Η Ελλάδα, πρέπει να μάθει από τη Λετονία. Αυτό είναι το μήνυμα του πολύπειρου τεχνοκράτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), κ. Άσμουσεν. Τι συνέβη στη Βαλτική;
Στη Λετονία, το χρέος τετραπλασιάστηκε, αλλά είχε τα περιθώρια αφού το κράτος ξεκινούσε από σχεδόν μηδενικά επίπεδα. Παράλληλα, η ανάπτυξη που τελικά ήρθε, δε σημαίνει τίποτα ούτε για την κατανάλωση, ούτε για τους μισθούς, ούτε τελικά για το ΑΕΠ (που παραμένουν καθηλωμένα σε επίπεδα πριν του 2005). Σε αυτήν την εικόνα πρέπει επίσης να προστεθεί η μαζική μετανάστευση. Στην Ελλάδα, το μισθολογικό κόστος έχει φτάσει σε επίπεδα 2001, ενώ η κατανάλωση μειώνεται διαρκώς με ρυθμούς ρεκόρ. Στο μεταξύ, η Ελλάδα επίσης σωρεύει χρέος, η ύφεση βαθαίνει, το «μισθολογικό κόστος» μειώνεται, η ανεργία και η μετανάστευση αυξάνονται. Μπορεί κανείς να πει ότι μάθαμε τα πάντα από τη Βαλτική, ή, τουλάχιστον, ότι είχαμε να μάθουμε.
Ίσως τώρα θα έπρεπε να μάθουμε κάτι από τη Σκανδιναβία, όπως ονομάζεται το τμήμα της Βαλτικής που ζει στην ευμάρεια του ΑΑΑ. Η Σουηδία σήμερα είναι η μόνη χώρα με συγκρίσιμο ή και μικρότερο κόστος δανεισμού από τη Γερμανία. Και όμως, από το 1990 έως το 1993, το ΑΕΠ της Σουηδίας μειώθηκε κατά 6%, η ανεργία πήγε από το 3% στο 12% και το έλλειμμα στο 12%. Επίσης, το τραπεζικό σύστημα κατέγραφε απώλειες ίσες με το 12% του ΑΕΠ. Έως το 1992, οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας ήταν de facto χρεοκοπημένες. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα (βλ. Ελλάδα), αλλά σε κάθε περίπτωση δεν ήταν ρόδινα.
Η απάντηση στην κρίση δεν ήταν γρήγορη. Η κυβέρνηση του συντηρητικού Καρλ Μπιλτ, ήθελε μείωση του κράτους και μεταρρυθμίσεις. Όμως, το τραπεζικό σύστημα κρατικοποιήθηκε και η ιδιωτικοποίησή του αργότερα, απέφερε κέρδη. Τότε όμως η Σουηδία έκανε ένα σημαντικό βήμα, σπάζοντας ένα ταμπού: εγκατέλειψε την πολιτική σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που ακολουθούσε – με νύχια και με δόντια – από τη δεκαετία του 1930 και προχώρησε σε ελεγχόμενη υποτίμηση, εγκαταλείποντας το 1992 τον ευρωπαϊκό μηχανισμό ισοτιμιών. Το επιτόκιο έγινε αρνητικό. Όποια τράπεζα «πάρκαρε» το κεφάλαιό της στην Κεντρική Τράπεζα, έπρεπε να πληρώνει «πρόστιμο» ύψους 0,25%. Το χρήμα τότε κυκλοφορούσε. Στο μεταξύ, δεν είχαμε πολιτική δραστικών περικοπών.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι το έλλειμμα ανήλθε το 1994 στο 15% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος στο 80%. Πού ξοδεύτηκαν αυτά τα χρήματα; Ορισμένα πήγαν στην κατασκευή δρόμων. Ορισμένα «χάθηκαν» από το δημόσιο κορβανά με στοχευμένες φοροαπαλλαγές, όπως τη δραστική μείωση του ΦΠΑ. Με μειωμένο το κόστος των δόσεων για τα στεγαστικά δάνεια, ακόμα περισσότερο χρήμα απελευθερώθηκε. Και το δημόσιο χρήμα εξακολούθησε να ρέει στην αγορά, υπό τη μορφή κοινωνικών παροχών: επιδόματα ανεργίας, αλλά κυρίως προγράμματα ενεργητικής απασχόλησης, που κάποια στιγμή αφορούσαν το 5% του εργατικού δυναμικού. Ο πληθωρισμός βέβαια έφτασε σε διψήφια νούμερα. Όμως, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η οικονομία ανέκαμψε.
Οι εξελίξεις φυσικά δεν ήταν μονοσήμαντες. Το τέλος του σουηδικού κοινωνικού μοντέλου ήρθε ακριβώς εκείνη την περίοδο. Όμως, σε κάθε περίπτωση, η ανάκαμψη βασίστηκε στην ακριβώς αντίθετη συνταγή από αυτή που ακολουθούμε σήμερα. Όταν η οικονομία σταθεροποιήθηκε στη Σουηδία, ο μακροπρόθεσμος στόχος έγινε 2% πληθωρισμός και 1% πλεόνασμα το χρόνο. Παράλληλα, τόσο οι καταναλωτές, όσο και το τραπεζικό σύστημα, είχαν μάθει να προστατεύονται έναντι των κινδύνων της αγοράς ακινήτων και απέφευγαν υπερβολικά ρίσκα. Με άλλα λόγια, το σύστημα προετοιμαζόταν για την επόμενη κρίση. Που ήρθε.
Η λογική που ακολούθησε η Σουηδία τότε, δεν έχει καμία σχέση με τη λογική που προκρίνει σήμερα η ίδια χώρα για την ευρωπαϊκή περιφέρεια, από τη Βαλτική έως τη Μεσόγειο. Φυσικά, σήμερα δε μπορεί να υπάρξει επεκτατική πολιτική σε ένα κράτος. Έχουμε οικονομική και νομισματική ένωση, αν και η Σουηδία δεν έγινε ποτέ μέλος της ευρωζώνης. Το πρόβλημα όμως είναι το εξής: όσο ο ευρωπαϊκός βορράς αρνείται να μάθει από τις δικές του εμπειρίες ανάκαμψης, δε μπορεί να δώσει στο νότο πετυχημένες «συνταγές». Το πρόβλημα με τα μαθήματα του κ. Άσμουσεν είναι ότι δεν έχουν δοκιμαστεί επιτυχώς πουθενά, ούτε στη Γερμανία, ούτε στη Σουηδία. Κανείς λοιπόν δεν ξέρει από πού εκπορεύεται η τεχνοκρατική πεποίθηση του κ. Άσμουσεν, ότι η λιτότητα-σοκ, μακροπρόθεσμα οδηγεί σε ανάκαμψη. Σίγουρα δεν πρόκειται για εμπειρικό δεδομένο. Αντίθετα, τα εμπειρικά δεδομένα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ΕΚΤ είναι αυτή που πρέπει σήμερα να ακολουθήσει μια «θεραπεία σοκ».