protagon.gr
Η φράση του τίτλου, εμβληματική πια, αποτυπώνει την νοοτροπία της αναβλητικότητας και υπενθυμίζει τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να έχει. Εν προκειμένω μιλάμε για την ανεύθυνη τακτική της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή (2007-2009), σύμφωνα με την εκ των υστέρων παραδοχή του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργού της (εδώ), τακτική που οδήγησε στον οικονομικό εκτροχιασμό και στην χρεοκοπία.
Εκτοτε η τακτική της αναβλητικότητας περιορίστηκε, τουλάχιστον στην οικονομική πολιτική, καθώς οι κυβερνήσεις δεν είχαν τέτοια περιθώρια. Η τρόικα και τα δάνεια γαρ. Όμως, τους τελευταίους μήνες παρατηρούμε μια τάση για επιστροφή στο «άστο γι’ αργότερα». Και μάλιστα όχι μόνο σε οικονομικά ζητήματα. Το δε ανησυχητικό είναι ότι από τη νοοτροπία αυτή δείχνει να διακατέχεται και η αντιπολίτευση, η οποία θέλει ν’ αφήσει γι’ αργότερα τις λύσεις, αν και γνωρίζει καλά ότι είναι πολύ πιθανό να κληθεί αύριο εκείνη να τις δώσει από χειρότερες θέσεις.
1.Το Μακεδονικό. Είναι η πρώτη φορά από τότε που πρωτοφάνηκε το πρόβλημα (1992) που στην απέναντι πλευρά υπάρχει μια κυβέρνηση αποφασισμένη να συμφωνήσει στη λύση του. Πέραν πάσης αμφιβολίας η κυβέρνηση Ζάεφ έχει κάνει θεμελιώδεις υποχωρήσεις, αδιανόητες μέχρι πρόσφατα. Διότι είναι πολύ επώδυνο για μια κυβέρνηση να ζητάει από τους πολίτες να αποδεχθούν αλλαγή του ονόματος της χώρας και είναι πολύ βασανιστικό να ζητάει από τα αντίπαλα κόμματα να συναινέσουν στην αλλαγή του Συντάγματος. Πόσω μάλλον όταν αυτά επιβάλλονται με απαίτηση γειτονικής χώρας και του διεθνούς παράγοντα.
Η κυβέρνηση Τσίπρα -για την ακρίβεια η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ- εμφανίζεται αποφασισμένη να δώσει τη λύση, παρά τις τυχοδιωκτικές αντιδράσεις του συνεταίρου της Πάνου Καμμένου. Ανεξάρτητα από τις άλλες στοχεύσεις, η επιλογή αυτή είναι θετική. Και είναι από τις λίγες φορές που μια κυβέρνηση δεν λέει «άστο για τους άλλους», αν και γνωρίζει ότι μπορεί η επιλογή αυτή να της κοστίσει είτε την σταθερότητα είτε να έχει απώλειες στις εκλογές.
Το ανησυχητικό είναι ότι το «άστο γι’ αργότερα» προκρίνει η αντιπολίτευση κι ας γνωρίζει ότι μπορεί να σκάσει στα δικά της (κυβερνητικά) χέρια. Είναι κοινό μυστικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι δικοί του εύχονται και ελπίζουν να «τελειώσει τη δουλειά» ο κ. Τσίπρας. Γιατί, αν ο Ζάεφ τα καταφέρει και ο Τσίπρας το αφήσει για την επόμενη Βουλή, ούτε ψύλλος στον κόρφο της επόμενης κυβέρνησης. Δυστυχώς, ο κ. Μητσοτάκης έγινε όμηρος των «μακεδονομάχων». Το περίεργο είναι ότι το ίδιο επέλεξε και το ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα να έχει άλλο ένα (αχρείαστο) εσωτερικό πρόβλημα. Το καλό είναι ότι υπάρχει ένα μικρό κόμμα, το Ποτάμι, που δεν υιοθετεί το «άστο γι’ αργότερα». Ευτυχώς.
