Αριστερά στην κυβέρνηση δεν σημαίνει μόνο μια νέα κυβερνητική αντίληψη για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας, αλλά και μια νέα κυβερνητική πράξη. Σημαίνει σχέδια και δράσεις που προκύπτουν από τη συνείδηση της πραγματικότητας, τη γνώση των κοινωνικών δομών, την εμπειρία για τη λειτουργία του κράτους.
Αν η ιδεολογία δεν συνδέεται με δράσεις μετασχηματισμού παύει να είναι αριστερή. Είναι ένα προκάλυμμα που συγκαλύπτει εξουσιαστικές λογικές και συμπεριφορές και δίνει ένα νέο πρόσωπο στο παλιό.
Το πρόβλημα της χώρας μας και του λαού της δεν είναι «ένα κοινωνικό μοντέλο που θα ανατρέψει πολιτικές δεκαετιών στην Ευρώπη», όπως ισχυρίζεται πρόσφατη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ανατροπή των προτύπων που καθορίζουν την οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωπαϊκή Ενωση απαιτεί δυνάμεις που δεν έχει στο ελάχιστο η Ελλάδα του σήμερα και δεν πρόκειται να αποκτήσει.
Το πρόβλημα που πρέπει να λύσει η κυβέρνηση είναι η σταθεροποίηση της οικονομίας, η επάνοδος στην ανάπτυξη, η επίτευξη πλεονασμάτων, ώστε να υπάρξει περισσότερη κοινωνική αλληλεγγύη, η λειτουργία των κοινωνικών θεσμών και με τρόπο που εξασφαλίζεται περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτή είναι σήμερα η αναγκαία αριστερή πολιτική.
Η κυβέρνηση αυτοπαρουσιάζεται ως εξαναγκασμένη να εφαρμόσει το τρίτο Μνημόνιο. Αλλά η εφαρμογή του Μνημονίου δεν αποκλείει την ταυτόχρονη επιδίωξη στόχων που εξυπηρετούν την κοινωνική αλλαγή και τη δικαιότερη κατανομή των βαρών.
Χρήσιμο είναι το ακόλουθο παράδειγμα: Η κυβέρνηση οφείλει να εξασφαλίσει πόρους. Για να τους αποκτήσει είναι υποχρεωμένη να επιλέξει μεταξύ της αύξησης της φορολογίας και του περιορισμού των κρατικών δαπανών.
Η σαφής προτίμηση της κυβέρνησης είναι η αύξηση της φορολογίας. Την προτιμά διότι οι περιορισμοί δαπανών δημιουργούν δυσαρεστημένους και κοινωνικές τριβές.
Η υποχρεωτική μείωση των ελλειμμάτων που επιδιώκει η κυβέρνηση βασίζεται κατά 92% σε νέους φόρους και μόνο κατά 8% σε περιορισμό δαπανών.
Η αύξηση της φορολογίας εμφανίζεται ως αριστερή πολιτική αλλά στη σημερινή συγκυρία δεν είναι. Οι Ελληνες υπερφορολογούνται.
Αποτέλεσμα είναι η επέκταση της παραοικονομίας και η αποφυγή επενδύσεων. Η εξέλιξη αυτή λειτουργεί εναντίον της απασχόλησης και δεν βοηθά στη μείωση της άνισης κατανομής των εισοδημάτων.
Η κυβέρνηση θα έπρεπε να μειώσει δραστικά τις στρατιωτικές δαπάνες αντί να αυξάνει τη φορολογία. Οι δανειστές μας είχαν προτείνει τη μείωση κατά 200 εκ. ευρώ.
Η κυβέρνηση συμφώνησε σε μείωση κατά 100 εκατ. ευρώ. Ποια τελικά θα είναι η μείωση στην πραγματικότητα είναι αβέβαιο.
Θα έπρεπε πάντως να είναι κατά πολύ υψηλότερη. Η Ελλάδα θα πρέπει να δαπανά κατά κάτοικο για την άμυνα το ίδιο ποσόν που δαπανάται κατά μέσον όρο για κάθε κάτοικο της Ε.Ε. ή για κάθε κάτοικο των χωρών με αντίστοιχο πληθυσμό της Ελλάδας π.χ. από την Ολλανδία.
Οι κυβερνητικοί παράγοντες επισείουν τον κίνδυνο της Τουρκίας, όπως ακριβώς έκαναν προηγούμενες συντηρητικές κυβερνήσεις. Οπως και τότε έτσι και σήμερα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένουν στάσιμες.
Τα βήματα συνεννόησης που έγιναν άλλοτε επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ δεν έχουν συνέχεια. Αριστερή πολιτική δεν είναι η αντιπαλότητα με τις γειτονικές χώρες και ο εθνολαϊκισμός, αλλά η ενίσχυση των προϋποθέσεων ειρήνης και συνεννόησης.
Οι επενδύσεις και η εγχώρια παραγωγή που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας είναι σήμερα η μεγάλη προτεραιότητα.
Αριστερή πολιτική είναι η καταπολέμηση της ανεργίας και γι’ αυτό η οικονομική σταθερότητα, η προβλεψιμότητα, ένα σαφές διοικητικό και νομικό πλαίσιο για τους ιδιώτες επενδυτές και παράλληλα, από πλευράς της κυβέρνησης, οργάνωση και σχέδιο για την ανάπτυξη της χώρας.
Οι κτηνοτρόφοι της Κρήτης ματαίωσαν διά της βίας την εγκατάσταση ανεμογεννητριών με το επιχείρημα «τα βουνά ανήκουν στα γίδια». Κάτοικοι της Χαλκιδικής διαμαρτύρονται για τη λειτουργία των μεταλλείων χρυσού.
Θέλουν να προστατεύσουν το περιβάλλον, αλλά τους ενδιαφέρει κυρίως η απαξίωση της γης τους λόγω των μεταλλείων, καθώς πιστεύουν ότι η γη λόγω του τουρισμού θα αποκτήσει όλο και περισσότερη αξία.
Ενας ευρύτατος συνασπισμός από δήμους και εργαζόμενους στον ΟΛΠ προσπαθεί να ματαιώσει την επέκταση της COSCO στο λιμάνι με τη συμπαράσταση κυβερνητικών παραγόντων.
Η Ελλάδα, εφόσον λειτουργούσαν οι ανεμογεννήτριες, θα εξασφάλιζε περισσότερη και φτηνότερη ενέργεια στην Κρήτη εξοικονομώντας σημαντικούς πόρους.
Τα μεταλλεία παρέχουν απασχόληση και εξαγώγιμα προϊόντα. Η επένδυση της COSCO θα καθιερώσει ως πόρτα εισόδου των κινεζικών προϊόντων προς την ανατολική και κεντρική Ευρώπη τον Πειραιά και θα συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη της χώρας.
Η κυβέρνηση σ’ όλα αυτά ταλαντεύεται χωρίς θέληση και δυσκολεύεται στις επιλογές. Ακολουθεί τη δεξιά πολιτική τού «βλέποντας και κάνοντας», της αποφυγής του πολιτικού κόστους, της εφαρμογής εκείνου που συμφέρει την εξουσία και όχι τη χώρα. Δημιουργεί με τα πισωγυρίσματα και την αβεβαιότητά της το κλίμα που αποτρέπει τις επενδύσεις.
Πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι οι εκτεταμένες ρυθμίσεις προς όφελος διαφόρων συντεχνιών. Η επέκταση αυτών των ρυθμίσεων είναι μια αντιδραστική πολιτική.
Αριστερή πολιτική είναι η κατάργησή τους για να περιοριστεί δραστικά η εκμετάλλευση των πολιτών από τις συντεχνίες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν την επιδιώκει. Ο ν. 4254/2014 του Απριλίου 2014 προέβλεψε τον περιορισμό των ρυθμίσεων που μονοπωλούσαν δραστηριότητες προς όφελος των «διπλωματούχων μηχανικών». Το σχετικό Π.Δ. για την εφαρμογή του νόμου δεν έχει εκδοθεί ακόμη αν και πέρασαν 16 μήνες. Οι δικηγόροι αντιτίθενται στην πραγματοποίηση συναινετικών διαζυγίων με συμβολαιογραφική πράξη.
Επιμένουν στην έκδοση του διαζυγίου έπειτα από δίκη ώστε να μην περιοριστεί το έργο τους. Η αριστερή κυβέρνηση το αποδέχεται.
Ο εμφύλιος πόλεμος, η οικονομική ανέχεια, η ελαττωματική δημοκρατία του Μεταπολέμου, η πελατειακή νοοτροπία οδήγησαν στην ταύτιση της συντηρητικής παράταξης με το κράτος.
Η ταύτιση κράτους και κόμματος άρχισε να περιορίζεται βαθμιαία από το 1995 με τις διαδικασίες του ΑΣΕΠ και τη δημοσιοποίηση των κυβερνητικών αποφάσεων με τη «Διαύγεια».
Αριστερή πολιτική είναι η απεξάρτηση της δημόσιας διοίκησης από τα κόμματα.
Κάθε νέα κυβέρνηση δεν πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αλλάζει τους μη αρεστούς με αρεστούς. Προοδευτική πολιτική είναι επίσης η αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα ώστε η εξέλιξη του υπαλλήλου και ο μισθός του να συναρτώνται με τις ικανότητες, την εργατικότητα και την παραγωγικότητά του. Η συνάρτηση αυτή προϋποθέτει αξιολόγηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ την απορρίπτει. Προσπάθησε επίσης να περιορίσει τη «Διαύγεια» και δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να καταλαμβάνουν «τα δικά του παιδιά», άσχετα από τις ικανότητές τους, σημαντικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού για να ελέγξει το κράτος.
Η προσπάθεια να καταργηθεί η ηλεκτρονική ψήφος στα Πανεπιστήμια και η αξιολόγησή τους από εξωτερικά Συμβούλια είναι επίσης δείγματα της επιδίωξης να επιβληθεί η κυριαρχία του κόμματος.
Η χώρα και οι νοοτροπίες δεν αλλάζουν με τον τρόπο αυτό προς το καλύτερο, η υστέρησή μας παγιώνεται.
Μέσα Οκτωβρίου ο πρωθυπουργός είχε τρίωρο γεύμα με τον Αρχιεπίσκοπο. Κατά τις εφημερίδες, «οι δύο άνδρες συμφώνησαν ότι τα ζητήματα που ανακύπτουν θα πρέπει να επιλύονται με διάλογο και συναίνεση». Η έκφραση «που θα ανακύπτουν» είναι παραπλανητική.
Ο αναγκαίος χωρισμός κράτους και εκκλησίας και τα συνδεδεμένα με αυτόν θέματα έχουν ανακύψει προ πολλού. Μια αριστερή πολιτική λύνει τα προβλήματα. Δεν τα αναβάλλει όταν μάλιστα εκκρεμούν για πολλές δεκαετίες.
Η συνεργασία και οι εναγκαλισμοί με τους ΑΝ.ΕΛΛ. δημιουργούν απορίες. Οι Ανεξάρτητοι Ελληνες είναι ένα ακραίο συντηρητικό κόμμα.
Δηλωμένη πρόθεσή του είναι η αντιπαράθεσή του με οποιαδήποτε κίνηση προσπαθεί να εκσυγχρονίσει τη χώρα, να διευρύνει τη δημοκρατία και τις ελευθερίες, να προωθήσει τον ορθολογισμό και την ελεύθερη σκέψη.
Η κατάθεση στεφάνου στη Σαλαμίνα από τον πρόεδρο του κόμματος στην «επέτειο της ναυμαχίας της Σαλαμίνας» δείχνει ότι πορευόμαστε τον δρόμο της «οπισθοδρόμησης» με γοργό βήμα και αναπεπταμένες σημαίες.
Η ρητορική της κυβέρνησης για αριστερή πολιτική μοιάζει όλο και περισσότερο με μανδύα που συγκαλύπτει παλαιές γνωστές πολιτικές που έχουν τα παλαιά γνωστά αποτελέσματα.