Όταν όλα πάνε καλά, κανείς δεν μπαίνει στον πειρασμό να αλλάξει κάτι σε βάθος. Το ΠΑΣΟΚ, όσο κυβερνούσε -με τις αναγκαίες διακοπές- απλώς συντηρούσε μια συζήτηση για μια σύγκλιση με την αριστερά –για την οικολογία δεν νομίζω ότι έκανε ποτέ έστω και κάποια νύξη. Ακόμα και η πρωτοβουλία Σημίτη για την κεντροαριστερά, νομίζω ότι δεν είχε ανάλογη συνέχεια και γρήγορα αποσύρθηκε. Δεν παραγνωρίζω τη στάση της αριστεράς, τότε, αλλά επειδή υπήρχαν εύλογες καχυποψίες από παλαιότερες «προτάσεις», όφειλαν να ενταχθούν σε μια πιο οργανωμένη και μακροχρόνια διεργασία.
.
Η αριστερά νομίζω ότι «φοβόταν» μια τέτοια ουσιαστική αναζήτηση συγκλίσεων. Αφενός, γιατί δυσκολευόταν να διαχειριστεί μια πίεση από τα «αριστερά» της, αλλά κυρίως, γιατί δεν ήταν έτοιμη να ανοίξει θέματα στα οποία δεν είχε νέες προσεγγίσεις. Συνέχιζε να τρώει από τα έτοιμα του παρελθόντος και αισθανόταν άβολα, ελλείψει σύγχρονων σταθερών.
.
Ο χώρος της πολιτικής οικολογίας κυριαρχήθηκε από τη λογική της αυτοτελούς παρουσίας μέσω ξεχωριστού πολιτικού φορέα. Αισθανόταν πιο άνετα να κουβεντιάζει με την αριστερά, αλλά απλώς να κουβεντιάζει. Οι λίγες απόπειρες που έγιναν να πάει λίγο παραπέρα αυτή η συζήτηση (διαβουλεύσεις το 1989, όταν συγκροτήθηκε ο ΣΥΝ, το 1993 με την εκλογική συνεργασία κυρίως των ανθρώπων περί τη Νέα Οικολογία, και δέκα χρόνια αργότερα με τη δημιουργία ενός Φόρουμ), δεν είχαν ούτε τη συναίνεση της αριστεράς συνολικά, ούτε και της πλειοψηφίας του χώρου της πολιτικής οικολογίας. Έγιναν κάποια συνέδρια, ημερίδες, αφιερώματα σε έντυπα, αλλά μέχρι εκεί. Οι Οικολόγοι Πράσινοι, όταν βγήκαν στο προσκήνιο της κεντρικής πολιτικής ζωής με την εκλογή ενός ευρωβουλευτή το 2009, θεώρησαν ότι αρκεί να αξιοποιήσουν το χαρτί των ευρωπαίων πράσινων και μέσω αυτού του διαρκούς, όπως νόμιζαν, διαβατηρίου, να πετύχουν και την ένταξή τους στο ελληνικό κοινοβούλιο και να μονιμοποιήσουν την παρουσία τους στην κεντρική πολιτική ζωή. Έμειναν εξαιρετικά ευάλωτοι στη συγκυρία και ξαναμπήκαν στη παλιά φάση των υπαρξιακών αναζητήσεων.
.
Η συγκυρία σήμερα είναι ιδανική για να ανοίξει ένας ουσιαστικός διάλογος για συγκλίσεις και ανακατατάξεις στον ευρύ αυτό χώρο.
.
Στην ουσία, μιλάμε για τρία υπαρκτά πολιτικά ρεύματα, με ένα ιστορικό βάθος, αλλά με διαφορετικές πορείες.
.
Η «αριστερά» (κομμουνιστική αρχικά και μετα-κομμουνιστική στη συνέχεια) και η διαχρονικότερη «σοσιαλδημοκρατία», που κυριάρχησαν πολιτικά στον 20ό αιώνα, νομίζω ότι έχουν εξαντλήσει, μάλλον έχουν εξαντληθεί στην προσπάθεια να αλλάξουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Δεν είναι ώρα να γίνει μια συνολική αποτίμηση της συνεισφοράς των δύο αυτών ρευμάτων στην ευρωπαϊκή πορεία, σημασία έχει να δούμε τι μπορεί να καταθέσουν στη σημερινή της φάση και κατάσταση. Με ποια εφόδια μπορούν να περάσουν στη νέα εποχή: Δημοκρατία, Μεταρρυθμισμός, Ευρωπαϊσμός, Νέα γενιά δικαιωμάτων. Κρίσιμα θέματα: εύρος και ρόλος αγοράς, κράτους, τεχνολογίας (δεν είναι καθόλου σαφής ο «χώρος» ανάμεσα στη φιλελεύθερη και την κομμουνιστική οπτική), κοινωνική οικονομία, ατομικό-συλλογικό στην περίοδο της κοινωνίας των πολιτών, κ.λπ.
.
Με την οικολογία, τα πράγματα βρίσκονται σε μια φάση «πριν». Αυτά που έχει να καταθέσει είναι ακόμη «άφθαρτα», αν και λιγότερο επεξεργασμένα.
.
.
Η οικολογία, αρχικά ως κλάδος της βιολογίας, εμφανίζεται στην περίοδο της ανόδου της βιομηχανικής επανάστασης ως μια απάντηση στον κατακερματισμό της γνώσης, με την εξειδίκευση που συνόδευε και υποστήριζε τη βιομηχανική επανάσταση (πρώτος ορισμός της οικολογίας το 1866 από τον Ερνστ Χαίκελ). Ένα σύστημα, ένας μηχανισμός, δεν είναι απλώς το άθροισμα των μερών του, αλλά εκτός από αυτό, είναι και οι μεταξύ τους σχέσεις. Έτσι θα έχουμε την εικόνα και την αίσθηση του «όλου». Αυτό απαιτεί και μια διεπιστημονική προσέγγιση για να το πετύχουμε. Η οικολογία, λοιπόν, εκτός από την καινούργια γνώση που έφερε, έβαλε και τις επιστήμες να συνεργαστούν, ανέδειξε το θέμα των «σχέσεων».
.
Τα (οικο)συστήματα είναι περίπλοκοι μηχανισμοί και οποιαδήποτε μεταβολή στις σχέσεις μεταξύ των τμημάτων τους μπορεί να δημιουργήσει «άλλα» συστήματα, με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Και οι μεταβολές στις σχέσεις αυτές μπορεί να προκληθούν από πολλές αιτίες, ενδογενείς ή εξωγενείς. 1 συν 1 συν 1, δεν κάνουν πάντα τρία. Ανάλογα με τη θέση του κάθε «1», το σύνολο μπορεί να είναι διαφορετικό.
.
Τα ανθρώπινα συστήματα είναι διαφορετικά, αλλά εξίσου και μάλλον περισσότερο πολύπλοκα. Και οποιαδήποτε αναγωγή τους σε σταθερά, αυστηρά και περίπου αμετάβλητα -σε κάθε ιστορική περίοδο- συστήματα, παράγει ψευδή εικόνα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και αν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων μετατρέπονται σε ένα πράγμα μόνον. Να αναχθούν, δηλαδή, σε μια «κυρίαρχη» αντίθεση, η οποία και θα καθορίζει το χαρακτήρα των πιθανών κοινωνικών συγκρούσεων.
.
Η πολιτική οικολογία, ανέδειξε μια νέα «γενιά αντιθέσεων», αυτών που κατά κύριο λόγο προέκυψαν με την εμφάνιση της βιομηχανικής κοινωνίας και πιο πολύ στη φάση της ωρίμανσής της. Έρχεται να αναδείξει τη μεγάλη πολλαπλότητα και πολυπλοκότητα των αντιθέσεων και των συγκρούσεων και όχι να τα ανάγει όλα σε μια «κυρίαρχη» αντίθεση. Ή, καλύτερα, να τονίσει τη σημασία και τον καθοριστικό ρόλο που ενίοτε παίζουν και οι «δευτερεύουσες» αντιθέσεις.
.
Η προσπάθεια να αναχθεί η πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων, οι μεταβαλλόμενες μορφές κοινωνικής σύγκρουσης σε ένα προκατασκευασμένο καλούπι ταξικής πάλης, οδηγεί σε μια επικίνδυνη απλοποίηση, σε μια χοντροκομμένη γενίκευση που αλλοιώνει πλήρως τα στοιχεία της αντίθεσης και το αντικείμενο της σύγκρουσης, κάθε φορά.
.
Η ποικιλία των αντιθέσεων οδηγεί και σε μια ποικιλία ανταγωνισμών, συγκρούσεων και αντιστάσεων. Ο περιορισμός τους σε μια εύκολη, εμπειρική αναγωγή στη σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, πάντα, αποτελεί μια πολιτικά ασυγχώρητη σχηματοποίηση και απλούστευση.
.
.
Ένας περίπλοκος κόσμος ανταγωνισμών χρειάζεται μια πολιτικά ισοδύναμη προσέγγιση για να εκφραστεί.
.
Δηλαδή, ο ένας -κυρίαρχος- ανταγωνισμός, μπορεί να είναι μια «πολλαπλότητα ανταγωνισμών». Δεν αρκεί να τοποθετούμε, έτσι απλά, δύο ομάδες ανθρώπων τη μία απέναντι από την άλλη με σκοπό την «ταξική πάλη», για να υποδηλώσουμε τον κοινωνικό ανταγωνισμό.
.
Η μεγάλη ποικιλία των κοινωνικών πρακτικών και του τρόπου που αυτές οι πρακτικές μετατρέπονται σε μορφές οργάνωσης, είναι αυτά που επηρεάζουν τους εκάστοτε ανταγωνισμούς και τα εκατέρωθεν «μέτωπα».
.
Τα οικολογικά και περιβαλλοντικά προβλήματα δεν φωτίζουν πάντα μια νέα πλευρά της «ταξικής πάλης» (καμιά φορά μπορεί να την εμπλουτίζουν), κυρίως φέρνουν στο φως νέες αντιθέσεις, σύνθετες, παράλληλες ή συμπληρωματικές στις «γνωστές», οι οποίες συχνά ξεφεύγουν από τα στενά καλούπια της ταξικής οπτικής.
.
Στα θέματα αυτά, η μεν αριστερά ενέταξε την οικολογία ως μια νέα «συνιστώσα» της ταξικής πάλης, ενώ η σοσιαλδημοκρατία περιορίστηκε πιο πολύ στην «τεχνική» πλευρά αυτών των προβλημάτων.
.
Στην πιο ώριμη φάση της, η οικολογική σκέψη ώθησε σε νέες επεξεργασίες στην αντιμετώπιση των αναπτυξιακών δεδομένων, με νέα μεθοδολογικά εργαλεία, κυριότερο από τα οποία είναι η «εσωτερίκευση του εξωτερικού περιβαλλοντικού κόστους», με επιστημονική επάρκεια και πειστικές εφαρμογές.
.
Μια σημαντική, επίσης, συνεισφορά της οικολογικής σκέψης, αφορά σίγουρα στην κριτική της έννοιας της «προόδου» που σημάδεψε την αριστερή σκέψη.
.
Τα περισσότερα πράσινα ευρωπαϊκά κόμματα αυτοπροσδιορίζονται και αυτοτοποθετούνται στο χώρο της αριστεράς και αυτό αναδεικνύει κοινές αξίες και διευκολύνει μια προγραμματική σύγκλιση. Στο οργανωτικό επίπεδο υπάρχει μια ποικιλία μορφών προσέγγισης, συνεργασίας ή και «συγχώνευσης» – συστέγασης σε κόμματα της Πράσινης Αριστεράς. Αλλού, η οικολογία είναι παρούσα ως συνιστώσα αριστερών κομμάτων. Η συνεργασία, ακόμη και σε κυβερνητικό επίπεδο, είναι περισσότερο διαδεδομένη. Δεν λείπουν, βέβαια και οι καχυποψίες και οι συγκρουσιακές καταστάσεις.
.
Υπάρχουν πολλά κυρίαρχα θέματα σε αυτές τις διεργασίες με τις αφετηριακές αποκλίσεις και τις διαφορετικές διαδρομές, αλλά και διαφωνίες ουσίας σε πολλά μείζονα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Απαιτούν διαδικασίες «μετασχηματισμού», κυρίως από το χώρο της αριστεράς, για να παραχθεί ένα αποτέλεσμα «κάτι παραπάνω» από το άθροισμα των δύο χώρων. Να εγκαταλειφθούν παραδοσιακές αντιλήψεις για την οικονομική μεγέθυνση, μια τεχνική, χρησιμοθηρική ερμηνεία της φύσης, μια φοβική προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης συνολικά και όχι μόνο της συγκεκριμένης εκδοχής της που βρίσκεται σε εξέλιξη, να ξαναδεί η αριστερά την «μετακρατικιστική» της ανάλυση για την οικονομία και την κοινωνία συνολικά και κυρίως τη σχέση της με τα κινήματα –παλαιά και νέα. Η σοσιαλδημοκρατία να δει την «αγορά» όχι ως την ομπρέλα του συνόλου των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων (αυτό που κάνει ο φιλελευθερισμός), αλλά ως ένα χώρο όπου ρυθμίζεται ένα υποσύνολο αυτών των σχέσεων.
.
Τα προβλήματα του περιβάλλοντος σήμερα από «κλαδικά-θεματικά», γίνονται κεντρικά, παράγοντες που επηρεάζουν ή και καθορίζουν μείζονες αναπτυξιακές επιλογές. Επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή, αλλά μπορεί να βάλουν και τη σφραγίδα τους σε επιλογές που μέχρι σήμερα θεωρούνταν «μη» περιβαλλοντικές. Το περιβάλλον, από ένα πρόβλημα που συνήθως ετίθετο εκ των υστέρων, δηλαδή, -κάνουμε ό,τι κάνουμε και στη συνέχεια ψάχνουμε να μειώσουμε τις επιπτώσεις στο περιβάλλον- αναγορεύεται σταδιακά σε «ισότιμο» εταίρο στις αναπτυξιακές επιλογές, από κοινού με τις οικονομικές και τις κοινωνικές παραμέτρους της ανάπτυξης.
.
Η οικολογική προσέγγιση ενίοτε πάσχει από μία αυτάρκεια έως μία αυταρέσκεια για τις αντιλήψεις που πρεσβεύει. Επιδίωξε να καταξιωθεί και να δικαιωθεί κοινωνικά, κυρίως μέσα από την προστασία του περιβάλλοντος (τα πρώτα υπουργεία που ανέλαβαν τα πράσινα κόμματα που συμμετείχαν σε κυβερνήσεις συνεργασίας, ήταν αυτά του περιβάλλοντος και όχι, π.χ. της γεωργίας, της παιδείας, του πολιτισμού, της ανάπτυξης). Βρέθηκαν όμως ανέτοιμα να χειρισθούν καταστάσεις κρίσεων και στα δύσκολα διλήμματα που τους τέθηκαν, απάντησαν με παραδοσιακό τρόπο. Δεν κατάφεραν να μετατρέψουν βασικές αξίες που πρεσβεύουν σε πειστική καθολική εναλλακτική πολιτική πρόταση για αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων. Δεν έχουν πετύχει να διαμορφώσουν ολοκληρωμένες προσεγγίσεις σε τομείς έξω από τα στενά «θεματικά» πλαίσια του περιβάλλοντος, που να πηγάζουν οργανικά, δομικά από τις αφετηριακές αξίες της οικολογίας.
.
Όσο κι αν ορισμένα διλήμματα έχουν ένα γενικό χαρακτήρα (αν η οικολογία είναι υποσύστημα της οικονομίας, αν ισχύει το αντίστροφο ή αν πρέπει να δεχθούμε μία ισοτιμία περιβαλλοντικών και οικονομικών όρων που να οδηγεί σε μία ενσωμάτωση των φυσικών πόρων στον οικονομικό σχεδιασμό, δηλαδή στην αειφορία, αν η αριστερά είναι υποσύνολο της οικολογίας ή το αντίστροφο, αν η προστασία του περιβάλλοντος γίνεται σε βάρος του αιτήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης, κ.ά.), ωστόσο, όλα αυτά μετατρέπονται σε πρακτικά και πολύ δύσκολα διλήμματα και απαιτούν προσεγγίσεις που πρέπει να πάνε «λίγο παραπέρα» από εκεί που βρίσκονται οι χώροι αυτοί σήμερα. Ούτε αφομοίωση του ενός από τον άλλο, ούτε απλή άθροιση. Καθόσον δεν υπάρχει μία αριστερά, μία σοσιαλδημοκρατία και μία οικολογία, δεν υπάρχει και ένα μοντέλο σύγκλισης. Το σημαντικό είναι μία αυτογνωσία των χώρων αυτών για τα -σημερινά- όρια των επεξεργασιών και των αναλύσεών τους, απ’ όπου να προκύπτει η επιλογή της σύγκλισης και της συστέγασης, ενδεχομένως.
.
Η αριστερά μιλάει εξ ονόματος μιας τάξης, η σοσιαλδημοκρατία έφτασε να μιλά στο όνομα της οικονομίας και της αγοράς, κυρίως, και η οικολογία εξ ονόματος ενός θέματος.
.
Η αριστερά, συνολικά, ξεκίνησε ως μια απάντηση στη φάση της βιομηχανικής επανάστασης, αλλά στόχευσε μόνο στο πεδίο της «βάσης», δηλαδή της οικονομίας, ενώ η οικολογία, ενώ ξεκίνησε στοχεύοντας στο «όλον», πολιτικά περιορίστηκε σε ένα «θέμα».
.
Το ζητούμενο είναι να βρούμε τη γλώσσα που θα απευθύνεται σε όλη την κοινωνία, ως «όλον», για όλα τα θέματα και να αναδείξει το «ομοούσιον» της ανάπτυξης, οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά.
.
Μια «Πράσινη Αριστερά», θα πρέπει να μιλά εξ ονόματος όλης της κοινωνίας και φυσικά, για το σύνολο των υποθέσεών της, το ίδιο πειστικά.
.
«Η ζωή δεν είναι παρά προσαρμογή στο περιβάλλον, και ο θάνατος αδυναμία προσαρμογής σ’ αυτό» (Φ. Πεσσόα).
.
Ενίοτε δεν πεθαίνεις, αλλά κερδίζεις μία περίοπτη θέση στο βασίλειο του περιθωρίου της ζωής!
.