Ο ποδοσφαιριστής Κατίδης, ετών 20, γεμάτος ορμή και ένα μέλλον που προδιαγραφόταν λαμπρό, επιλέγει σε μια στιγμή να δώσει τέλος στην καριέρα του, σηκώνοντας το χέρι σε ναζιστικό χαιρετισμό εν τω μέσω του γηπέδου, έχοντας μόλις σημειώσει το νικητήριο τέρμα σε έναν καθοριστικό αγώνα της ομάδας του – που μάλιστα, και λόγω ιστορικών καταβολών, έχει σαφές μέτωπο στον νεοναζισμό.
Ομοίως η Βούλα Παπαχρήστου, λίγες μέρες πριν από τη μεγάλη στιγμή της ζωής της, τη συμμετοχή της στους Ολυμπιακούς Αγώνες, επιλέγει να δώσει τέλος σε αυτήν, με 140 χαρακτήρες στο τουίτερ της.
Δεν μπορώ να δεχθώ ανενδοίαστα ότι και οι δύο αθλητές είχαν άγνοια κινδύνου. Ο Αθλητισμός έχει κανόνες και κάθε ένας που συμμετέχει στον επαγγελματικό αθλητισμό, δεν μπορεί παρά να τους γνωρίζει.
Μου κάνει επίσης εντύπωση η ευκολία με την οποία οι δύο αυτοί κορυφαίοι αθλητές, αποποιήθηκαν τα «πιστεύω» τους μόλις αντιλήφθηκαν στην πράξη τις επιπτώσεις στην καριέρα τους. Για τον Κατίδη δεν γνωρίζουμε πολλά ακόμα. Για την Παπαχρήστου, όμως, μάθαμε εκ των υστέρων πως διατηρούσε στενές σχέσεις με μέλη της Χρυσής Αυγής. Δεν πρέπει να εκπλαγούμε αν μάθουμε το ίδιο και για τον Κατίδη. Άλλωστε, η μέρα που έγινε ο ναζιστικός χαιρετισμός, η «εβραϊκή ημέρα μνήμης», δεν είναι καθόλου τυχαία. Το ερώτημα όμως παραμένει: Είναι δυνατόν να είχαν άγνοια κινδύνου οι δύο αθλητές; Δυσκολεύομαι να το δεχθώ. Ως υπόθεση εργασίας θα έλεγα πως δεν είναι διόλου απίθανο κάποιοι να προσεγγίζουν αθλητές και να τους υπόσχονται ασφάλεια και δόξα αν προβούν σε κάποιες ενέργειες σαν αυτές που έκαναν ο Κατίδης και η Παπαχρήστου. Στη συνέχεια, φυσικά, τους «κρεμάνε». Γιατί να το κάνουν αυτό; Γιατί κατασκευάζουν ήρωες που μαρτύρησαν δήθεν για τα «πιστεύω» τους. Έχει δε ενδιαφέρον που η Χρυσή Αυγή έσπευσε να οικειοποιηθεί τον «ελληνικό χαιρετισμό» του Κατίδη.
Είδαμε την εξέλιξη της Παπαχρήστου. Είναι το λάβαρο της Χρυσής Αυγής, πια. Εκπαιδεύει νέα παιδιά, όπως λένε διάφορα δημοσιεύματα, σε κατασκηνώσεις της Χρυσής Αυγής και κάπου πήρε το μάτι μου πως σκοπεύουν να την κατεβάσουν ως υποψήφια στις δημοτικές εκλογές. Κανείς δεν θα ήθελε να δει μια παρόμοια εξέλιξη για τον Κατίδη. Και κυρίως δεν θα πρέπει να δούμε κι άλλους «Κατίδηδες» κι άλλες «Παπαχρήστου».
Ο αποκλεισμός του Κατίδη είναι εκ των ων ουκ άνευ και είναι και το εύκολο μέρος της υπόθεσης. Τι γίνεται όμως από δω και πέρα; Δύο περιστατικά σε διάστημα λιγότερο του ενός έτους, είναι πάρα πολλά για να μην μας υποψιάσουν, να μην μας ενεργοποιήσουν και να μην μας κινητοποιήσουν.
