«Ποιο φαγητό ρε φίλε; Νομίζεις ότι έχει κανένας όρεξη για φαγητό;». Ομολογώ ότι ήταν μία απάντηση που δεν περίμενα. Ήταν το πιο κρύο βράδυ στη μεγάλη αίθουσα της Τεχνόπολης. Λίγο η προσπάθεια να σπάσει η αμηχανία, λίγο η δημοσιογραφική περιέργεια, επιστρέφει σαν γροθιά μια απάντηση που σε αφήνει άφωνο και ανατρέπει μερικές ακόμη βεβαιότητες και σταθερές, από εκείνες που έχουν ανατραπεί στη δημόσια συζήτηση τα δύο τελευταία χρόνια. «Για να είμαστε εδώ, κάτι έχουμε κάνει λάθος» μου λέει και πλέον καταλαβαίνεις ότι όσα νόμιζες ότι ξέρεις για την υπόθεση της κρίσης στέγης, είναι σταγόνα στον ωκεανό των συνεχών ανατροπών.
Κάποιοι εθελοντές που συμμετείχαν στις ομάδες street work, αντικρύζουν πράγματα που τους είναι γνωστά: δυσπιστία, από τους άστεγους, για το άδολον της αποστολής, αδυναμία συνεννόησης, οριακές καταστάσεις υγείας, απροθυμία να μετακινηθούν για μη χάσουν την «προνομιακή» τους θέση, εκεί που βγαίνει ο ζεστός αέρας από τους σταθμούς του Μετρό ή τις κεντρικές τράπεζες και τα ξενοδοχεία. Και βεβαίως πολλοί «καινούργιοι». Οι οποίοι κατά κύριο λόγο ντρέπονταν για το που βρίσκονταν, παρά ανησυχούσαν για τις ώρες περισσότερης παγωνιάς που έρχονταν.
«Ας σταματήσει αυτή η ανοησία. Οι άστεγοι δεν είναι ούτε 20 ούτε 40 χιλιάδες. Είναι περίπου 1.500 και αυτούς πρέπει να τους βοηθήσουμε» μου έλεγε μια εθελόντρια, υπενθυμίζοντάς μου τις δύο βασικές έννοιες που δημιουργούν τη σύγχυση: άλλο «roofless», αυτός δηλαδή που στερείται της στοιχειώδους στέγης, άλλο «homeless», εκείνος, δηλαδή, που διαθέτει επισφαλή στέγη. «Στη δεύτερη κατηγορία, ανήκουμε οιωνεί, σχεδόν όλοι» μου είπε χαμογελώντας.
Αυτές τις ημέρες συνέβη κάτι που για την Αθήνα, αποτελεί απρόβλεπτο κέρδος. Εκατοντάδες άνθρωποι, μέρα και νύχτα, χωρισμένοι σε ομάδες, χτένιζαν κάθε δρομάκι, προσπαθώντας να ενημερώσουν με τη δική τους γλώσσα, τη γλώσσα της εμπιστοσύνης, τους άστεγους ότι υπάρχουν καταφύγια ζεστασιάς.
Εθελοντές, απλοί πολίτες, υπάλληλοι του δήμου Αθηναίων, μέλη Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, λειτούργησαν σαν πραγματική ομάδα. Με σπάνιο -για τα εγχώρια δεδομένα- επαγγελματισμό και κυρίως με έναν αυθορμητισμό, που σε άφηνε άφωνο. Απέδειξαν όχι μόνο ότι είναι εφικτό, όντως, κανένας να μη μείνει μόνος απέναντι στις δυσκολίες, αλλά και ότι η κοινωνική ευαισθησία δεν αποτελεί πλέον, μονοπωλιακό πεδίο κανενός. «Γιατί άστεγοι υπάρχουν και μετά τα Χριστούγεννα και θα υπάρχουν και μετά το κρύο» μου είπε η κοπέλα, μπαίνοντας βιαστικά στο βανάκι, που θα έκανε μία ακόμη «περίπολο»…