Οι οικονομικές κρίσεις ποτέ δεν έλειψαν από τη χώρα, αλλά μέχρι τη Μεταπολίτευση η Ελλάδα πήγαινε από πολιτική κρίση σε πολιτική κρίση: Κίνημα στο Γουδή, Μικρασιατική Καταστροφή, δικτατορία του Μεταξά, Κατοχή, Εμφύλιος, μαύρη δημοκρατία στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και τέλος δικτατορία των συνταγματαρχών. Φυσικά όλες αυτές οι κρίσεις είχαν τις ιδιομορφίες τους. Ολες, όμως, ήταν κρίσεις μιας χώρας που πάσχιζε χωρίς επιτυχία να εγκαθιδρύσει μια πραγματική κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Θα τις ονομάσω «κρίσεις που είχαν ως ζητούμενο τη Δημοκρατία».
Η Μεταπολίτευση έθεσε τέλος σε αυτού του είδους τις υπαρξιακές κρίσεις. Το δημοψήφισμα έσβησε οριστικά τον βασιλιά ως τον αντίπαλο πόλο της δημοκρατίας και οι κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού που θεσπίστηκαν από το Σύνταγμα σε γενικές γραμμές τηρήθηκαν με αποτέλεσμα να έχουμε την πιο μακρά περίοδο ομαλής λειτουργία της Πολιτείας. Σταματήσαμε να έχουμε διαμάχες για την αυθεντικότητα των εκλογών, για το ποιος τις κέρδισε ή ποιος πρέπει να διοριστεί πρωθυπουργός και γενικά λειτουργούσαμε, τουλάχιστον τυπικά, σαν όλες τις δυτικοευρωπαϊκές δημοκρατίες.
Παρ’ όλα αυτά, δεν αποφύγαμε και πάλι μια νέα υπαρξιακή κρίση. Τη λέω υπαρξιακή διότι, όπως και οι πριν από τη Μεταπολίτευση κρίσεις, δεν απειλεί απλώς την ευημερία μας αλλά θέτει υπό αμφισβήτηση τη θέση μας στην Ευρώπη και τον κόσμο• μας κάνει να συζητάμε ποιοι είναι οι σύμμαχοι και οι φίλοι μας• θέτει εκ των πραγμάτων ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Η ειρωνεία είναι ότι μόλις λίγα χρόνια πριν λέγαμε με περισσή οίηση ότι εμείς δεν είμαστε μέρος του προβλήματος στα Βαλκάνια, ο πιο άχρηστος πρωθυπουργός που είχαμε, δε, με ύφος χιλίων καρδιναλίων έδινε συμβουλές στην Τουρκία τι πρέπει να κάνει για να μπει στην ΕΕ. Εδώ και τρία χρόνια βρισκόμαστε – σχεδόν σε καθημερινή βάση – στα πρωτοσέλιδα όλων των μέσων ενημέρωσης, είμαστε χωρίς αμφιβολία ένα από τα προβλήματα του κόσμου ολόκληρου.
Η κοινωνία που δημιουργήσαμε είναι σε αδιέξοδο και βιώνουμε μια νέα υπαρξιακή κρίση που, όμως, διαφέρει από τις προηγούμενες όχι ως προς το βάθος ή την οξύτητα αλλά ως προς το γενικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε. Ενώ οι προηγούμενες ήταν κρίσεις αναζήτησης της Δημοκρατίας, αυτή εδώ είναι κρίση εφαρμογής της Δημοκρατίας.
Τι πήγε στραβά αφού κανείς δεν κάθησε στον σβέρκο μας με το ζόρι, ούτε μας επέβαλε επιλογές ερήμην μας; Το έλλειμμα της Δημοκρατίας μας δεν εντοπίζεται στην τυπική λειτουργία των θεσμών αλλά στην ουσιαστική αποδοχή της φιλοσοφίας της από τους πολίτες. Η φιλοσοφία αυτή απαιτεί, μεταξύ άλλων, δύο θεμελιώδεις αρχές: την αναγνώριση της πλειοψηφίας να κυβερνά και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των άλλων. Και στις δύο αυτές αρχές το έλλειμμα της Δημοκρατίας μας είναι τεράστιο.
Η γενικευμένη ανομία, η οποία εμφανίζεται μάλιστα ως πολιτική ανυπακοή, είναι ενδεικτική της αμφισβήτησης της αρχής της πλειοψηφίας. Η αντίληψη «δεν μας αρέσει ένας νόμος, δεν θα τον εφαρμόσουμε» είναι αμφισβήτηση της ίδιας της αξίας της Δημοκρατίας. Αυτή με τη σειρά της συνεπάγεται ότι οι αλλαγές δεν εξαρτώνται από την αλλαγή κυβερνήσεων αλλά από την εξωκοινοβουλευτική απόκτηση δύναμης. Συνεπάγεται την κατάτμηση της κοινωνίας σε ομάδες συμφερόντων που αγωνίζονται να επιβάλουν τη δική τους θέληση, την επικράτηση της συντεχνιακής λογικής και τη διάλυση κάθε έννοιας γενικού συμφέροντος. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή π.χ. ή το λεγόμενο κίνημα «δεν χρωστάω, δεν πληρώνω» εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο αυτή τη συντεχνιακή λογική.