Ο αποκλεισμός τους από τους αγώνες, είναι η τιμωρία μετά την πράξη. Το ζητούμενο όμως είναι η πρόληψη. Το ζητούμενο είναι να μην προβαίνει κανείς σε τέτοιες ενέργειες. Δεν πρέπει να δεχθούμε ως φυσιολογικό, οι Έλληνες πολίτες να μην γνωρίζουν και να μην έχουν εσωτερικεύσει πλήρως τι σημαίνει και πού οδηγεί η αποδοχή και η υποστήριξη του ρατσισμού και του νεοναζισμού. Και το γεγονός ότι συμβαίνει αυτό το παράδοξο, βαραίνει την Πολιτεία. Πρέπει άμεσα να μπουν κανόνες στους ιδεολογικούς μηχανισμούς τους κράτους, όπως τους αποκαλεί ο Αλτουσέρ. Αυτούς του μηχανισμούς που διαπλάθουν συνειδήσεις. Βασικός εξ αυτών, είναι το σχολείο.
Η κατάσταση στα σχολεία είναι εντόνως ανησυχητική. Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι παθητικά παρατηρούμε την κατάσταση, απολύτως παραδομένοι στη μοίρα μας. Το Υπουργείο Παιδείας δημιούργησε το «Παρατηρητήριο για την πρόληψη της σχολικής βίας και του εκφοβισμού». Δεν έχει γίνει όμως το επόμενο βήμα. Δεν έχουν ληφθεί αποφάσεις και πρωτοβουλίες για το πώς θα αντιμετωπίσουμε τη σχολική βία και τη διείσδυση του νεοναζισμού στις τάξεις. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές δεν ενημερώνονται, δεν τους παρέχεται υποστήριξη για την αντιμετώπιση αυτών των περιστατικών και κυρίως για την πρόληψή τους. Δεν γίνονται επιμορφωτικά σεμινάρια σε δασκάλους και καθηγητές, ούτε έχουν εισαχθεί μαθήματα στα σχολεία για τη συνείδηση του δημοκρατικού πολίτη. Θεωρώ δε αμφίβολο να έχει σταλεί εγκύκλιος στα σχολεία για τον τρόπο που θα πρέπει να διδάσκεται η Ιστορία και κυρίως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα στην Ευρώπη και τις αντιπαραβολές που πρέπει να γίνονται με το σήμερα. Αυτές είναι κάποιες από τις πρωτοβουλίες που θα πρέπει να ληφθούν, ύστερα από εισηγήσεις ειδικών και σε συνεργασία με άλλες χώρες της Ευρώπης που έχουν το ίδιο πρόβλημα.
Στα θέματα της αστυνομίας δεν έχουμε κάνει καμία πρόοδο. Ενώ η κατάσταση στα ΜΜΕ είναι τραγική. Το γεγονός ότι αντιμετωπίζεται η Χρυσή Αυγή ως κανονικό κόμμα και ο τηλεοπτικός χώρος που δίνεται για την κάλυψη των ενεργειών των μελών της, έχει ολέθρια αποτελέσματα. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στη μιντιακή κάλυψη των αισχρών, δήθεν μαθημάτων Ιστορίας, από τη Χρυσή Αυγή στα δελτία ειδήσεων του Σαββάτου και στον ναζιστικό χαιρετισμό του Κατίδη.
Από κει και πέρα και τα πολιτικά κόμματα έχουν τεράστιες ευθύνες. Η κόκκινη γραμμή απέναντι στον νεοναζισμό σε αρκετά κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου, έχει αστερίσκους – για το ζήτημα Κωτούλα δεν έχει δοθεί μια πειστική εξήγηση από τον αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών, παρά τις πιέσεις από ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ- ενώ δεν έχει δημιουργηθεί ακόμα το συνταγματικό τόξο απέναντι στον νεοναζισμό, που έχει ζητήσει το ΠΑΣΟΚ.
Όταν αντιμετωπίζεις τη λαίλαπα του ναζισμού, η μικροπολιτική και τα μικροκομματικά οφέλη τοποθετούνται σε δεύτερη μοίρα. Κάθε λεπτό που περνάει είναι εις βάρος της δημοκρατίας. Οφείλουμε να αντιδράσουμε άμεσα, και το οφείλουμε στα παιδιά μας. Δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε την οικονομική κρίση μεταθέτοντάς την στην κοινωνία ή στην πολιτεία, ως κοινωνική ή πολιτειακή κρίση.
Γι’ αυτό και το βασικό μέτωπό μας είναι απέναντι στον λαϊκισμό και στη δημαγωγία. Με μόνο σύμμαχό μας την ιστορική μνήμη.
*Η Αφροδίτη Αλ Σάλεχ είναι Πολιτικός Επιστήμων, μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής και του Τομέα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΠΑΣΟΚ.