Λίγες ημέρες πριν από τις πιο κρίσιμες ευρωεκλογές στην ιστορία της Ε.Ε., ο πολιτικός διάλογος παραμένει στη χώρα μας υπερβολικά εθνοκεντρικός. Βεβαίως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση έχει σημασία στις ευρωεκλογές, αλλά στη χώρα μας φαίνεται να κυριαρχεί απολύτως. Ομως η σημασία των ευρωεκλογών είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για τη χώρα μας, καθώς βρίσκεται σήμερα βαριά χρεωμένη στους Ευρωπαίους εταίρους της με δάνεια δισεκατομμυρίων και ταυτόχρονα υποχρεωμένη να εφαρμόζει την πολιτική λιτότητας που κυριαρχεί στην Ε.Ε.
Μία αλλαγή των συσχετισμών των πολιτικών δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να οδηγήσει σε μία διαφορετική πολιτική, τόσο όσον αφορά στην αποδοχή της αμοιβαιοποίησης του χρέους (ευρωομόλογο κ.ά.) όσο και τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Μία τέτοια εξέλιξη μπορεί να διευκολύνει τη διευθέτηση του χρέους της χώρας μας και ταυτόχρονα να αυξήσει τη ρευστότητα στην οικονομία και έτσι να διευκολύνει την αναπτυξιακή προσπάθεια .Επιπλέον, μία αλλαγή πολιτικής θα μπορούσε να αυξήσει τον πληθωρισμό και έτσι να διευκολύνει την αποπληρωμή του χρέους. Επίσης, θα μπορούσε να πιέσει προς μία πιο συμφέρουσα για τις ελληνικές εξαγωγές ισοτιμία του ευρώ σε σχέση με τη σημερινή.
Βέβαια, μια πιθανή αλλαγή συσχετισμών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν σημαίνει ότι άμεσα θα υπάρξει και αλλαγή στην ασκούμενη ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική. Παρά το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει θεωρητικά πολύ σημαντικές εξουσίες στη λήψη των αποφάσεων, ο σημερινός τρόπος λειτουργίας της Ε.Ε. ευνοεί στην πράξη τα διακυβερνητικά όργανα, δηλ. το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο Υπουργών. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων με την κοινοτική μέθοδο, όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν σημαντικό ρόλο, τουλάχιστον στους τομείς αρμοδιότητας της Ε.Ε. έχει υποβαθμιστεί προς όφελος του διακυβερνητισμού. Ετσι, οι αποφάσεις λαμβάνονται από τα ισχυρότερα κράτη-μέλη και κυρίως από τη Γερμανία.
Ομως αν τηρηθεί το «πνεύμα» της Συνθήκης της Λισαβόνας και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναθέσει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον «εκλεκτό» του πλειοψηφούντος ευρωπαϊκού κόμματος στις προσεχείς ευρωεκλογές, τότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ενισχυθεί σημαντικά. Είναι πιθανό ο πρόεδρος της Επιτροπής να είναι ή ο κ. Γιουνκέρ ή ο κ. Σουλτς, οι οποίοι έχουν υποδειχτεί από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κόμματα, το Λαϊκό και το Σοσιαλιστικό. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μπορεί ένα από τα δύο να καταλάβει την πρώτη θέση. Αυτή η εξέλιξη θα συμβάλει στην αναβάθμιση του ρόλου της Επιτροπής, συνεπώς στην ενίσχυση της σημασίας της κοινοτικής μεθόδου λήψης αποφάσεων και στον περιορισμό του διακυβερνητισμού και της γερμανικής κυριαρχίας.
Από τα παραπάνω, προκύπτει η μεγάλη σημασία που έχει ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων που θα προκύψει από τις ευρωεκλογές. Η ενίσχυση των ευρωπαϊκών κομμάτων που υποστηρίζουν την αλλαγή στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική και την επιτάχυνση της ενοποίησης, προφανώς, συμφέρει τη χώρα μας. Η δημόσια συζήτηση ωστόσο δεν φαίνεται να αναδεικνύει τη σημασία των ευρωεκλογών για την αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής, ώστε οι Ελληνες πολίτες να μπορέσουν να κατανοήσουν πόσο σημαντικό είναι διακύβευμα για την ανάπτυξη και τη μείωση της ανεργίας και της φτώχειας στη χώρα μας.
Το ζήτημα δεν είναι, μόνον, αν οι ευρωεκλογές ευνοήσουν μερικά ελληνικά πολιτικά κόμματα εις βάρος άλλων και συνεπώς παγιώσουν ή, αντίθετα, αλλάξουν το πολιτικό τοπίο στη χώρα μας. Το ζήτημα είναι, κυρίως, αν θα ενισχυθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να αλλάξει η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική προς αναπτυξιακή κατεύθυνση. Εξάλλου, οποιαδήποτε αλλαγή πολιτικής στην Ελλάδα, χωρίς να υπάρξει αλλαγή πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα, εφόσον η χώρα μας βρίσκεται σήμερα υπερχρεωμένη και συνεπώς υποκείμενη στους καταναγκασμούς των Ευρωπαίων πιστωτών της.
Η χώρα μας από μόνη της δεν μπορεί να επιτύχει το ξεπέρασμα της κρίσης επιχειρώντας μόνο τις αναγκαίες αλλαγές στο εσωτερικό της. Χρειάζεται να γίνουν μεγάλες αλλαγές και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι ευρωεκλογές είναι μια ευκαιρία.