Ακούμε Δεξιά κι Αριστερά αλλά και από τα «Βόρεια» ότι «ο Τσίπρας θα κάνει τη βρώμικη δουλειά θα ψηφίσει τις μεταρρυθμίσεις και μετά ας έρθουν οι «κανονικοί πολιτικοί» να εφαρμόσουν το πρόγραμμα…». Πρέπει να είναι κανείς πολύ αφελής ( ή μήπως ελπίζει να αποφύγει τα δύσκολα) για να πιστεύει ότι μια τέτοια προοπτική έχει πιθανότητες. Η κυβέρνηση αυτή μέσα στις δυσκολίες της και του κακίστου ευρωπαϊκού και διεθνούς περιβάλλοντος είναι αδύνατο να προχωρήσει και μια μέγιστη κρίση είναι ζήτημα χρόνου. Κρίση ανάλογη του περσινού Ιουλίου. Το κλίμα που διαμορφώνεται στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο και με την διαρκή έξαρση του μεταναστευτικού τροφοδοτεί αυτού του είδους το αδιέξοδο. Το κλίμα αυτό θα προσπαθήσει, αν δεν το τροφοδοτεί, να το χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση Σύριζα. Κι εδώ αξίζει μια υποσημείωση για τους εκ Βορρά εταίρους μας. Πολλές φορές στην πρακτική των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων μια συντηρητική ατζέντα την εφαρμόζει μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και τούμπαλιν. Δυστυχώς με την ελληνική πραγματικότητα και μάλιστα με αυτή την κυβέρνηση κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.
Ακούγεται επίσης από τις ίδιες πλευρές το ερώτημα-αίτημα γιατί η αντιπολίτευση η οποία ψήφισε το καλοκαίρι το πλαίσιο του τρίτου μνημονίου τώρα νίπτει τας χείρας και αφήνει μόνη την κυβέρνηση να πιεί όλο το πικρό ποτήρι. Η απάντηση εδώ πρέπει να είναι πεντακάθαρη. Η αντιπολίτευση όντως ψήφισε το πλαίσιο του τρίτου μνημονίου υπό την απειλή κατάρρευσης της χώρας και μετά από ένα συμβούλιο πολιτικών αρχηγών ανάληψης κοινών ευθυνών. Μόλις όμως δόθηκε η ψήφος, ο Τσίπρας προσέφυγε σε εκλογές (υφαρπαγής της λαϊκής ψήφου μέσω του αιφνιδιασμού) τις οποίες κέρδισε οριακά, να μην το ξεχνάμε, και έκτοτε χαράσσει την δική του(μαζί πάλι με τον Καμένο), ο θεός να την κάνει, στρατηγική. Καμιά αντιπολίτευση δεν μπορεί να στηρίζει αλλά κάρτ μια κυβέρνηση και μάλιστα υπό το κράτος εκβιασμών και ύβρεων χωρίς ένα ευρύτερο πλαίσιο συμφωνίας. Αλλά και πέραν όλων τούτων υπάρχει κανείς πλέον, μέσα κι έξω από τη χώρα, που μπορεί να εμπιστευτεί την παρέα του Μαξίμου;
Αυτό που υπάρχει ένα νέο αδιέξοδο και χρειάζεται άμεση δραστηριοποίηση.
Το πρώτο μήνυμα ελπίδας προέρχεται από την αναπάντεχη εκλογή Μητσοτάκη στην, υπό κατάσταση παράλυσης, Νέα Δημοκρατία. Που αν και είναι η μεγαλύτερη παράταξη του Δημοκρατικού πλαισίου σήμερα δεν μπορεί να πάρει όλο το φορτίο επάνω της. Βέβαια υπάρχει μια ευρύτερη βάση εκκίνησης. Πρόκειται για το μπλοκ του ναι στο δημοψήφισμα(38.8%).
Η «κύρια αντίθεση» σήμερα δεν είναι ανάμεσα στη «νεοφιλελεύθερη» Δεξιά και την Αριστερά (και κάποιους παρακοιμώμενους) που προσπαθεί να μας σύρει ο Σύριζα. Ούτε υπάρχει μπροστά μας ένας αμφίπλευρος ανένδοτος αγώνας όπως υπαινίσσεται η κ Γεννηματά, ανακαλώντας μνήμες της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου. Η κύρια αντίθεση σήμερα είναι ανάμεσα σε εκείνους που θέλουν να κρατήσουν δημοκρατική στο ευρωπαϊκό πλαίσιο τη χώρα και σ εκείνους που ερωτοτροπούν με αντιδημοκρατικές και αντιευρωπαϊκές πρακτικές.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο Σύριζα παραμένει απέναντι όσο δεν προσέρχεται σε ένα πλαίσιο εθνικής συνεννόησης. Για να το πούμε αλλιώς. Αν ο Σύριζα ήθελε να ξεφύγει από τις τυχοδιωκτικές πρακτικές του περσινού πρώτου εξαμήνου θα έπρεπε να προσέλθει σε μια εθνική συμφωνία με τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις. (Για να μιλήσουμε με πολιτικούς αριθμούς στις τελευταίες εκλογές το ποσοστό των, έστω κατ οικονομία, κομμάτων του δημοκρατικού πλαισίου ήταν σχεδόν ισόπαλο: Σύριζα –Ανελ 40,15% και ΝΔ, Ποτάμι, Δημοκρατική Συμπαράταξη , Δημιουργία Ξανά 39 % και χωρίς την Ένωση Κεντρώων του Λεβέντη 3,44% ).
