Ας μιλήσουμε χωρίς προκαταλήψεις για τη Μειονότητα της Θράκης

Θόδωρος Τσίκας 09 Δεκ 2017

Η Μειονότητα της Θράκης βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Αφενός μεν, πολλά μέτρα που ασκούνταν σε βάρος της έχουν αρθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1990, χωρίς όμως να έχει γίνει ουσιαστική αυτοκριτική της ελληνικής Πολιτείας για τις απαράδεκτες, για σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, πολιτικές που είχαν ασκηθεί στο παρελθόν. Αφετέρου, υπάρχουν ακόμα απομεινάρια προκαταλήψεων, διακρίσεων και αρνητικών πρακτικών, που εμποδίζουν την πλήρη και ισότιμη ένταξη της Μειονότητας στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.

Η χειραφέτηση της Μειονότητας από την ομηρία των εξελίξεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποτελεί σήμερα τη σημαντικότερη προτεραιότητα, καθώς θα συμβάλει στην εναρμόνιση με τα σύγχρονα δεδομένα και θα βοηθήσει στην άρση πολλών δυσκολιών και αγκυλώσεων. Τα προβλήματα της Μειονότητας δεν είναι θέματα εξωτερικής πολιτικής αλλά -μέσω των διεθνών συνθηκών που έχει υπογράψει η χώρα μας- ζήτημα εσωτερικής έννομης τάξης, που πρέπει να διασφαλίζει την ισοτιμία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων όλων των Ελλήνων πολιτών, ανεξαρτήτως θρησκείας, εθνικής ταυτότητας, γλωσσικής ή πολιτισμικής ιδιαιτερότητας. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν υπόκειται στην αρχή της αμοιβαιότητας, δεν εξαρτάται δηλαδή από το αν μια γειτονική χώρα προστατεύει αυτά τα δικαιώματα των δικών της πολιτών.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, στο σύνολο του, οφείλει να ακολουθήσει πολιτική «ανοίγματος» στη Μειονότητα, μέσω της ενεργού ένταξης στελεχών της μειονότητας σε όλους τους κομματικούς θεσμούς και της συμμετοχής τους σε διαδικασίες διαβούλευσης για τα προβλήματα που τους αφορούν. Με τον τρόπο αυτό θα πετύχει δύο στόχους: αφενός μεν, τη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης με σημαντικά τμήματα της Μειονότητας και, αφετέρου, να πεισθούν τα στελέχη της Μειονότητας ότι η κατάκτηση της ισοτιμίας του μειονοτικού πολίτη είναι εφικτή μέσα από τη συμμετοχή στο πολιτικό σύστημα της χώρας, σε αντίθεση με τις επιδιώξεις ορισμένων κύκλων της Άγκυρας που προωθούν τη χωριστή πολιτική έκφραση της μειονότητας.

Απαιτείται πλέον η επεξεργασία μιας συνολικής πολιτικής, θέσεων και προτάσεων για τη μειονότητα που θα περιλαμβάνει, α) τα θέματα της πολιτικής ένταξης και της συμμετοχής στους κομματικούς θεσμούς, β) τα ζητήματα των ατομικών και μειονοτικών δικαιωμάτων, και γ) τα γενικότερα αναπτυξιακά, οικονομικά, κοινωνικά κ.λ.π. προβλήματα της περιοχής της Θράκης (στην αντιμετώπιση των οποίων κατά το παρελθόν υπήρξαν ορισμένες επιτυχίες αλλά και αρκετές αποτυχίες), με έμφαση στον ιδιαίτερο χαρακτήρα που έχουν αυτά για τους πολίτες της Μειονότητας.

  1. Δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού:

Οι σύγχρονες διεθνείς αντιλήψεις για τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα κατοχυρώνουν το δικαίωμα εθνοτικού ή εθνικού αυτοπροσδιορισμού για όσους πολίτες επιθυμούν να δηλώσουν ίδια ή διαφορετική ταυτότητα (θρησκευτική, εθνική κ.α.) από αυτήν της πλειονότητας. Σημαντικά εργαλεία αποτελούν οι αποφάσεις της ΔΑΣΕ-νυν ΟΑΣΕ- και η Σύμβαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις εθνικές μειονότητες.

