Η Νέα Δημοκρατία, ύστερα από μια ανεξήγητα μακρά περίοδο, την ερχόμενη Κυριακή μάλλον θα αποκτήσει νέο πρόεδρο. Η εκλογή αυτή ενδιαφέρει κατ’ αρχάς όλους τους ενεργούς πολίτες αφού ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ένας από τους πυλώνες του κοινοβουλευτικού συστήματος. Πολύ περισσότερο μάλιστα που το κόμμα αυτό επέδειξε αξιοθαύμαστη αντοχή και παρά την άσκηση μιας «μνημονιακής» πολιτικής, κράτησε ένα υψηλό εκλογικό ποσοστό και προβάλλει, ως η, από τα δεξιά, εναλλακτική λύση στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Επιπλέον η εκλογή νέου προέδρου και η ανάλογη κατεύθυνση της Νέας Δημοκρατίας θα επιδράσουν συνολικά στο κομματικό σύστημα και στην ποιότητα ή μη της πολιτικής διαμάχης. Ενα συντηρητικό κόμμα, το οποίο θα εκφράζει τις αστικές ιδέες και αξίες, όπως τουλάχιστον, με διάφορες αποχρώσεις, ενσαρκώθηκαν στην Ευρώπη, είναι πολλαπλά χρήσιμο για την ελληνική κοινωνία.
Ο οικονομικός και πολιτικός φιλελευθερισμός, το Κράτος Δικαίου, η ελευθερία του ατόμου και άλλες πολλές ιδέες και πρακτικές πρέπει επιτέλους να αποτελέσουν και στην Ελλάδα το οπλοστάσιο του ιστορικού αστικού κόμματος. Αυτό θα ωφελήσει και τους αντιπάλους της Νέας Δημοκρατίας, τη ριζοσπαστική και τη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά, οι οποίοι θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν και να αναβαθμίσουν και το δικό τους ιδεολογικό και αξιακό επίπεδο. Οι δύο τελικοί υποψήφιοι της Νέας Δημοκρατίας, παρόλο που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροδεξιοί, έχουν αρκετές διαφορές στον δημόσιο λόγο τους και στις υποδηλούμενες ιδεολογικές αναφορές. Ο κ. Μεϊμαράκης είναι σαφώς πιο κοντά στην εικόνα της ελληνικής παραδοσιακής Δεξιάς, ενώ ο κ. Μητσοτάκης φαντάζει περισσότερο μεταρρυθμιστής και εκφέρει έναν πιο σύγχρονο αστικό λόγο. Και οι δύο όμως δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου στον τρόπο εξόδου από την τρέχουσα κρίση πέρα από γενικότητες περί μεταρρυθμίσεων.
Ούτε διακρίνουν αυτήν τη στιγμή και, πολύ περισσότερο, ούτε εκφράζουν κάποιες κοινωνικές δυνάμεις που θα σύρουν συνολικά τη χώρα σε μια άλλη παραγωγική κατεύθυνση. Επίσης δεν ασκούν καμιά κριτική στην πολιτική της διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, στην οποία οφείλεται σε έναν μεγάλο βαθμό η διόγκωση του χρέους και η εκδήλωση της κρίσης. Το ίδιο άφωνοι μένουν και για την πληβειακού τύπου δημαγωγική αντιμνημονιακή πολιτική του κ. Σαμαρά την περίοδο 2010-2012. Ετσι όμως δεν είναι δυνατόν να γίνουν πιστευτοί και οι δύο ότι θα επιφέρουν τη ρήξη με τον κρατισμό, τον δεξιόστροφο υπαρκτό λαϊκισμό, τις πελατειακές σχέσεις. Εν πάση περιπτώσει είναι γενικά θετική η εκ νέου τροχιοδρόμηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις ράγες της. Είναι αμφίβολο όμως κατά πόσο απαντά στην αγωνία για την παρούσα κατάσταση της χώρας και της κοινωνίας.