Μπορεί ένας αριστερός να κυβερνά μια χώρα, στην σημερινή Ευρώπη, και να παραμένει αριστερός; Κάπως έτσι είχα διατυπώσει την ερώτηση προς τον Δημήτρη Χριστόφια, τον κομουνιστή Πρόεδρο της Κύπρου, μια από τις τελευταίες, πικρές ημέρες της θητείας του. Μου είχε απαντήσει πως τον σημερινό κόσμο δεν τον κυβερνούν οι πολιτικοί που εκλέγουν οι πολίτες αλλά «οι κλεφταράδες των αγορών». Και πως ο ίδιος, πάντως, όταν εξελέγη, δεν είχε υποσχεθεί «κομμουνιστική διακυβέρνηση», αλλά λύση του Κυπριακού και βήματα προς μια πιο δίκαιη κοινωνία. Δεν κατάφερε το πρώτο, ως γνωστόν. Πίστευε ότι θα κατάφρενε το δεύτερο, αλλά η τελευταία πράξη της θητείας του ήταν η προσφυγή στην «τρόϊκα».
Το ερώτημα, με διάφορες διατυπώσεις, πλανιέται πάνω από τις πυκνές, πολύωρες και πολύπλαγκτες συνεδριάσεις των κομματικών, κοινοβουλευτικών και κυβερνητικών οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ αυτές τις ημέρες. Προκαλεί συγκρούσεις «ρεαλιστών» και «αδιάλλακτων»- το σκορ την Κυριακή ήταν 92-68. Παιδεύει τα μυαλά και χαλάει τις καρδιές τους.
Η εσωτερική ένταση σε ένα ριζοσπαστικό, κινηματικό πολιτικό σχηματισμό που έρχεται σε επαφή με την διαχείρηση των κοινών, με την διακυβέρνηση, είναι αναπόφευκτη. Συνέβη σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις στην ιστορία- με πολύ χαρακτηριστική την σχετικά πρόσφατη περίπτωση των Πρασίνων στην Γερμανία, όπου οι «fundis», αφού τσακώνονταν χρόνια με τους «realos», στο τέλος χώρισαν τους δρόμους τους και οι μεν μπήκαν στην κυβέρνηση, οι δε ενσωματώθηκαν σε σχήματα μαοϊκών. Δεν είναι απαραίτητο να συμβεί έτσι και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η περίπτωση αυτή παρουσιάζει μια αληθινή πρωτοτυπία.
Είναι μάλλον η πρώτη φορά στον κόσμο, που οι ιδεολογικοπολιτικές εντάσεις που προκαλεί σε έναν ριζοσπαστικό, αντι-συστημικό σχηματισμό η προσέγγιση με τις διαχειριστικές ανάγκες του «συστήματος», που θα ήθελε να αλλάξει, δεν λύνονται καθ οδόν προς την εξουσία, αλλά μετά την κατάκτησή της και παράλληλα με την άσκησή της.
Δεν έχει ξανασυμβεί. Ίσως επειδή δεν έχει ξανασυμβεί μια τόσο απότομη εκτόξευση, από τα ρηχά του 5% στα βαθιά του 36% μέσα σε μια πενταετία.Ούτε έχει ξανασυμβεί, ένας πολιτικός σχηματισμός με τόσο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά να βρεθεί να διαχειρίζεται τις υποθέσεις μιας χώρας που μετά από πέντε δραματικά χρόνια ύφεσης και άδικων περικοπών βρίσκεται ξανά εμπρός στον κίνδυνο της ασφυξίας και σε ανάγκες που υποχρεώνουν εκείνους που την κυβερνούν να κάνουν δύσπεπτους συμβιβασμούς.
Η θεωρητική απάντηση είναι σχετικά απλή. Σε μια δημοκρατία, εκείνος που κυβερνά δεν κυβερνά με οδηγό τις ιδέες και τις πεποιθήσεις του μόνον, αλλά με βάση την εντολή που έλαβε, τα όρια της συναίνεσης που εξασφαλίζει και, φυσικά, με βάση τα όρια των πραγματικών δυνατοτήτων και του συσχετισμού των δυνάμεων.
Η δυσκολία στην πράξη είναι να βρει κανείς, σε ένα εξαιρετικά περιοριστικό περιβάλλον και με καταθλιπτικά αρνητικό συσχετισμό δύναμης, έναν δρόμο συμβιβασμών που τιμούν την εκλογική εντολή «μη ρήξης», και παράλληλα, αν δεν εξασφαλίζουν, τουλάχιστον δεν αποκλείουν αυτόν που θα έπρεπε να είναι ο στόχος μιας «προοδευτικής διακυβέρνησης» στις σημερινές ελληνικές συνθήκες: Μια δικαιότερη κοινωνία- δηλαδή μια διόρθωση των ανυπόφορων αδικιών που προκάλεσε ο τοξικός και «ταξικός» τρόπος με τον οποίο επετεύχθη ο περιορισμός των εσωτερικών και εξωτερικών ελλειμμάτων του δημοσίου και ένα κλείσιμο της ψαλίδας των κοινωνικών ανισοτήτων, που άνοιξε αυτά τα πέντε τελευτία χρόνια.
Δύσκολο. Αλλά όχι ανέφικτο. Μόνο που η οδός αυτής της αναζήτησης δεν μπορεί να εξαντλείται σε θεολογικές αντιδικίες περί του φύλου των αντιμνημονιακών αγγέλων.
Πηγή: huffingtonpost.gr