Η δημόσια αντιπαράθεση για τα αρχαία έδειξε για πολλοστή φορά ότι συζητούμε με κοινοτοπίες και συνθήματα, καθηλωμένοι σε αντιδικίες του παρελθόντος, αδιάφοροι για την ουσία και τη συνθετότητα των προβλημάτων.
Στη συζήτηση στη Βουλή για το Νέο Λύκειο, όπου αποφασίστηκαν ακόμη και οι ώρες διδασκαλίας των μαθημάτων, δεν παρουσιάστηκαν μελέτες για να τεκμηριωθούν οι προτάσεις που έγιναν αλλά διατυπώθηκαν ιδεολογικά περιχαρακωμένες απόψεις. Ως συνήθως, η Δεξιά προασπίζεται την αρχαιοελληνική και ορθόδοξη παράδοση και η Αριστερά ενδιαφέρεται με παλινωδίες να την περιορίσει. Λέω με παλινωδίες διότι, ενώ γενικά η Αριστερά λέει πως υπερασπίζεται τις ανθρωπιστικές σπουδές και καταδικάζει τη χρησιμοθηρική γνώση, στη συγκεκριμένη περίπτωση καταδίκασε τα αρχαία ως νεκρά και άρα (;) άχρηστα (χρήσιμα, και άρα υποχρεωτικά, μόνο στους μαθητές που επιλέγουν κλασική παιδεία). Και ενώ ο περιορισμός των αρχαίων σημαίνει μείωση των φιλολόγων, η Αριστερά δεν συμφώνησε με τον περιορισμό του αριθμού των εισακτέων στις φιλολογικές σχολές ούτε συμφώνησε με τη συγχώνευση τμημάτων Θεολογίας. Ο,τι να ?ναι και ό,τι βολεύει κάθε φορά, αρκεί να ακούγεται αφηρημένα προοδευτικό και να εξυπηρετεί επικοινωνιακές στοχεύσεις.
Μπορεί στην εκπαίδευση να είναι κριτήριο το τι είναι χρήσιμο ή τι δεν μισούν τα παιδιά; Τι σημαίνει «χρήσιμο»; Χρήσιμο για τους μαθητές ή για την κοινωνία συνολικά, για το αύριο ή για το απώτερο μέλλον; Συμβιβάζονται πάντοτε όλα αυτά; Και τι είναι χρήσιμο στους μαθητές; Αυτό που θα τους βοηθήσει στην επαγγελματική τους αποκατάσταση την οποία θα προεξοφλούν από τα θρανία; Και πώς θα ανακαλύψουν οι μαθητές την κλίση τους αν δεν τους προσφέρει το σχολείο τη δυνατότητα να γνωρίσουν πολλές διαφορετικές διαδρομές; Και ποιος θα κρίνει τι είναι χρήσιμο στους μαθητές; Οι ίδιοι, οι καθηγητές, οι γονείς, η Βουλή, το υπουργείο; Σίγουρα οι μαθητές, ειδικά στο λύκειο, πρέπει να έχουν δυνατότητες επιλογής, το σχολείο όμως δεν είναι μόνο απόλαυση, προϋποθέτει και πειθαρχία. Αν δεν μάθεις να πειθαρχείς σε έναν τρόπο σκέψης και πράξης (τον μαθηματικό, τον φιλοσοφικό, τον εμπειρικό/επιστημονικό, τον θεολογικό, τον μουσικό, τον αθλητικό κτλ.), δεν θα μπορέσεις να τον κατακτήσεις και στη συνέχεια κάποτε να υπερβείς τα σπουδαία επιτεύγματά του. Και η πιο καινοτόμα δημιουργία δεν είναι παρά μια αναμέτρηση με την παράδοση των επί μέρους κλάδων στην οποία μας μυεί το σχολείο ακόμη και με στοιχεία καταναγκασμού. Γι? αυτό το τι μισούν οι μαθητές δεν είναι κριτήριο για το τι δεν πρέπει να μάθουν. Γιατί τότε θα έπρεπε να περιορίσουμε, π.χ., και τα μαθηματικά αφού αρκετοί τα μισούν και τα τρέμουν.
