Τα στοιχεία, που παρουσιάζονται τα τελευταία χρόνια από τις ετήσιες εκθέσεις του ΟΟΣΑ για την Παιδεία, αλλά και αυτά που παρουσίασε το ΔΙΚΤΥΟ για την Μεταρρύθμιση για το Ασφαλιστικό, συγκρινόμενα θα έπρεπε να έχουν ήδη θορυβήσει την κυβέρνηση.
Προχθές, ο ΟΟΣΑ παρουσίασε (δες ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11/2/2016) μια ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων στους διαγωνισμούς PISA για το χρονικό διάστημα 2003-2012. Ο διαγωνισμός PISA διενεργείται κάθε τρία χρόνια και σε αυτόν μετέχουν 15χρονοι μαθητές από τις χώρες του ΟΟΣΑ και άλλες συμβεβλημένες χώρες, εξεταζόμενοι στα Μαθηματικά, στην Κατανόηση Κειμένου και στις Φυσικές Επιστήμες. Η Ελλάδα βρέθηκε στην τρίτη και τελευταία ομάδα χωρών, με μέση επίδοση χαμηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Μεταξύ 65 χωρών, στην Κατανόηση Κειμένου η Ελλάδα ήταν στην 39η θέση και στη 41η θέση στα Μαθηματικά και στις Φυσικές Επιστήμες. Οι μοναδικές χώρες της ΕΕ με χειρότερη επίδοση είναι η Κύπρος, η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μας διαθέτει σήμερα το 2,8% του ΑΕΠ για όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, ενώ το ποσοστό αυτό ήταν στο 3,9% το 2010. Χώρες, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία, διαπιστώνοντας τη δεκαετία του ’90 τα προβλήματα που επέρχονται στην οικονομία τους, αύξησαν για αρκετά χρόνια σε διψήφια ποσοστά επί του ΑΕΠ τις δαπάνες για την παιδεία. Υλοποίησαν δε μεγάλες μεταρρυθμίσεις, παρόμοιες με αυτές που θεσμοθετήθηκαν και μελετήθηκαν στο χρονικό διάστημα 2009-2012 (μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου), με τα γνωστά θετικά αποτελέσματα, αλλά και την μεθοδευμένη προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για αποκοπή από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Αντιστοίχως, σύμφωνα με τα στοιχεία, που παρουσιάστηκαν στην Ημερίδα για το Ασφαλιστικό, που διοργάνωσε το ΔΙΚΤΥΟ για την Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη στις 18/1/2016 και τα οποία αναφέρονται στην χθεσινή επιστολή της προέδρου του προς όλα τα κόμματα της Βουλής, η ετήσια δαπάνη για το ασφαλιστικό ανέρχεται στο 16,2% του ΑΕΠ (29,16 δις ευρώ), ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ ανέρχεται σε 10,5%. Εξ αυτών, στην Ελλάδα το 14,5% δίδεται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ενώ στην ΕΕ μόνον το 6,9%.
Συγχρόνως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συνεχίζει να τονίζει ότι η πολιτική της έχει ως κύριο στόχο την ανακούφιση των αδυνάμων, την μη μείωση των κύριων συντάξεων, την πρόσθετη επιβάρυνση των εργαζομένων και των επιχειρηματιών και την κατάργηση όλων των μεταρρυθμίσεων, που έγιναν στην Παιδεία. Βλέπουν ότι το σύστημα κατακρημνίζεται καθημερινά, διαπιστώνουν ότι οι νέοι μας ακολουθούν φθίνουσα καμπύλη στο μαθησιακό επίπεδο, οι ανεργία αυξάνεται, η φυγή των νέων με τα περισσότερα εφόδια ακολουθεί μία αύξουσα καμπύλη και το ΑΕΠ μειώνεται μαζί με τον γηγενή πληθυσμό.
Η πολιτική της κυβέρνησης, όμως, ακολουθεί μία αύξουσα καμπύλη στο θέμα της συγκρότησης ενός αυταρχικού και κομματικού Κράτους (χιλιάδες προσλήψεων συγγενών και κομματικών φίλων), στην παραβίαση του Συντάγματος (δεκάδες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και χθεσινή νομοθεσία για τους τηλεοπτικούς σταθμούς), στην περιθωριοποίηση της Δικαιοσύνης (αγνοήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ για Σκουριές) και των Ανεξάρτητων Αρχών και στην απομάκρυνση της χώρας από τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς.
Χθες βράδυ, κατά τη διάρκεια της ομιλίας στη Βουλή, ο κ. Τσίπρας, προσπαθώντας να αιτιολογήσει την αντισυνταγματική τροπολογία, που έφερε ξαφνικά στη Βουλή και σε άσχετο νομοσχέδιο (Κύρωση συμφωνίας Ελλάδας και Λευκορωσίας), μας είπε ότι, βάσει του άρθρου15, παρ. 2 του Συντάγματος, «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους». Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση θα αποφασίσει να δώσει τις 4 άδειες. Παρέλειψε, όμως, να μας πει ότι στο ίδιο άρθρο, η παράγραφος 2 συνεχίζει ως ακολούθως: «Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει». Ο λόγος δε για τον οποίο τα κόμματα ΝΔ, ΔΗΜ. ΣΥΜΠ. και Ποτάμι δεν δέχθηκαν την συγκρότηση του ΕΣΡ, πριν η κυβέρνηση επαναφέρει τις αρμοδιότητες που είχε και τις οποίες ανέθεσε στον υπουργό της Ν. Παππά, όπως ειπώθηκε χθες στη Βουλή.
Όλα τα ανωτέρω αναφερθέντα, συνδυαζόμενα με την κατάργηση νόμων με ΠΝΠ, την αναγόρευση σε «εχθρούς της πατρίδας και του έθνους» κάθε ενός που δεν συμφωνεί με τον Ηγεμόνα, και την έμμεση εκδίωξη κάθε επενδυτή, που επιθυμεί να επενδύσει κεφάλαια και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, οδηγούν με βεβαιότητα πλέον στο συμπέρασμα ότι στόχος τους ήταν και είναι η εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος. Αν ο Marcel Gauchet συγγράψει και 4ο τόμο στο ήδη τρίτομο έργο του «Η άνοδος της Δημοκρατίας» ή να εμπλουτίσει τον 3ο (Η Δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών), θα συμπεριλάβει και την προσπάθεια επιβολής του ολοκληρωτισμού, που στοχεύουν να εγκαθιδρύσουν ο κ. Τσίπρας και οι σύντροφοί του.
Και τώρα τι κάνουμε; Είναι πλέον σαφές ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν στοχεύει στην μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, έτσι ώστε να εξασφαλίσει τις συντάξεις και για τις επόμενες γενιές, ενώ αγνοεί επιδεικτικά τη σχέση της Παιδείας με την ανάπτυξη (δείτε και Eκπαίδευση και ανάπτυξη), την προσέλκυση επενδύσεων για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, τη διασφάλιση πόρων για τα ασφαλιστικά ταμεία (όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό) και τη δραστική μείωση της φορολογίας για να δώσει ευκαιρίες νέων επενδύσεων. Υπάρχει δυνατότητα αντίδρασης σε όλα αυτά; Προς το παρόν, επείγει η ενδυνάμωση του δεύτερου πόλου, δηλαδή αυτού της Σοσιαλδημοκρατίας και του Μεταρρυθμιστικού Κέντρου. Ο έτερος πόλος είναι η Κεντροδεξιά, της οποίας ηγείται ήδη ένας νέος και μεταρρυθμιστής πολιτικός. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί έναν εσμό ανθρώπων, που έχουν ως στόχους τους ανωτέρω περιγραφέντες και ο μόνος κρίκος που τους ενώνει είναι η κατασπάραξη του Κράτους και το βόλεμα των «ημετέρων συντρόφων». Ο αντιευρωπαϊσμός και η προσήλωση στον κρατισμό τους χαρακτηρίζει απολύτως. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει τρόπος στήριξης από την παρούσα Βουλή κυβέρνησης, που θα πράξει τα δέοντα, προκειμένου να βγει η χώρα από το τούνελ της συμφοράς και να ακολουθήσει το δρόμο της πολιτισμικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάταξης.