Την έκρηξη του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Παπαδημούλη προκάλεσε η κριτική του ΠΑΣΟΚ για τις ευθύνες που έχει η Αριστερά σχετικά με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Και χαρακτήρισε την κριτική του κ. Φ. Σαχινίδη «προσβολή» στην αλήθεια, την ιστορία και τους αντιφασιστικούς αγώνες της Αριστεράς. Και ως προς τους αγώνες ασφαλώς έχει δίκιο.
Η Αριστερά, όταν δεν εξομοίωνε τους σοσιαλφασίστες με τους φασίστες, αντιπροσώπευε πάντα τον άλλο πόλο της ακροδεξιάς. Η ιστορία, όμως, κρύβει ορισμένες φορές και εκπλήξεις. Οπως για παράδειγμα στη Μασσαλία, όπου ολόκληρες οργανώσεις του Κ. Κ. Γαλλίας πέρασαν στο ακροδεξιό μέτωπο του Λεπέν ή στην Ιταλία, όπου ανάλογα φαινόμενα παρατηρήθηκαν με τη Λίγκα του Βορρά.
Κανείς, φυσικά, δεν έχει την πρόθεση να συγκρίνει τον Μιχαλολιάκο με τον Τσίπρα. Και είναι σαφές ότι ο φασισμός και η Αριστερά ανήκουν σε απόλυτα διακριτές πολιτικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές παραδόσεις. Είτε αρέσει είτε όχι, η Αριστερά αποτελεί και αυτή παιδί του διαφωτισμού. Γι’ αυτό και η συμπερίληψή της στη «μεγάλη δημοκρατική παράταξη». Από εκεί, άλλωστε, πηγάζουν και οι διαμετρικά αντίθετες θέσεις που έχουν οι δύο χώροι στο ζήτημα των μεταναστών ή σε κοινωνικά ζητήματα, όπως τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων.
Δεν μπορεί κανείς, ωστόσο, να μη σημειώσει μια σειρά από ζητήματα στα οποία οι πολιτικές θέσεις των δύο χώρων παρουσιάζουν ηχηρές συμπτώσεις. Η αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση και η υιοθέτηση ενός οικονομικού εθνικισμού, για παράδειγμα, όπως και η αντίθεση στην απελευθέρωση της αγοράς. Η κριτική για τη «σαπίλα» του συστήματος, τις διεφθαρμένες ελίτ ή τις μεγάλες πολυεθνικές.
Ακόμα και ως προς τη βία η ανοχή της Αριστεράς -αν όχι η συμμετοχή- σε προπηλακισμούς πολιτικών ή εντοιχισμούς καθηγητών, όπως βέβαια και η λογική της «επαναστατικής» βίας, της «αντίστασης» και της «κοινωνικής ανυπακοής» φέρνουν τις πρακτικές των δύο πλευρών επικίνδυνα κοντά.
Η Αριστερά και η ακροδεξιά, όμως, συμμερίζονται και κάτι ακόμα, πολύ πιο ουσιαστικό: την περιφρόνηση προς το «σύστημα», προς τον τύπο αλλά και την ουσία της αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας. Πόσες φορές, για παράδειγμα, η Αριστερά δεν έχει αμφισβητήσει τη «νομιμοποίηση» της κυβέρνησης να πάρει αποφάσεις με τις οποίες διαφωνεί; Και πόσες φορές δεν μας έχουν εξηγήσει ότι η αληθινή νομιμοποίηση δεν προκύπτει από τη Βουλή, αλλά από τους «κοινωνικούς αγώνες» στους δρόμους και στα πεζοδρόμια;
Μέχρι σήμερα, αυτή η κριτική ήταν απόλυτα μειοψηφική στην ελληνική κοινωνία. Οχι, πια. Σε αυτό προφανώς έχει παίξει ρόλο καταλύτη η οικονομική κρίση. Δεν ευθύνεται μόνον αυτή, όμως. Γιατί πρέπει να ομολογήσουμε ότι πράγματι έχουμε δημιουργήσει ένα προβληματικό κράτος και μια δυσλειτουργική δημοκρατία. Το βλέπει κανείς παντού: στις εφορίες, στα πανεπιστήμια, στα νοσοκομεία, στις πολεοδομίες, στην ασφάλεια, στο κέντρο της Αθήνας ή στο λιμάνι της Πάτρας, στα σχολεία, στα δικαστήρια και, βέβαια, στη Βουλή και στην ποιότητα του δημόσιου διαλόγου.
Ολα αυτά δεν τα προκάλεσε η κρίση. Προϋπήρχαν. Και αν θέλουμε να αποφύγουμε περίπλοκες κοινωνιολογικές θεωρίες, εξηγούν πάρα πολύ καλά γιατί με τόση ευκολία τόσες χιλιάδες Ελληνες γυρίζουν την πλάτη τους στη δημοκρατία. Αν εκεί βρίσκεται το πρόβλημα, τότε εκεί είναι και η λύση. Κι αν η Αριστερά θέλει να συμβάλει στην επίλυσή του, ας βοηθήσει να γίνουν το κράτος και η δημοκρατία μας πιο λειτουργικά.
Α, και την επόμενη φορά που κάποιος θα πετάξει γιαούρτι, αντί να το χαρακτηρίσουν δροσιστικό, ας σκεφτούν σε ποιανού τη μούρη πέφτει!