Ο Αλέξης Τσίπρας με την πρώτη του εμφάνιση στις δημοτικές εκλογές του 2006 και στη συνέχεια με την εκλογή του στη θέση του προέδρου του Συνασπισμού (μετέπειτα Συριζα) το 2008 γέμισε με ελπίδα ένα κομμάτι της κοινωνίας που επιθυμούσε διακαώς την ανανέωση στο πολιτικό προσωπικό της χώρας. Δεκατρία χρόνια μετά, είναι πρωθυπουργός της Ελλάδας και ηγείται της μακροβιότερης κυβέρνησης στη μνημονιακή εποχή.
Συνεπώς, θα περίμενε κανείς να έχει αφήσει το στίγμα της γενιάς του στα τέσσερα αυτά χρόνια που βρίσκεται στη διακυβέρνηση όμως εκείνος προτιμάει να κραυγάζει ότι «έχουμε την κυβέρνηση αλλά όχι την εξουσία». Εξάντλησε την επαναστικότητά του σε στυλιστικούς νεωτερισμούς όπως η εξαφάνιση της γραβάτας από το ημερήσιο dress code και πολιτεύτηκε με κύριο όχημα το διχασμό. Οι βαρύγουπες δηλώσεις (από το σκίσιμο των μνημονίων μέχρι την απόλυτη εφαρμογή τους σε ακρίβεια κόμματος) όπως και τα αναρίθμητα ψεύδη μοιάζουν να έχουν γαλουχήσει την επόμενη γενιά όσων δραστηριοποιούνται στα κοινά και δημιουργούν σιγα σιγά μια νέα σχολή.
Το οξύμωρο είναι οτι ενώ ζούμε στην εποχή του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων και οτιδήποτε έχει πει κάποιος όχι μόνο καταγράφεται αλλά ειναι προσπελάσιμο σε δευτερόλεπτα, οι κιβηστήσεις και οι θεαματικές μεταστροφές-μεταγραφές είναι πολύ συχνές παρά την ένταση (και το υβρεολόγιο) που έχει συνήθως προηγηθεί. Το αξιοσημείωτο είναι οτι κανείς δε νιώθει την ανάγκη να δικαιολογήσει τη στάση του αλλά οι περισσότεροι αρκούνται σε καταγγελίες για «δολοφονίες χαρακτήρων» μόλις κάποιος τους υπενθυμίσει τι έλεγαν κι έγραφαν λίγο καιρό πριν. Οι συγκεκριμένες συμπεριφορές συμβάλλουν στη σταδιακή από-ιδεολογικοποίηση της πολιτικής και πριμοδοτούν το δόγμα «όλοι ίδιοι είναι» που αποτελεί σύνθημα της Χρυσής Αυγής.
Η μεγάλη εικόνα όμως είναι η εξής: σε μία Ελλάδα που γερνάει με γοργούς ρυθμούς, αδυνατεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το brain drain κι αγωνίζεται να βρει τη θέση της στη νέα πραγματικότητα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, αυτά τα καυτά θέματα σπανίως μπαίνουν στη δημόσια συζήτηση. Είναι εξοργιστικό ότι ειδικά οι νεότεροι πολιτικοί αντί να ασχολούνται με το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας που είναι αλληλλένδετο με το ασφαλιστικό και τη διαγενεακή δικαιοσύνη το μόνο τους μέλημα είναι η επανεκλογή τους με πρακτικές που θυμίζουν τούρκικο παζάρι διαγράφοντας μονοκοντηλιά 4 χρόνια σκληρής αντιπολίτευσης σε υψηλούς τόνους για μία διακρατική συμφωνία.
Αυτές οι μετατοπίσεις χωρίς (επί της ουσίας) προγραμματικές ή ιδεολογικές συγκλίσεις πέραν της απαξίωσης της πολιτικής αυτής καθε αυτής, σαμποτάρουν και την ίδια την ανανέωση. Πως «να βγουν μπροστα» νεότερα στελέχη όταν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα (τα τελευταία 10 χρόνια) συγκεκριμένες συμπεριφορές έχουν τραυματίσει τόσο πολύ όχι μονο την ειλικρίνεια των προθέσεων αλλά και την εικόνα μιας ολόκληρης γενιάς στα μάτια όλων των μεγαλύτερων;
Κλείνοντας κι επιστρέφοντας στο σημείο από όπου ξεκίνησα, το ηλικιακό κριτήριο δεν είναι από μόνο του πιστοποιητικό επιτυχίας ούτε αποδεικτικό προόδου. Όσο ρομαντικό ή κλισέ κι αν ακούγεται, οι ιδέες και τα επιχειρήματα δίνουν τον τόνο και γι αυτό ας αφήσουμε πίσω μας σφραγίδες του προηγούμενου αιώνα που δεν έχουν καμμία αναφορά στο σήμερα κι ας επικαιροποιήσουμε το λόγο μας με προτάγματα για τη γενιά μας και τις επόμενες γενιές για να μη δημιουργείται η εντύπωση ότι ακόμα δίνουμε εξετάσεις στους μεγαλύτερους.