Η απόσταση που χωρίζει πλέον την πραγματική οικονομία από τη διεθνή χρηματοπιστωτική φούσκα είναι αβυσσαλέα. Οι αριθμοί είναι μετέωροι, τα τρισεκατομμύρια των κερδοσκόπων και των «οφ σορ» δεν αντιστοιχούν σε τίποτε.
.
Αυτό που ζούμε είναι αυταπάτη, ευτελισμός. Το σχετικό άρθρο σχετικά με τα νούμερα των τραπεζών, των παραγώγων, της σχέσης ΑΕΠ/χρέους κ.λπ., του Ιωάννη Κουκοφίκη φέρνει πράγματι ίλιγγο: δεν μπορείς να παρακολουθήσεις τα μηδενικά, δεν υπάρχει αναλογία ούτε αντιστοιχία με την πραγματικότητα, βρίσκεσαι στο απόλυτο κενό. Αυτό είναι το σημερινό διεθνές οικονομικό σύστημα των συναλλαγών. Και παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις, δεν κινείται κανένας για την επαναφορά της λογικής, της σύνδεσης αυτού του συστήματος με την πραγματική οικονομία.
.
Ομως αυτός που μας ενδιαφέρει είναι ο άνθρωπος – κι αυτός ως ενεργός πολίτης πρέπει να θέσει κανόνες για τη λειτουργία της κοινωνίας. «Είμαστε όλοι άνθρωποι και γι? αυτό έχουμε χρέος να κάνουμε μόνο τέτοιες προτάσεις και να ψηφίζουμε τέτοιους νόμους που κανενός του ανθρώπου το αίσθημα δεν θα πληγώσουν…» έλεγε ο Δημοσθένης. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη διεθνή κρίση που ζούμε και τις βαθύτερες αιτίες της. Η πραγματική οικονομία ελάχιστη σχέση έχει με το ισχύον σύστημα της ξέφρενης κατανάλωσης και της κερδοσκοπίας. Το ΑΕΠ, εθνικό ή παγκόσμιο, αποτελεί ένα ελάχιστο μέγεθος σε σχέση με τα χρηματιστηρικά μεγέθη και τα υποπροϊόντα που κυκλοφορούν. Η παραγωγή αγαθών δεν σχετίζεται πλέον με τις βασικές ανάγκες, το εμπόριο διακινεί αγαθά και δημιουργεί υπηρεσίες που αποσκοπούν αποκλειστικά και μέσω τιτλοποίησης στο κέρδος, που δεν αφορούν τις ανάγκες του ατόμου, της οικογένειας. Διαφήμιση, εμπόριο, χρηματιστήρια, κερδοσκοπικά ταμεία και ανεξέλεγκτες τράπεζες δημιούργησαν, με την ανοχή της πολιτικής, αυτό που ονομάστηκε καπιταλισμός-καζίνο. Ενα σύστημα αυτονομημένο από την πολιτική, χωρίς κανέναν έλεγχο, που αποσκοπεί στην αναπαραγωγή του και που καταστρέφει συνεχώς τις κοινωνικές δομές, αλλά και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του πλανήτη. Αυτή η μεγάλη αντίφαση σχετίζεται βεβαίως με καίρια θέματα, όπως είναι η καταπολέμηση της φτώχειας στον κόσμο, η δημιουργία ενός βιώσιμου οικονομικού συστήματος κ.ά.
.
Είναι φανερό ότι η διασφάλιση της πρόσβασης των ανθρώπων στα δημόσια αγαθά, όπως είναι η υγεία, η εκπαίδευση, η τροφή, πρέπει να αποτελέσει μια πάγια διεθνή προτεραιότητα. Χωρίς διεθνή πρωτοβουλία μεγάλης κλίμακας και χωρίς ανατροπή του σημερινού συστήματος, όλοι θα χάσουν. Η οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση θα εξελιχθεί σε τραγωδία από τα ίδια τα λάθη τής πολιτικής και της διεθνούς κοινότητας, που έγινε έρμαιο των απρόσωπων και φανατικών αγορών. Κι όμως, η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων και θέσεων που θα έπρεπε να εκλογικεύσουν τη συμπεριφορά μας. Δεν μπορεί να συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση, όπου οι επενδυτές επιβάλλουν, μέσω των τραπεζών και των διεθνών οργανισμών, τις απόψεις τους για να συντηρήσουν το καθεστώς της υπερχρέωσης των φορολογουμένων: «Από το 2008, όταν η κατάρρευση των χρηματοοικονομικών αγορών των ΗΠΑ αποκάλυψε την έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στο φιάσκο εκείνο, οι κυβερνήσεις της Ευρώπης έχουν προσφέρει περισσότερα από 5 τρισ. ευρώ (περίπου το 40% του ετήσιου ΑΕΠ της Ευρωζώνης) ως βοήθεια στις τράπεζες αυτές. Μόνον η Γερμανία στήριξε τις τράπεζές της με 646 δισ. ευρώ! Σε ελάχιστες περιπτώσεις (στην Ιρλανδία και την Ισπανία) κλήθηκαν και οι ιδιώτες πιστωτές ή επενδυτές να συνεισφέρουν στη διάσωση των τραπεζών». Κι όλα αυτά πριν από το κυπριακό τραγικό φιάσκο.
.
Είναι καιρός λοιπόν να επανέλθουμε στα κύρια, στον άνθρωπο, στο μέτρο. Οπως είχε ήδη τονίσει από το 1998, στη «Monde Diplomatique», ο Patrick Viveret, «δεν μπορεί να θεμελιωθεί η εμπιστοσύνη στο χρήμα πάνω στη δυσπιστία προς τους ανθρώπους». Πρέπει να δημιουργήσουμε ένα νέο σύστημα, όπου αγορά και οικονομία θα είναι στην υπηρεσία της κοινωνίας. Ο αείμνηστος Ξ. Ζολώτας έλεγε ήδη το 1973 ότι ο τελικός σκοπός των οικονομικών μέτρων πρέπει να είναι «η μεγιστοποίηση της ανθρώπινης ευημερίας».