Η συζήτηση περί του βαθμού αριστεροσύνης και εθνικοφροσύνης στους οικείους πολιτικούς χώρους καλά κρατεί, αν και γίνεται με παλιούς όρους. Αναπαράγονται κλισέ επιχειρήματα και συνθήματα περασμένων γενεών και ετών και η συζήτηση παραπέμπει περισσότερο σε ομιλούσες κομμένες κεφαλές παρά σε διάλογο παλαιών πολεμιστών.
Ευφυείς και παρατηρητικοί πολιτικοί αναλυτές, όπως ο Σ. Φαναράς, αναζητούν, όμως, την καθοδηγούσα διχοτομία στον λόγο και την πρακτική των εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος, πίσω από την φαινομενική διάκριση μεταξύ «δεξιών» και «αριστερών». Έτσι, για παράδειγμα, η σύγκρουση αριστερών-δεξιών κατά την περίοδο των μνημονίων δεν υπέκρυπτε παρά την πραγματική διχοτομία μεταξύ μνημονιακών και αντι-μνημονιακών. Υπό την διχοτομία αυτή μπορούσαν να υπάρξουν (και υπήρξαν) παράδοξες έως εξωφρενικές συμπλεύσεις αριστεροδεξιών ποκίλων ενδιάμεσων αποχρώσεων. Αλλά και η πολλά υποσχόμενη επιστροφή στην κανονικότητα που ακολούθησε δεν υπέκρυπτε την ένταση του σχίσματος μεταξύ δεξιάς και αριστεράς (εννοείται ούτε μεταξύ κεντροδεξιάς-κεντροαριστεράς) αλλά την ένταση μεταξύ του προσωποκεντρικού-πρωθυπουργοκεντρικού και του συλλογικού στυλ άσκησης εξουσίας. Αντιστοιχίες μπορεί να βρει κανείς και στα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπου κάτω από τις «διαφορές-με-το-ζόρι» υποψηφίων για την αρχηγία τους, υποκρύπτονται προσωπικές και αισθητικές διχοτομίες.
Εν τω μεταξύ εάν κάποιος από τους αναλυτές και δημοσιολογούντες κατέβαινε στο πεδίο εφαρμογής των πραγματικών δημόσιων πολιτικών, θα έβλεπε, ευκρινώς, ότι μια θέση στη ΜΕΘ ενός νοσοκομείου ή η πώληση/μεταβίβαση ενός οικοπέδου, η αδειοδότηση και ο έλεγχος λειτουργίας ενός καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, ακόμη και μια θέση σε δημόσιο baby parking, αποφασίζονται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές και πρακτικές του παλιού, καλού πελατειασμού. Η διχοτομία «αριστερών» και «δεξιών» ανανοηματοδοτείται και εδώ με βάση μια άλλη που αναγνωρίζει ως ένα πόλο της τον «δικό μας» και τον «άλλο» ως ένα δεύτερο. Ο δικός μας μπορεί να είναι αριστερός η δεξιός, αδιάφορα, αρκεί η σύσταση γι αυτόν να έρχεται από το κατάλληλο πρόσωπο. Δεν υπάρχουν θεσμοί και οργανώσεις παρά μόνο πρόσωπα, η καταλληλότητα των οποίων ορίζεται με βάση το σύστημα αξιών του πελατειασμού, τη θέση του πάτρωνα στο κυβερνητικό σχήμα και την απήχησή του στη δημόσια σφαίρα.
Αυτές οι δύο διαφορετικές συζητήσεις και εικόνες, η φαινομενική και η πραγματική, φαίνεται ότι μπορούν να συνεξελίσσονται και να συνυπάρχουν. Μάλιστα, φαίνεται ως εάν η μια να συντηρεί και να είναι συμβατή με την άλλη. Είναι, άραγε, οι δύο όψεις ενός νομίσματος; Είναι μια «σύγκρουση» μεταξύ δεξιάς και αριστεράς σε φόντο πελατειακό; Η μήπως το σχήμα «αριστερά»-«δεξιά» δεν αποτελεί παρά μια υπερ-κωδικοποίηση, μια εννοιολογική κατασκευή δευτέρου επιπέδου, όπου στο πρώτο μπορεί να υπάρχουν και να λειτουργούν ποικίλες, κατά χώρα, διαφορετικού περιεχομένου και ιστορικότητας διχοτομίες;
Οι διχοτομίες δεν είναι, βέβαια, άγραφα, αμετακίνητα και σταθερά στο χρόνο προτάγματα. Διαμορφώνονται μετά από συνεχή αλληλεπίδραση του πολιτικού συστήματος με το περιβάλλον του.
Πιστεύοντας, λοιπόν, ότι, σήμερα, το περιβάλλον του πολιτικού συστήματος (βλ. τα κοινωνικά συστήματα της οικονομίας, του δικαίου, της ηθικής κλπ) αναζητά ένα νέο παράδειγμα- κάτι που να μπορεί να επανανοηματοδοτήσει την κρατούσα διχοτομία- η έστω να της παρεμβάλλει εμπόδια που θα αλλοιώνουν και θα εμποδίζουν την αναπαραγωγή της- θεωρώ ότι η Διακυβέρνηση- χρηστή στον ένα πόλο της-κακή στον άλλο- μπορεί να λειτουργήσει ως τέτοια. Η Διακυβέρνηση ακυρώνει τις οριοθετήσεις παλαιότερων εποχών μεταξύ αποφάσεων που λαμβάνονται στο υψηλότερο επίπεδο αλλά δεν υλοποιούνται στο χαμηλότερο με το πρόσχημα της διάκρισης των εξουσιών, η οποία, κατά τα λοιπά, μπορεί να ακυρώνεται, με τη συνύπαρξη των ιδιοτήτων βουλευτή–υπουργού στο ίδιο πρόσωπο.
Η Διακυβέρνηση προτείνει και δέχεται τη συνύπαρξη των κριτηρίων της νομιμότητας με εκείνα της αποτελσματικότητας και της αποδοτικότητας. Συμπεριλαβάνει την διαφάνεια και την ακεραιότητα στη λειτουργία των θεσμών και των ΜΜΕ. Καταργεί τη διάκριση μεταξύ της αξιολόγησης των πεπραγμένων των κυβερνήσεων και επιπέδων διοίκησης από τους πολίτες και της αξιολόγησης της διοικητικής επιστήμης.
Μπορεί στη θέση του προκατασκευασμένων νοημάτων της δεξιάς και της αριστεράς να υπεισέλθει μια διάκριση μεταξύ εκείνων που μάχονται εναντίον του πελατειασμού απέναντι στους εγγυητές της πελατοκρατίας; Μπορεί η σύγκρουση αριστερών και δεξιών να αποκτήσει νόημα μεταξύ εκείνων που προάγουν και ασκούν μια χρηστή διακυβέρνηση κι εκείνων που ασκούν μια κακή διακυβέρνηση;
Δεν ξέρω εάν ένας τέτοιος αναπροσανατολισμός και ανανοηματοδότηση του διλήμματος «δεξιάς»-«αριστεράς» θα συμβεί, όντως, κι εάν θα οδηγούσε στην επίλυση παλαιών και νεών δημόσιων προβλημάτων.
Ξέρω όμως ότι μια τέοτια προσπάθεια θα συναντούσε το ενδιαφέρον πολλών ενεργών πολιτών.