Το τι πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία δεν πρέπει να προκύπτει από τις πιέσεις των συντεχνιών (αν έχουν ισχύ οι κοινωνιολόγοι διδάσκεται κοινωνιολογία, αν ο υπουργός είναι οικονομολόγος διδάσκονται οικονομικά κτλ.) αλλά από τις προτεραιότητες που θέτουμε ως κοινωνία και από συγκεκριμένες έρευνες που δείχνουν πότε και πώς πρέπει να διδασκόμαστε τα μαθηματικά, τη μουσική, τη φυσική, τα αρχαία. Η μέθοδος που μαθαίνουμε τα αρχαία είναι προφανές ότι πάσχει αφού, παρά τα χρόνια διδασκαλίας, μετά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ούτε μία παράγραφο, όχι από τον Ομηρο που είναι μακρινός αλλά ούτε από τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη, ενώ στο εξωτερικό μαθαίνουν σε πολύ λίγο χρόνο να διαβάζουν αρχαιοελληνικά κείμενα. Ούτε το πότε πρέπει να τα διδασκόμαστε έχει μελετηθεί εμπειρικά. Για το θέμα έχουν εκφραστεί προσωπικά σπουδαίοι φιλόλογοι στο παρελθόν, όπως ο Εμμ. Κριαράς και ο Δ. Μαρωνίτης, αλλά σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, όταν το επίδικο ήταν η καθιέρωση της δημοτικής και η απαλλαγή από την εθνικιστική καπηλεία. Επίσης δεν έχει μελετηθεί κατά πόσον η διδασκαλία των αρχαίων κειμένων από μετάφραση βοήθησε την αρχαιογνωσία και τη συνολική συγκρότηση των μαθητών όταν επιχειρήθηκε για ένα διάστημα. Λέγεται δε ότι το σημαντικό δεν είναι τα αρχαία αλλά τα νοήματα που εξέφρασε η αρχαία ελληνική γλώσσα και αυτά πρέπει να συλλάβουμε με τη νέα ελληνική. Μα δεν υπάρχουν νοήματα χωρίς γλώσσα. Δεν είναι τα νοήματα κάποιες οντότητες σαν τις πλατωνικές ιδέες που αιωρούνται ελεύθερα αναμένοντας να συλληφθούν από τις λέξεις των εκάστοτε γλωσσών. Δεν είναι οι λέξεις σκεύη που γεμίζουν από νοήματα. Τα νοήματα δεν είναι παρά οι χρήσεις των λέξεων σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Και πρέπει κανείς να μάθει τις χρήσεις αυτές (γραμματικές, συντακτικές, λογοτεχνικές, επιστημονικές, καθημερινές κτλ.), δηλαδή τη γλώσσα, για να καταλάβει το πλήθος και τις διαφοροποιήσεις των νοημάτων. Η μετάφραση, ακόμη κι όταν είναι προσεκτική, κινδυνεύει να εξομοιώνει υπερβολικά την αρχαία με τη σύγχρονη γλώσσα εξαφανίζοντας με αναχρονισμούς τις διαφορές ή να υπερτονίζει την ξενότητα. Η εξοικείωση με την ίδια τη γλώσσα μάς γνωρίζει και τα νοήματα.
Στη συζήτηση για τα αρχαία και τα θρησκευτικά αναδείχθηκαν για άλλη μία φορά δύο θέματα:
1. Εξακολουθούμε στην εκπαίδευση να ενδιαφερόμαστε για την ιδεολογία και όχι για την ουσία, για την εξυπηρέτηση συντεχνιών και όχι για τα προβλήματα. Μας αρκεί να παράγουμε παπαγάλους στο λύκειο για να περνούν στον διαγωνισμό παπαγαλίας για το Πανεπιστήμιο, από το οποίο θα αποφοιτήσουν πάλι σε πολλά μαθήματα διά της παπαγαλίας (ή διά της ανοχής). Οσο υπήρχε η προοπτική του διορισμού στο Δημόσιο αυτό δεν ήταν πρόβλημα γιατί δεν είχαν σημασία οι γνώσεις αλλά απλώς το χαρτί (και μετά ίσως οι γνωριμίες). Τώρα που εξέλιπε ο διορισμός, από αδράνεια, αδιαφορία και ιδεολογικές εμμονές, η νεολαία της χώρας εγκαταλείπεται και πάλι στη μοίρα της, έρμαιο ανούσιων σκιαμαχιών και προσωπικών στρατηγικών.
2. Η Αριστερά εξακολουθεί να χαρίζει την ελληνική αρχαιότητα στη Δεξιά για να τη συντηρεί ως λείψανο στις σκονισμένες φιλοσοφικές σχολές και στην Ακαδημία ή για να τη σκυλεύουν γραφικοί, απελέκητοι τραμπούκοι και αγράμματοι. Οι επιφυλάξεις της Αριστεράς είχαν νόημα όταν η αρχαιότητα προβαλλόταν ως απαράμιλλο ιδεώδες που μείωνε τους σύγχρονους Ελληνες ή όταν τα αρχαία και η καθαρεύουσα απέκλειαν από τα δημόσια πράγματα όσους δεν τις κατείχαν. Σήμερα που έχει λυθεί το ζήτημα της δημοτικής, η περιφρόνηση της ελληνικής αρχαιότητας ενισχύει τη συντηρητική αρχαιολαγνεία και εθνικόφρονα ρητορική, δείχνει άγνοια και καθήλωση σε απαγγελίες στερεοτύπων.
Η ελληνική αρχαιότητα αποτελεί κιβωτό της ανθρωπότητας. Μελετάται αδιάκοπα επί περίπου 3.000 χρόνια και συγκροτεί σήμερα μια θάλλουσα παγκόσμια κοινότητα. Το ενδιαφέρον δεν είναι μόνο ιστοριοδιφικό καθώς συχνά αναζητούμε στα αρχαία ελληνικά γράμματα όχι έτοιμες απαντήσεις αλλά διαφοροποιημένους τρόπους και έννοιες για να αντιμετωπίσουμε σύγχρονα προβλήματα (βλ., π.χ., την αναβίωση της αριστοτελικής ηθικής). Για μας που η ελληνική αρχαιότητα είναι μέρος της καθημερινότητάς μας, με τα πολυάριθμα ίχνη της στο τοπίο και στη γλώσσα μας, θα μπορούσε η μελέτη της να μας δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα διεθνώς, τόσο ακαδημαϊκά όσο και στην οικονομία. Πόσο συνέβαλε η Αριστερά με την απαξίωση για ό,τι αρχαίο στο περιρρέον κλίμα δεκαετιών που έκανε τους καλούς και πιο δυναμικούς μαθητές να στρέφουν τα νώτα τους στη στεγνή αρχαιότητα της συντήρησης για να ακολουθήσουν ως μονόδρομο τις επιστήμες της προόδου; Αν φυσήξει ένα αεράκι ανανέωσης στις αρχαιοελληνικές σπουδές, θα υπάρχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα (με δουλειές και πραγματικό όφελος, οικονομικό και διανοητικό) σε ένα πλήθος τομέων: εκδόσεις, ερευνητικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, συνέδρια, θερινά και χειμερινά σχολεία, ανταλλαγές, επισκέψεις ερευνητών και τουριστών. Αν αφήσουμε τις παρωπίδες μας, μπορεί να ασχοληθούμε κάποτε και με την ουσία.