού του σε μιάν έρευνα – σχεδόν απειλητική – του Κώστα Τσαρούχα, είδα τον αείμνηστο καθ. Βραχομηχανικής Αντ. Λοϊζο να εκλιπαρεί να μην του καταστρέψουν το Εργαστήριο, πάλι για τους ίδιους λόγους με πιο πάνω ή τον καθ. Θ. Λουκάκη της Ναυπηγικής να βρίσκει ανά εβδομάδα το Εργαστήριό του λαμπόγυαλο ..δεν θυμάμαι τους λόγους .
Ο Ν.1268/82 προφανώς δεν έφτιαξε αυτά τα φαινόμενα , όμως η ανεκτικότητα που προοικονομούσε ήταν ανέφικτη καθώς την μαυρίλα της παλιάς Έδρας αντικατέστησε ο πιο correct συντεχνιασμός κατά περίσταση δηλαδή η προσομοίωση του γενικευμένου πελατειακού κοινωνικού status στον πειραματικό σωλήνα των ΑΕΙ .
Φυσικά κάποτε που βρέθηκα στο υπερώον της Αρχιτεκτονικής λίγο πριν την πορεία της 17ης Νοεμβρίου , ομιλητής μαζί με τον Πρύτανη – και οι δύο για λογαριασμό του Πρυτανικού Συμβουλίου – ένοιωθα κάπως, μπροστά στο πλήθος έξω από την πύλη των τανκς. Όμως δεν ήταν παρά μια μνήμη, που πιά βόλευε για τις καθηλώσεις και τις διαστρεβλώσεις εν ονόματι θαρραλέων προσώπων 12 ή 13 χρόνια παρά πίσω. Πιθανόν το Άσυλο να ήταν ο αντιπερισπασμός στις βιαιότητες της Χούντας, πιθανόν δεν μπορούσε την εποχή του γενικευμένου μεταδικτατορικού ριζοσπαστισμού παρά να θεσμοθετηθεί, όμως έμεινε εκεί σαν μαρμαρωμένος βασιλιάς για να φιλοξενεί φυράματα με καινούργιες μολότοφ και βιαιότητες. Από το μαύρο στο άσπρο, όπου έμπαινε και έκανε όπως του καπνίσει ο καθείς από τις γενεακές μεταλλάξεις της πλατείας Εξαρχείων.
Η πολιτική αντίληψη των εκάστοτε κυβερνητικών τα έβλεπε όλα ετούτα τα φθοροποιά, της μνήμης και των νέων εποχών συνάμα, όμως τόσο ο Ν.1268/82 όσο και κυρίως το Άσυλο δεν ήταν παρά το βολικό άλλοθι της φυσιολογικής ωρίμανσης του πολιτικού πεδίου, ήταν η απάντηση σε όσους εγκαλούσαν τις πολιτικές ελίτ για ενσωματώσεις στο Μάαστριχτ και στον επάρατο νεοκαπιταλισμό, ήταν το ίχνος μιας παραμένουσας άκαιρης προοδευτικότητας …κάτι σαν το Τείχος του Βερολίνου στα ΑΕΙ.
Από το 1990 έδειχνε κατά που πάει το πράγμα, όμως έπρεπε να φτάσουμε στο 2007 στην Μ. Γιαννάκου κι αργότερα στην Ά. Διαμαντοπούλου, να μεσολαβήσει μετά ο κόσμος των ζωντανών νεκρών της τελευταίας 5ετίας με τους γηραλέους Α. Μπαλτά, Μάκη Σπαθή, Κ. Γαβρόγλου, που αυτοπροσομοιάστηκαν με τον Ιουλιανό του Βυζαντίου λες και ήσαν το ΕΔΠ του 1980 για να ξαναβρεθούμε – μερικώς για την ώρα – εκεί που κοντεύαμε να φτάσουμε.
Αν στο ΕΜΠ – κι αλλού – υπήρχαν – από το 80 -μολότοφ σε περιορισμένης περιοδικότητας καταλήψεις, ακόμα και κόντρα στους κανονικούς φοιτητικούς συλλόγους τι περίμενε άραγες κάποιος να συναντήσει στην ΑΣΟΕΕ, περί του οποίου σε προϊδέαζε ο περιβάλλων χώρος των πεζοδρομίων της Πατησίων, τα ξελιγωμένα ξεφαντώματα με τα χιλιοπατημένα σαν περιττώματα αποτσίγαρα μπάφων, η ηχορρύπανση έως το πρωί και ο άδηλος σύνδεσμος με τους περιφερόμενους της όμορης πλ. Βικτωρίας;
Η γιάφκα της ΑΥΤΟΑΜΥΝΑΣ ποιοτικά μόνον διέφερε από αυτήν της ΑΣΟΕΕ, ένα σχέδιο ανομίας στο όνομα της ανεκτικής πλήν καθηλωμένης σε στερεότυπα Παιδείας, που πέθαναν το αργότερο το 1990.
Ναι, κατά την γνώμη μου αρχικά η εργαλειοποίηση και αργότερα η καθήλωση – όπως η χώρα με την Χούντα λόγω κομμουνιστικού κινδύνου – του Ασύλου υπήρξαν από ενός σημείου και μετά μία από τις μεγαλύτερες συλλογικές αυταπάτες για τον ορισμό της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας και των εκάστοτε ορίων ανοχής της.