Άσμα δημώδες περί Ινστιτούτου Τσίπρα

Τέλης Σαμαντάς 22 Ιουν 2024

Μην είν’ αχός, μην είν’ βροντή, μην είναι καταιγίδα;

Ουδέ ν’ αχός, ουδέ ν’ βροντή, ούδ’ είναι καταιγίδα.

Ο Αλέξης πήρε τ’ άλογο και στο βουνό ανεβαίνει.

Κι εκεί ψηλά, στην κορυφή, καινούργιο φκιάνει στέκι.

Στέκι γερό, στέκι τρανό, με χόρτο και με λάσπη.

Τη λάσπη την κουβάλησε απ’ τα παλιά λημέρια,

Τα χόρτα του τα δώνουνε κάποιοι καπεταναίοι,

Που πιο παλιά τους χώριζε βαθύσκιωτο ποτάμι.

Και βρέθηκαν όλοι μαζί, κι όλοι μαζί τα λένε.

Κι ο Αλέξης εξεκίνησε, κι ο Αλέξης αρχινάει:

«Δεν είμ’ ο Τσίπρας, ο παλιός, ο Τσίπρας ο Τρομάρας,

Μον’ είμαι ένας καινούργιος νιός, με ρούχα αλλαγμένα.

Ξεχάστε τα “πεθάνετε να ζήσουν οι δικοί μας”.

Ξεχάστε βόλια ύπουλα, ξεχάστε τους ζουρνάδες.

Ξεχάστε τα τσιπρόπουλα π’ ολημερίς εβρίζαν.

Σβήσ’ τα τεφτέρια τα παλιά, τους “γερμανοτσολιάδες”.

Κάψ’ τε και ρίχτε στη φωτιά και κάτι ψιλολολόγια.

Κάτι εκατομμύρια που πήγανε στο βρόντο,

Και τότε π’ αγκαλιάστηκα με κάποιονα Καμμένο».

Μ΄ αυτά τα λόγια μίλησε, μ’ αυτά τα λόγια κρένει.

Κι αυτούνοι τον ακούγανε, κι αυτούνοι τον ρωτάνε:

«Πού θες βρε Τσίπρα να μας πας, πού θέλεις ν’ αποστάσεις;»

«Πα’ στο βουνό, πα’ στην κορφή καινούργιο φκιάνω κάστρο,

Να αγναντεύω από ψηλά, να μη με πιάνει βόλι.

Ίδρυμα θέλω να χτιστεί, μα Ινστιτούτο θα ‘ναι.

Γιατί πολλούς που τούς 'φκιαξα τώρα γυρνούν την πλάτη

Κι άλλοι γυρνάν αριστερά κι άλλοι το βλάκα κάνουν.

Με πρώτον και καλύτερον κάποιονα Κασσελάκη.

Πού ‘χει βαλθεί με το στανιό το βιός μου να μου φάει».

Κι αυτούνοι τον κοιτάξανε, κι αυτούνοι τον τηράνε.

Κουνήσαν τα κεφάλια τους κι ούτε μιλιά δε βγάλαν.

Μόν’ Ολαντρέου μίλησε, μόν’ Ολαντρέου κρένει:

«Για πες βρε Σουλτς, που πας καλά εκεί στη Γερμανία,

Κι εσύ βρε Ζάεφ πoύ ‘μεινες, μονάχος σου στις Πρέσπες.

Κι εσύ Γιωργάκη μου καλέ, Γιωργάκη μου Μεγάλε,

Π’ όλο παλεύεις γι αρχηγός κι όλο στην άκρη είσαι.

Κι εσύ βρε Βούτσεβιτς σκληρέ, του Πούτιν παλληκάρι,

Κι εσείς ωρέ, καλά παιδιά, καλοί καπεταναίοι,

Αν Ινστιτούτα χτίζουμε πα’ στα κορακοχώρια

Μπας και βρεθούμε μοναχοί, κουβέντες για να λέμε;»

Κι αυτοί ξανακοιτάγουνταν και ξύναν το κεφάλι

…………………….

(Δημώδες -της τάβλας)