2.Το θέμα των συντάξεων. Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει ψηφίσει την περικοπή, αλλά δεν θα την εφαρμόσει από 1-1-2019. Ισχυρίζεται ότι δεν χρειάζεται, αφού τα οικονομικά στοιχεία είναι καλύτερα απ’ όσο αναμενόταν (πλεόνασμα). Βεβαίως, ο πρώτος λόγος είναι εκλογικός. Αν η κυβέρνηση πάει σε εκλογές με κομμένες τις συντάξεις, την περιμένει πανωλεθρία. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σε αντίθεση με το Μακεδονικό, εδώ η ίδια κυβέρνηση υιοθετεί το «άστο γι’ αργότερα».
Όμως, ακριβώς την ίδια τακτική προκρίνει και η αντιπολίτευση. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είχαν επενδύσει πολλές προσδοκίες στη μείωση των συντάξεων, που θα έφερνε τον ΣΥΡΙΖΑ στα πρόθυρα της εκλογικής κατάρρευσης. Όταν είδαν ότι η μείωση δεν θα γίνει, το γύρισαν και διαλαλούν ότι δεν πρέπει να γίνει.
Φυσικά, ο λόγος είναι καθαρά εκλογικός, η ψήφος των συνταξιούχων. Όμως, εδώ έχουμε να κάνουμε με προφανή ανακολουθία. Αν ισχύει ο ισχυρισμός της αντιπολίτευσης ότι η οικονομία που θα παραδώσει ο Τσίπρας βρίσκεται σε μαύρα χάλια, γιατί συναινεί στην ακύρωση του μέτρου της περικοπής των συντάξεων; Είναι κοινό μυστικό ότι ο κ. Μητσοτάκης ευχόταν να υποχρεωθεί η παρούσα κυβέρνηση να κάνει τις μειώσεις, ώστε να μην κληρονομήσει εκείνος το πρόβλημα, αν σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Επίσης, στελέχη της ΝΔ δεν κρύβουν, στις ιδιαίτερες συζητήσεις τους, ότι η περικοπή των συντάξεων «πρέπει να γίνει», αφού «τα νούμερα δεν βγαίνουν» και «οι αγορές μας περιμένουν στη γωνία». Τα ίδια στελέχη, όμως, προσθέτουν: «Πώς το λες αυτό σε δυόμισι εκατομμύρια ανθρώπους;».
Ιδού, λοιπόν, το δεύτερο «άστο γι’ αργότερα». Κυβέρνηση και αντιπολίτευση, επιτέλους, ομονοούν σε κάτι: καμιά περικοπή στις συντάξεις. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα κεφαλαιοποιήσει εκλογικά την ακύρωση του μέτρου. Και θα μεταθέσει το πρόβλημα στην επόμενη. Η ΝΔ έχει τον ίδιο εκλογικό στόχο, όπως και στο Μακεδονικό: να μη χάσει τώρα ψήφους. Κι ας γνωρίζει ότι μπορεί να υποχρεωθεί η ίδια, ως κυβέρνηση, να μειώσει τις συντάξεις αύριο. Για όποιον έχει αμφιβολίες γιατί γίνονται όλα αυτά και που καταλήγουν, έχουμε τρεις υπενθυμίσεις:
- Ο Γιώργος Παπανδρέου υποσχόταν ότι θα εφαρμόσει το προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ (εδώ). Κι ας γνώριζε ότι παραλαμβάνει μια οικονομία στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
- Ο Αντώνης Σαμαράς ήταν «αντιμνημονιακός» ως αρχηγός της αντιπολίτευσης. Αλλά ως Πρωθυπουργός είπε εκείνο το «ουδείς αναμάρτητος» ενώπιον της κυρίας Μέρκελ (εδώ).
- Ο Αλέξης Τσίπρας είπε όσα παλαβά είπε ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, για να φτάσει να ομολογήσει τις αυταπάτες του (εδώ).
Ο επόμενος Πρωθυπουργός, όποιος κι αν είναι, δεν δικαιούται να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε. Γνωρίζει άριστα ότι τα προβλήματα γίνονται δυσκολότερα ή και άλυτα, αν δεν τα λύνεις όταν έχεις μια καλή ευκαιρία. Γι’ αυτό και δεν δικαιούται κανένας να λέει πια «άστα γι’ αργότερα». Είναι εγκληματικό.
Διότι, όπως έγραψε ο αμερικανός συγγραφέας, H. Τζάκσον Μπράουν «όταν έχεις ν’ ανεβείς ένα βουνό, μη νομίζεις ότι θα γίνει μικρότερο αν περιμένεις».