Η ίδια η Συνθήκη της Λωζάνης δεν απαγορεύει τον αυτοπροσδιορισμό. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει, κάτω από την γενική ομπρέλα της μουσουλμανικής μειονότητας, το δικαίωμα και τη δυνατότητα κάποιων να αυτοπροσδιορίζονται π.χ. ως εθνοτικά Τούρκοι ή Πομάκοι. Σε κάθε περίπτωση, το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι (ονομασίες μειονοτικών Συλλόγων, όπως το θέμα της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης κλπ) πρέπει να αποτελούν οδηγό σε κάθε πολιτική.

Με ιδιαίτερη έμφαση οι σύγχρονες Συνθήκες ορίζουν ως βάση για την απόλαυση μειονοτικών δικαιωμάτων, τον σεβασμό των συνόρων των κρατών, την αντίθεση σε αποσχιστικές τάσεις και γενικότερα την «νομιμοφροσύνη» των μειονοτικών προς το κράτος του οποίου είναι πολίτες. Χωρίς βεβαίως να αρνούνται την ύπαρξη ιδιαίτερων δεσμών με μέλη της ίδιας εθνικής ομάδας που ζουν σε άλλα κράτη, και ιδίως με τα κράτη στα οποία είναι πλειονότητα πολίτες με ίδια εθνική ταυτότητα (αντίστοιχο παράδειγμα, οι δεσμοί της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας ή της Τουρκίας με την Ελλάδα). Αλλά και αντιστρόφως: η ελεύθερη δυνατότητα απόλαυσης μειονοτικών δικαιωμάτων βοηθά τις μειονότητες σε πληρέστερη ένταξη στην χώρα της οποίας είναι πολίτες και δεν ωθεί σε αναζήτηση εξωτερικών στηριγμάτων ή σε αποσχιστικές κινήσεις. Είναι, επομένως, λανθασμένη η αντίληψη ότι ο διαφορετικός εθνικός αυτοπροσδιορισμός κάποιας ομάδας πολιτών σημαίνει ότι αυτοί «ανήκουν» ή είναι νομιμόφρονες στο κράτος στο οποίο πλειοψηφεί η εθνική τους ομάδα (π.χ. Τουρκία). Εξάλλου η Συνθήκη της Λωζάνης νομιμοποιεί το ενδιαφέρον των «μητέρων-πατρίδων» για τις μειονότητες τους που ζουν στα γειτονικά κράτη, όπως π.χ. για το θέμα της εκπαίδευσης.

Το δικαίωμα εθνικού αυτοπροσδιορισμού συνιστά κεντρικό θέμα για τη Μειονότητα της Θράκης. Καχυποψίες, άλλοτε δικαιολογημένες και άλλοτε όχι, για προσπάθεια αλλοίωσης της εθνικής συνείδησης των μειονοτικών πολιτών, υποβάθμισης ή εξαφάνισης στοιχείων της εθνικής ταυτότητας τους, δημιουργούν κλίμα όξυνσης, περιχαράκωσης και αμυντικής στάσης και δίνουν έδαφος για εκμετάλλευση παντός είδους από πολλές πλευρές. Ας θυμηθούμε τη θέση του Γ. Παπανδρέου, ως Υπουργού Εξωτερικών: «πάντοτε υποστήριξα το δικαίωμα των πολιτών στον αυτοπροσδιορισμό όπως αυτός προβλέπεται από τις Διεθνείς Συνθήκες τις οποίες έχει συνυπογράψει η Ελλάδα» (Δεκέμβριος 2004).

 

  1. Θέμα εκλογής Μουφτήδων:

Το θέμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τους μειονοτικούς πολίτες καθώς, εφόσον η επίσημη θέση του ελληνικού κράτους ομιλεί περί θρησκευτικής μειονότητας, ο Μουφτής -ως θρησκευτικός ηγέτης- αποτελεί τον πιο επίσημο θεσμικό εκφραστή της. Όμως ο Μουφτής στην πράξη λειτουργεί και ως ιεροδίκης. Το επιχείρημα ότι δεν μπορεί εκλέγεται ένας δημόσιος λειτουργός με δικαστικές αρμοδιότητες, είναι ορθό. Φέρνει όμως στην επιφάνεια έναν αναχρονισμό που σχετίζεται με το γεγονός ότι θρησκευτικός λειτουργός ασκεί παράλληλα δικαστικά καθήκοντα (σε θέματα οικογενειακού δικαίου) και μάλιστα χωρίς δικαίωμα των αντιδίκων σε έφεση κατά των αποφάσεων του. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για ποινές που έχει επιβάλει σε όσους ασκούν χρέη Μουφτή, διακηρύσσοντας ότι έχουν εκλεγεί από τη Μειονότητα (αυτούς που η ελληνική Πολιτεία αποκαλεί “ψευτο-μουφτήδες”), παράλληλα με τους επισήμως αναγνωρισμένους από το κράτος Μουφτήδες.

