Ομιλία στο 2ο Συνέδριο Επαγγελματικής Ασφάλισης (Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021) που διοργάνωσε η Ελληνική ΄Ενωση Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης στις 11 Φεβρουαρίου 2021.
1. Τρεις εισαγωγικές επισημάνσεις:
Πρώτον, η συζήτηση αυτή συνδέεται με ένα πολύ ευρύτερο ερώτημα: σε ποιο βαθμό θέλουμε να επιβαρύνουμε τις νεότερες γενεές, μετατοπίζοντας συνεχώς το κόστος της ευημερίας μας ή των λαθών μας σε αυτές και στο μέλλον; Π.χ. το βάρος για το ασφαλιστικό, το χρέος, την κλιματική αλλαγή, την ανεργία. Ποια είναι τα όρια μιας τέτοιας μετακύλισης;
Δεύτερον, η συζήτηση για τη μερική κεφαλαιοποίηση των συντάξεων δεν μπορεί να γίνει παραγνωρίζοντας τον βαθύτατο προβληματικό χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος. Να θυμίσω τρεις εξελίξεις στην περίοδο 2000-2018:
- οι συνολικές δαπάνες για συντάξεις αυξήθηκαν από 17,5 δισεκ ευρώ σε 35 δισεκ ευρώ ή από 12,7% σε 18,7% του ΑΕΠ,
- οι φόροι από τους οποίους το Δημόσιο χρηματοδοτεί τις συντάξεις αυξήθηκαν από 6,4 δισεκ. ευρώ σε 17 δισεκ ευρώ, και
- η σχέση συνολικών συντάξεων προς συνολικούς μισθούς αυξήθηκε από 41% σε 71%.
Τρίτον, αντίθετα με τη γενική εντύπωση, οι αρνητικές επιδράσεις του ασφαλιστικού μιας χώρας δεν προκύπτουν μόνο όταν υπάρχουν ελλείμματα, αλλά και από το βάρος του στην οικονομία, ανεξάρτητα από τα ελλείμματα. Σήμερα, η Ελλάδα, μετά την Ιταλία, έχει το μεγαλύτερο βάρος ασφαλιστικών δαπανών στο ΑΕΠ σε όλη την Ευρώπη. Και οι δύο οικονομίες δεν ανθούν.
2. Τέσσερις παράγοντες για τη μερική εισαγωγή της κεφαλαιοποίησης
Θα αναφερθώ σε τέσσερις παράγοντες που κάνουν σκόπιμη την εισαγωγή ενός συστήματος κεφαλαιοποίησης για ένα τμήμα του ασφαλιστικού συστήματος:
- Τη διαγενεακή δικαιοσύνη με δεδομένη την καλπάζουσα γήρανση,
- την εμπέδωση εμπιστοσύνης,
- την καταπολέμηση της de facto ιδιωτικοποίησης του συστήματος ασφάλισης για αυξανόμενο αριθμό ασφαλισμένων, και
- τη μείωση της επιβάρυνσης των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων για τη χρηματοδότηση των σημερινών ελλειμμάτων.
α) Διαγενεακή δικαιοσύνη και επιταχυνόμενη γήρανση. Όταν κάθε νεότερη γενεά είναι αριθμητικά μικρότερη από την προηγούμενη, όπως στην Ελλάδα, είναι μαθηματικά βέβαιο, ότι θα έχει συνταξιοδοτικό όφελος χαμηλότερο από το ποσό που θα έχει πληρώσει για τις συντάξεις της προηγούμενης γενεάς. Μια τέτοια σχέση δεν σημαίνει αλληλεγγύη γενεών, αλλά αναπαραγωγή μιας διευρυμένης αδικίας. Γιατί κάθε νέα γενεά πρέπει να υφίσταται μια όλο και μεγαλύτερη μείωση του εισοδήματός της, αντί ένα τμήμα των συντάξεων αυτών να χρηματοδοτηθεί από την αποταμίευση αυτών που θα τις αποκτήσουν;
β) Εμπιστοσύνη. Με κλονισμένη την εμπιστοσύνη στο ασφαλιστικό σύστημα, η μετάβαση σε νέα σχήματα ασφάλισης χρειάζεται να εμπνέει μακροχρόνια τη βεβαιότητα, ότι οι νέοι κανόνες λειτουργίας θα είναι διαφανείς, αποτελεσματικοί και ανεπηρέαστοι. Η κεφαλαιοποίηση ενός τμήματος της κοινωνικής ασφάλισης μπορεί να ενισχύσει την εμπιστοσύνη, εφ? όσον:
- Αποθαρρύνει την εισφοροδιαφυγή και διασφαλίσει ότι οι ίδιοι που καταβάλουν εισφορές θα είναι και οι ωφελούμενοι της αποταμίευσής τους και όχι άλλοι.
- Προστατεύει το ασφαλιστικό σύστημα από αναποτελεσματικές, άδικες ή καταχρηστικές κρατικές παρεμβάσεις, όπως αυτές που οδήγησαν στην κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος.
Υπάρχει, βέβαια, ο κίνδυνος από τις παγκόσμιες ή εθνικές διακυμάνσεις των χρηματοοικονομικών συστημάτων. Είναι ίσως το πιο σοβαρό ζήτημα που σχετίζεται με την κεφαλαιοποίηση. Όμως, μεγάλες χρηματοοικονομικές κρίσεις δεν αγγίζουν μόνο το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Πλήττουν και την πραγματική οικονομία, κάνοντας αναγκαίες ευρύτερες προσαρμογές των εισοδημάτων προς τα κάτω, αδιάφορα από το ασφαλιστικό σύστημα.