Μια σώφρων ενέργεια θα ήταν όντως ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής συνεννόησης για περιορισμένο χρόνο (ας πούμε μια διετία) με κοινής εμπιστοσύνης εξωκομματικό πρωθυπουργό και υπουργικό συμβούλιο της ευθύνης του και με την στήριξη όλων. Μια κυβέρνηση που θα υλοποιούσε τις κρίσιμες, κοινής αποδοχής με τους ευρωπαίους, μεταρρυθμίσεις. Αλλά υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι ο Σύριζα θέλει ή και μπορεί να συμμετάσχει σε μια τέτοια κοινή προσπάθεια;
Η προοπτική ελπίδας μπορεί αντίθετα να οικοδομηθεί σε μια προσπάθεια:
Α. Ο Κυριάκος να ολοκληρώσει, όπως έχει υποσχεθεί, την δική του και του κόμματός του, προετοιμασία. Η προσπάθειά του δεν είναι εύκολη. Το περιβάλλον της ΝΔ είναι προβληματικό. Αλλά και το γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο όπως διαμορφώνεται και με τις αγροτικές κινητοποιήσεις, το μεταναστευτικό, την επανάκαμψη του εθνικολαϊκισμού, μέσω του ΚΚΕ αυτή τη φορά. Η ευρύτερη όμως δυναμική λόγω και της κυβερνητικής χρεοκοπίας είναι με το μέρος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αλλά χωρίς συνέχιση και επέκταση της «έξωθεν βοήθειας» θα είναι πολύ δύσκολο και να επικρατήσει εκλογικά και κυρίως να προσφέρει το ανορθωτικό έργο που χρειάζεται η κοινωνία μας.
Β. Τα κόμματα του Κέντρου, όποια κατανοούν το πρόβλημα, διατηρώντας την αυτονομία τους, να ζητήσουν συνεννόηση με τον Κυριάκο και να αρχίσουν παράλληλα οι συζητήσεις για ένα κοινό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης με ορίζοντα μια συμμαχική τετραετία. Να χρησιμοποιήσουν, αν προλάβουν, αυτό το τρίμηνο για (εσω)κομματικές ανακατατάξεις, διευρύνσεις , συζητήσεις, αποφάσεις, αυτοκριτική ώστε να έχουν πράγματι διαμορφώσει το κοινό πρόγραμμα αλλά και τις επιμέρους διαφοροποιήσεις που συναρτώνται με την ταυτότητά τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει δυναμική ή αλλιώς τα κόμματα του κέντρου δεν έχουν ούτε την θέληση , ούτε το χρόνο να προβούν σε ενέργειες ενοποίησης του χώρου.
Γ. Το πρόγραμμα εθνικής ανασυγκρότησης είναι δύσκολο στην εφαρμογή αλλά είναι εύκολα διαμορφώσιμο. Ο φόβος του πολιτικού κόστους είναι το εμπόδιο. Αλλά αν υπάρξει μια κοινή προετοιμασία θα δημιουργηθεί το πιο αναγκαίο απ όλα, το κλίμα εμπιστοσύνης, τόσο με την κοινωνία όσο και με τους ευρωπαίους εταίρους. Είναι το κλίμα εμπιστοσύνης η αναγκαία και ικανή συνθήκη για να λειτουργήσει ένα πρόγραμμα εθνικής ανασυγκρότησης.
Δ. Ποιο χαρακτήρα θα πάρει η συνεργασία θα εξαρτηθεί από το πότε θα γίνουν οι εκλογές και το εκλογικό σύστημα . Αν πχ διατηρηθεί το υπάρχον (είναι και το πιο πιθανό) τότε η αυτόνομη κάθοδος είναι προφανής. Και τα μικρά κόμματα μπορούν να διατηρήσουν ένα κρίσιμο ποσοστό που θα τα φέρει στη βουλή.
Ε. Υπάρχει πάντα η συζήτηση για την εξέλιξη του πολιτικού συστήματος, το δικομματικό πλαίσιο, η πόλωση, η προσέγγιση του με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Είναι ένα πρόβλημα που θα καταστεί δυνατόν να αντιμετωπιστεί μόνο μετά την έξοδο από την κρίση. Αυτό που προέχει τώρα είναι η σωτηρία της χώρας ως ευρωπαϊκής δημοκρατίας.