Το θέμα της εκλογής ή διορισμού Μουφτήδων δεν εμπίπτει στη Συνθήκη της Λωζάνης. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε με νόμο του ελληνικού κράτους την δεκαετία του ’90, όταν απεβίωσαν οι μέχρι τότε Μουφτήδες. Ο νόμος αυτός βρίσκεται σε αντίθεση με την ελληνοτουρκική Συνθήκη των Αθηνών, ολίγον προγενέστερη της Συνθήκης της Λωζάνης . Άρα μπορεί να επιλυθεί με σχετικά απλό τρόπο, με αλλαγή νόμου δηλαδή.

Αν αφαιρεθούν οι δικαιοδοτικές αρμοδιότητες από τον Μουφτή και αυτός πλέον ασκεί μόνο θρησκευτικά καθήκοντα, θα μπορούσε άνετα να ισχύσει η αρχή ότι κάθε θρησκευτική κοινότητα μπορεί να αναδεικνύει με δικές της διαδικασίες την θρησκευτική ηγεσία της.

  1. Διαχειριστικές Επιτροπές Βακουφιών:

Ένα μεγάλο πρόβλημα που αφορά τη διοίκηση και αξιοποίηση της περιουσίας των κοινωφελών ιδρυμάτων («βακούφια») της Μειονότητας, είναι η ανάδειξη των Διαχειριστικών Επιτροπών. Οι Επιτροπές αυτές διορίζονται από το ελληνικό κράτος , κατά την απόλυτη κρίση του, με αποτέλεσμα να αποξενώνεται η Μειονότητα από την διαχείριση των Ιδρυμάτων της και να διατυπώνονται ανησυχίες και ερωτηματικά για τον τρόπο αξιοποίησης της περιουσίας τους. Το νομικό πλαίσιο υπάρχει για εκλογή των Διαχειριστικών Επιτροπών, αλλά δεν εφαρμόζεται. Παράλληλα, να προχωρήσουμε σε μια συζήτηση για το είδος των διαχειριστικών επιτροπών (αν αυτές θα υπάρχουν κατά τέμενος ή κατά δήμο).

 

  1. Αναβάθμιση μειονοτικής εκπαίδευσης:

Η εκπαίδευση της μειονότητας παραμένει –παρά τις βελτιωτικές προσπάθειες των τελευταίων χρόνων– αρκετά υποβαθμισμένη, σε σχέση με την εκπαίδευση της πλειονότητας. Το πρόβλημα έχει αρνητικές συνέπειες για την ένταξη της νέας γενιάς της Μειονότητας στην ελληνική κοινωνία και κυρίως στην επάρκεια της προς αντιμετώπιση σύγχρονων αναγκών. Τα προβλήματα σχετίζονται τόσο με την ποιότητα του υλικού διδασκαλίας (βιβλία, υποδομές, κτλ.) όσο και με την επάρκεια των ελληνόφωνων εκπαιδευτικών που δεν έχουν κατάρτιση για εκπαίδευση παιδιών με μητρική γλώσσα διαφορετική από την ελληνική. Μέριμνα χρειάζεται και για την ουσιαστική κατάρτιση των τουρκόφωνων εκπαιδευτικών που προέρχονται από τη Μειονότητα.

Ένα ουσιαστικό μέτρο είναι η ίδρυση δίγλωσσων νηπιαγωγείων (για τα οποία δεν υπάρχει περιορισμός καθώς στην συνθήκη της Λωζάνης δεν υπάρχει αναφορά στην προσχολική εκπαίδευση). Επίσης μπορούν να υλοποιηθούν προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας στην ελληνική και την τουρκική γλώσσα μέσα στα σχολεία, καθώς και να δημιουργηθούν θεσμοί επιμόρφωσης ενηλίκων και αντιμετώπισης του αναλφαβητισμού στους μειονοτικούς δήμους. Παράλληλα, πρέπει να στέλνονται στην περιοχή εκπαιδευτικοί με ειδική κατάρτιση στη διαπολιτισμική εκπαίδευση.

5.Πρόσληψη μειονοτικών στην Δημόσια Διοίκηση:

 Η πρόσληψη και η ανάδειξη πολιτών από την Μειονότητα σε πολλούς τομείς της Δημόσιας Διοίκησης και των κρατικών υπηρεσιών είναι από ελάχιστη έως μηδαμινή. Σε πολλές χώρες, η μη αντιπροσωπευτική -σε σχέση με τον πληθυσμό- εκπροσώπηση των μειονοτήτων στην Δημόσια Διοίκηση προκαλεί επικρίσεις για διακρίσεις σε βάρος τους. Το πρόβλημα αυτό αφορά: α) την ουσιαστική ισονομία και ισοπολιτεία β) την εμπιστοσύνη των πολιτών της Μειονότητας προς τους κρατικούς θεσμούς, αλλά και γ) στην διευκόλυνση, ιδιαίτερα των πιο ηλικιωμένων και των λιγότερο μορφωμένων, από ομόγλωσσους υπαλλήλους.

Το ζήτημα της πρόσληψης τουρκόφωνων μειονοτικών υπαλλήλων στο Δημόσιο αντιμετωπίζεται δικαιικά και πολιτικά δια της εισαγωγής ρήτρας επάρκειας στην τουρκική γλώσσα, ως προϋπόθεση για πρόσληψη σε συγκεκριμένες θέσεις, των οποίων η φύση προαπαιτεί την γλωσσική επικοινωνία με την τουρκόφωνη ομάδα.   Η ύπαρξη της τουρκικής γλώσσας στη Θράκη είναι αδιαμφισβήτητο δεδομένο. Σχετικές ρήτρες για τη χρήση μειονοτικής γλώσσας από τους πολίτες που την ομιλούν κατά την επικοινωνία τους με την Διοίκηση, υπάρχουν σε διεθνή κείμενα, ενώ στη Θράκη το μέτρο αυτό έχει de facto τεθεί σε ισχύ σε αρκετές περιπτώσεις.

  1. Πρόβλημα ανιθαγενών:

Με μία τολμηρή κίνηση οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ κατάργησαν το άρθρο 19 του Κώδικα Ιθαγένειας, με το οποίο όργανα της ελληνικής Διοίκησης αφαιρούσαν αυθαίρετα την ελληνική ιθαγένεια από πολίτες της Μειονότητας, που μετανάστευαν στο εξωτερικό για λόγους εργασίας, σπουδών κλπ. Η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης είχε σαν αποτέλεσμα χιλιάδες μειονοτικοί να έχουν στερηθεί την ιθαγένεια τους, οι περισσότεροι των οποίων βρίσκονται στην Γερμανία, την Τουρκία, κ.λ.π. Το πρόβλημα αυτό παραμένει, καθώς δυστυχώς η κατάργηση του άρθρου 19 δεν ήρε αναδρομικά τις συνέπειες της ισχύος του. Σήμερα στην ελληνική επικράτεια ζουν περίπου κάποιες δεκάδες ή λίγες εκατοντάδες ανιθαγενείς (ο αριθμός ποικίλλει ανάλογα με τον υπολογισμό), ως πολίτες-«φαντάσματα», ανύπαρκτοι για το ελληνικό κράτος, χωρίς δικαιώματα αφού δεν έχουν τα απαραίτητα κρατικά έγγραφα.

Απαιτείται άμεση επαναχορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας στους ανιθαγενείς που βρίσκονται μόνιμα εγκατεστημένοι εντός της ελληνικής επικράτειας, με απλή απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών.

7Ιδιοκτησιακό καθεστώς ορεινής περιοχής Θράκης.

Διάφορα θεσμικά όργανα του κράτους, καλλιεργούν ένα κλίμα αμφισβήτησης περί της ιδιοκτησίας όχι μόνο των χωραφιών αλλά και των κατοικιών εντός μειονοτικών οικισμών της Θράκης. Αυτή η κατάσταση στερεί από τη Μειονότητα τη δυνατότητα συμμετοχής σε αναπτυξιακά, γεωργικά, τουριστικά κ.α προγράμματα, εθνικά και ευρωπαϊκά. Πρέπει να λυθεί το ζήτημα με άμεση και πλήρη αποδοχή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, εντός των διαδικασιών για σύνταξη του Κτηματολογίου.