Δεν είναι τυχαίο, ότι τα δέκα καλύτερα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης στον κόσμο, με κριτήρια τη διατηρησιμότητα, την καταλληλότητα για τους ασφαλισμένους, και την ακεραιότητα, είναι συστήματα τα οποία συνέδεσαν με επιτυχία το διανεμητικό με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Η επιτυχία τους όμως δεν σχετίζεται μόνο με θεσμικές επιλογές, αλλά, κυρίως, με τη συνολικότερη κουλτούρα, αλληλεγγύη, ακεραιότητα, κοινωνική προνοητικότητα και αποτελεσματικότητα λειτουργίας τους σε ευρύτατο πεδίο σχέσεων.
γ) Έμμεση ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης. Η σημερινή υπερβολική επιβάρυνση του κόστους εργασίας λόγω των αυξημένων εισφορών και φόρων και των συνεχών περικοπών στις κρατικές κοινωνικές παροχές, οδηγεί όλο και περισσότερους εργαζόμενους προς την αδήλωτη εργασία και την παραοικονομία. Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση κινούνται και οι 750 χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες, δηλαδή ένας τεράστιος αριθμός.
Στην ουσία, το σημερινό δημόσιο διανεμητικό σύστημα οδηγεί σε μια ιδιότυπη ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης. Ωθεί έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό εργαζόμενων στην άρνηση να συμμετέχουν σε ένα σύστημα που δεν τους εγγυάται την ανταποδοτικότητα. Έτσι, είτε παραμένουν ανασφάλιστοι, είτε, αν μπορούν, προσφεύγουν σε ιδιωτική ασφάλιση, είτε μεταναστεύουν, ώστε να ξεφύγουν από τις χαμηλές αμοιβές, τις δυσβάστακτες εισφορές και φόρους και την αναπτυξιακή καθίζηση. Η τάση αυτή πλήττει ευθέως το ασφαλιστικό σύστημα και τον προϋπολογισμό, αλλά και την ανάπτυξη, η οποία αντί να στηρίζεται σε οργανωμένες και διεθνώς ανταγωνιστικές μορφές παραγωγής, συρρικνώνεται σε ένα πλήθος μη βιώσιμων παραγωγικών μονάδων. Όλες αυτές οι επιπτώσεις δεν είναι υποθετικές. Τις ζούμε σήμερα, και βλέπουμε τον κίνδυνο ενός νέου αφανισμού σημαντικού αριθμού ευάλωτων επιχειρήσεων.
Με άλλα λόγια, οι τάσεις αυτές, χωρίς να δημιουργούν εμφανείς συνθήκες σύγκρουσης γενεών ή άλλες εντάσεις, υπονομεύουν «από τα κάτω» και αφανώς την ομαλή λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος, της οικονομίας και της κοινωνίας συνολικότερα.
δ) Η κρατική χρηματοδότηση των τεράστιων ελλειμμάτων του σημερινού συστήματος επιβαρύνει ιδιαίτερα τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα. Μέχρι το 2010 περίπου το Κράτος χρηματοδότησε τα ελλείμματα του ασφαλιστικού μέσω εξωτερικού δανεισμού, με αποτέλεσμα μια πρωτόγνωρη οικονομική κρίση και κατάρρευση εισοδημάτων και απασχόλησης. Από το 2010 και μετά, όταν ο εξωτερικός δανεισμός σταμάτησε, η κρατική χρηματοδότηση των ακόμα μεγαλύτερων ελλειμμάτων έγινε με αύξηση των φόρων στα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, μείωση δημόσιων επενδύσεων, κοινωνικών δαπανών για τους άνεργους, την υγεία και την εκπαίδευση και την άμυνα. Και στις δύο περιπτώσεις το κόστος του ασφαλιστικού ήταν κοινωνικά ασύμμετρο.
3. Το κεντρικό ερώτημα
Τελικά, η αναξιοπιστία και οι κίνδυνοι που έχει το σημερινό σύστημα, κάνουν σκόπιμη την επιλογή, να έχουν οι ασφαλισμένοι δικαίωμα να χειριστούν ένα τμήμα της συνταξιοδοτικής τους διασφάλισης, μέσα σε ένα στέρεο θεσμικό πλαίσιο. Μια τέτοια επιλογή ξεπερνάει το ασφαλιστικό. Σχετίζεται με το ερώτημα πού πάει η χώρα με τα σημερινά δεδομένα και με το ασφαλιστικό στη σημερινή κατάσταση; Πώς μπορούμε να βρεθούμε, έστω το 2030, στη θέση που είμασταν το 2008, δηλαδή 22 χρόνια πριν και πόσο μεγαλύτερο θα έχει γίνει τότε το χάσμα μας με τις ευρωπαϊκές χώρες; Πόση είναι η επίδραση του πρωτόγνωρα υψηλού ασφαλιστικού ελλείμματος στο να πηγαίνουμε συνεχώς λίγα βήματα εμπρός και πολλά πίσω; Πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε την καταστροφική παγίδα της κοινωνικής και πολιτικής αποδιάρθρωσης που προκαλεί το ασφαλιστικό; Έχουμε κατακερματίσει τη Δημοκρατία και τα προβλήματά μας σε μικρά κουτάκια, πιστεύοντας ότι μπορούμε να βελτιώσουμε το πρόβλημα όπως μας συμφέρει, ή να εμποδίσουμε ότι πιστεύουμε ότι δεν μας συμφέρει, αδιαφορώντας για τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ της επιμέρους και της συλλογικής διάστασης. Από το λάθος αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε μια αντίστροφη νοητική πορεία.