Η αδιαφορία για τα δικαιώματα των άλλων είναι έκδηλη σε πολλές εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Από την κατάληψη των πεζόδρομων από τα τροχοφόρα μέχρι τη βία στα γήπεδα. Το πιο χαρακτηριστικό και συχνό παράδειγμα είναι οι διαδηλώσεις μικρών ομάδων που παραλύουν τη συγκοινωνία σε όλο το Κέντρο της Αθήνας. Το συντεχνιακό συμφέρον επικρατεί οποιασδήποτε σκέψης και λογικής. Οι άλλοι μετρούν μόνο ως σύμμαχοι ή φίλοι στην υποστήριξη των εγωιστικών μας συμφερόντων, ποτέ ως άξιοι σεβασμού στην απόλαυση δικών τους δικαιωμάτων.
Αν ισχύουν τα παραπάνω, το ερώτημα είναι πώς καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια δημοκρατία χωρίς τα θεμελιώδη στοιχεία της ιδεολογίας της. Η γνώμη μου είναι πως η Αριστερά, η οποία κυριάρχησε ιδεολογικά στη Μεταπολίτευση, έχει βασική ευθύνη για το ιδεολογικό έλλειμμα της Δημοκρατίας. Η κομμουνιστογενής Αριστερά όχι μόνο δεν αποδέχθηκε ποτέ την αξία της Δημοκρατίας αλλά την αντιστρατευόταν απροκάλυπτα. Της κολλούσε πάντα κάποιο επίθετο, «αστική» ή «ταξική», και ευαγγελιζόταν ένα άλλο καθεστώς, τη δικτατορία του προλεταριάτου ή τη λαϊκή δημοκρατία, το οποίο εκ προοιμίου έπαιρνε το μέρος μιας τάξης ή του κόμματος. Η περίφημη φράση «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» βρήκε στη μεταπολιτευτική Ελλάδα τεράστια αποδοχή. Ο καθένας έβαζε τον εαυτό του στη θέση του εργάτη και θεωρούσε ότι το συμφέρον του πρέπει να είναι νόμος.
Το ΠΑΣΟΚ, ιδίως τη δεκαετία του 1980, ενστερνίσθηκε πλήρως την παλαιοκομμουνιστική ιδεολογία. Εγινε κυβέρνηση με τα συνθήματα της Αριστεράς και δεν είχε κανέναν δισταγμό να κυβερνήσει για το συμφέρον των δικών του παιδιών. Οι περίφημοι συνδικαλιστές του δημόσιου τομέα εφάρμοσαν κατά γράμμα τον κανόνα «νόμος είναι ό,τι με συμφέρει» και οι πολιτικοί διαχειρίσθηκαν την εξουσία, δημιουργώντας και εξυπηρετώντας πελατειακά συμφέροντα.
Η Δεξιά, πάλι, όχι μόνο αποδείχθηκε ανίκανη να αντιτάξει ένα όραμα φιλελεύθερης ιδεολογίας αλλά υιοθέτησε την ίδια εν πολλοίς με την Αριστερά συντεχνιακή αντίληψη της κοινωνίας. Εξυπηρέτησε και αυτή τα δικά της παιδιά και συνέβαλε στον κατακερματισμό της κοινωνίας σε ένα πλήθος ιδιοτελών και εγωιστικών συμφερόντων. Ακόμη και σήμερα ακούς τους συνδικαλιστές της Νέας Δημοκρατίας να μιλούν και, αν δεν ξέρεις ποιοι είναι, αναρωτιέσαι αν είναι αριστεροί ή δεξιοί. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλούς πολιτικούς. Ο Γιάννης Δημαράς, π.χ., πού κατατάσσεται; Στην Αριστερά ή τη Δεξιά;
Προφανώς το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ που κυβέρνησαν στη Μεταπολίτευση είναι οι βασικοί υπεύθυνοι για την εφαρμογή της Δημοκρατίας. Για το ιδεολογικό έλλειμμα της Δημοκρατίας όμως, έχει μεγάλη ευθύνη η Αριστερά. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο ΚΚΕ αλλά σε διάφορους διανοούμενους που δεν έχαναν ευκαιρία να υποστηρίξουν ότι η αστική δημοκρατία δεν αποτελεί αξία. Θα θυμίσω μια παλιά και ξεχασμένη διαμάχη: Οταν ο Σαρτζετάκης εξελέγη Πρόεδρος Δημοκρατίας, 116 διανοούμενοι της Αριστεράς αντιτάχθηκαν στα περίφημα μπλε ψηφοδέλτια διακηρύσσοντας ότι η Δημοκρατία δεν είναι μέσον αλλά αυτοσκοπός. Ο Κ. Τσουκαλάς τούς κατακεραύνωσε λέγοντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι γυρίζουν στους κόλπους της «αστικής οικογένειας». Η Αριστερά που απέδιδε αξία στη δημοκρατία ήταν πάντα μειοψηφία, χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό βάρος.
Στη σημερινή κρίση πολλοί ανέχονται ακόμη και χυδαίες επιθέσεις κατά της Δημοκρατίας. Αυτές βεβαίως δεν εκπορεύονται μόνο εξ αριστερών. Λίγη σημασία έχει αν η δημοκρατία μας σπάσει από αριστερά ή δεξιά. Η χώρα μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης μπορεί μαζί με τα βρωμόνερα της Μεταπολίτευσης να πετάξει και το μωρό της• να χάσει το βασικό κεκτημένο που είναι ο ομαλός δημοκρατικός της βίος. Μπορεί να γυρίσει πριν από το 1974, σε μια περίοδο κρίσεων που είχαν ως ζητούμενο τη Δημοκρατία.
Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών