Η κρατική επιχορήγηση των συντάξεων την περίοδο 2000-2014 ανήλθε γύρω στα 200 δις ευρώ δηλαδή αντιπροσώπευε το 70% περίπου του δημόσιου χρέους της χώρας μας. Οι προβλέψεις επίσης στο άμεσο μέλλον όσον αφορά τις συντάξεις θα αγγίξουν το 25% του ΑΕΠ, που σημαίνει ότι θα είναι διπλάσιες σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη, ήταν ξεκάθαρη από το 1998 η έκθεση Σπράου για τη δυσκολία βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος όπως και οι προτάσεις Γιαννίτση από το 2001, πάνω στις οποίες « τζόγαρε » με θρασύτητα και υψηλό αίσθημα εθνικής ανευθυνότητας όλο το μεταπολιτευτικό, θεσμικό σύστημα της αντιπολίτευσης από τα κόμματα της αντιπολίτευσης μέχρι τα συνδικάτα, τα επαγγελματικά σωματεία και τους κοινωνικούς φορείς.
Η πολιτική αδυναμία υλοποίησης-εφαρμογής συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών προτάσεων που θα οδηγούσαν σε αναζωογόνηση του ασφαλιστικού συστήματος για να σωθούν οι επόμενες γενιές συνταξιούχων καλλιέργησε κλίμα πολιτικής απόγνωσης και μεμψιμοιρίας με πολιτικά « κλαψουρίσματα » και δήθεν ανησυχίες για την πατρίδα.
Επειδή όμως ο βαθύτερος Στρατηγικός Στόχος τον Ηγέτιδων Πολιτικών τάξεων της χώρας ήταν να μη θιγούν τα συμφέροντα συντεχνιακών αιτημάτων και να μην αποδομηθεί το πελατειακό κράτος , οι Πολιτικοί μας και συγκεκριμένοι Υπουργοί- ιστορικές προσωπικότητες απρόσκοπτα συνέχιζαν να δίνουν συντάξεις στα 32 χρόνια ηλικίας με 15 χρόνια εργασίας και υπέρογκα εφάπαξ σε προνομιακές ομάδες πληθυσμού.
Όλα αυτά βεβαίως σε συνδυασμό και με την άλυτη εξίσωση σήμερα των 3 εκατομμυρίων περίπου απασχολουμένων που θα πρέπει να « τρέφουν » τα 7 εκατ. μη απασχολούμενου πληθυσμού ,με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν σε βαθμιαία κατάρρευση του Ασφαλιστικού συστήματος.
Πέρα απ όλα αυτά ήρθε τελευταία να προστεθεί και η συμπεριφορά των κοινωνικών εταίρων που έσπευσαν να συμφωνήσουν με την κυβέρνηση στην αύξηση των εργοδοτικών εισφορών με το σκεπτικό της επιτυχούς ολοκλήρωσης της αξιολόγησης που θα άνοιγε την πόρτα των ομολόγων στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και χρήματος αλλά και στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του Ντράγκι και στην εν γένει ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών στην ελληνική οικονομία.
Με αυτό το σκεπτικό η Κυβέρνηση θα μπορούσε να διαπραγματευθεί την απομείωση του ελληνικού χρέους και τα hedge funds θα εξασφάλιζαν πιθανή άνοδο των τιμών των μετοχών.
Όλα αυτά τα σενάρια αν εξελίσσονταν ομαλά, θα είμασταν πραγματικά όλοι ευτυχισμένοι.
Στην Πολιτική ωστόσο και στην οικονομία σπάνια υπάρχει γραμμικότητα συμβάντων καθώς είναι βέβαιο ότι με ετήσιες υποχρεώσεις τοκοχρεολυσίων γύρω στα 10 δις ετησίως για τα επόμενα 5 χρόνια και πιθανές αναβολές των αξιολογήσεων, ενώ αντίθετα οι χρόνοι πληρωμής των οφειλών είναι αυστηρά προσδιορισμένοι, θα προκύψει νέο δημοσιονομικό κενό γύρω στα 2δις και είναι πιθανό να έχουμε επίσης νέο μεσοπρόθεσμο 2017-2018 που σημαίνει μέτρα της τάξης των 2-3 δις επιπλέον.
Ενώ λοιπόν ο κίνδυνος να μας προλάβουν οι εξελίξεις είναι ορατός , θα εισπράξουμε το αποτέλεσμα της αύξησης των εισφορών, καθώς η προτεραιότητα της αξιολόγησης είναι έωλη , που θα είναι εν τέλει οδυνηρό καθώς θα οδηγήσει σε βαθύτερη ύφεση την οικονομία, θα εγκλωβίσει περισσότερο την επιχειρηματικότητα και θα «γεννήσει» νέες απώλειες θέσεων εργασίας.