Στην πολιτική η αδικία είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Μετά τη Βρετανία, την παγκόσμια οικονομία, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις πιο αδύναμες χώρες και την πολιτική γενικώς, ένα έμμεσο θύμα του Brexit είναι πιθανό να είναι η Αριστερά. Εννοείται ότι μιλάμε, τουλάχιστον μέσα από αυτές τις στήλες, για την πραγματική Αριστερά: εκείνην που πράττει δημοκρατικώς χωρίς να φλυαρεί περί δημοκρατίας, που προστατεύει τα πιο ευαίσθητα κοινωνικά στρώματα μέσα από την αλήθεια και όχι το ψέμα, που είναι διεθνιστική από επιλογή και όχι από φόβο, που καταλαβαίνει ότι το ρολόι της Ιστορίας πρέπει να πάει μπροστά και όχι πίσω, που εμπιστεύεται χωρίς να χειραγωγεί το λαό και χωρίς να του φορτώνει τις δικές της ευθύνες.
Ε, λοιπόν, αυτή η Αριστερά κινδυνεύει, εφόσον απειλείται η Ευρώπη και η Δημοκρατία. Και πρέπει κάτι να κάνει. Ξεκινώντας από τα του οίκου της.
Οι διαλυτικές τάσεις που αντιμετωπίζει το Εργατικό κόμμα της Βρετανίας, μετά από ένα δημοψήφισμα που ούτε το θέλησε ούτε το πάλεψε, είναι απολύτως ενδεικτικές της μοίρας που περιμένει μια «Αριστερά του έτσι κι έτσι»: και με την παγκοσμιοποίηση και με την εθνική κυριαρχία, και με την ανοιχτή οικονομία και με τον προστατευτισμό, και με την Ευρώπη και με τα κράτη έθνη, και με τις αρχές και με τον τακτικισμό. Ο ηγέτης των Εργατικών αντιμετωπίζει σήμερα μια ανοιχτή ανταρσία, γιατί κυριαρχεί η υπόνοια ότι δεν πίστευε, ή δεν πίστευε αρκετά, σε αυτά που καλούσε τους συμπατριώτες του να ψηφίσουν –και γι’αυτό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στα προπύργια του κόμματός του ήταν απογοητευτικό. Πριν από το πολυσυζητημένο «αφήγημα», η Αριστερά, ιδίως σε εποχές με τέτοια έλλειψη πυξίδας σαν τη σημερινή, οφείλει να αποδείξει ότι έχει αρχές. Κι ότι παλεύει γι’ αυτές -χωρίς να κοιτάει, σε πρώτο τουλάχιστον χρόνο, τις εκλογικές τους συνέπειες: μόνο έτσι (ξανα)χτίζεται η αξιοπιστία.
Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία –χρειάζεται βέβαια πολλή συζήτηση- για να αναδειχθούν αυτές οι αρχές. Επιλογές υπέρ του γενικού και όχι του κομματικού συμφέροντος. Περισσότερη αλλά εφικτή Ευρώπη: από την ουτοπία του φεντεραλισμού στην υλοποίηση κοινής –οικονομικής αλλά όχι μόνο- διακυβέρνησης. Συμμετοχή σε κυβερνήσεις με προοδευτικό, στα έργα κι όχι στα λόγια, προσανατολισμό. Αποδοχή απώλειας «κυριαρχίας» στο πλαίσιο της οικοδόμησης ακριβώς του κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος. Προσπάθεια εξήγησης αυτής της στάσης με λογικά αλλά όχι άψυχα επιχειρήματα. Υπηρέτηση της ουσίας των θεσμών –της θεσμικής πράξης- και όχι αέναη συζήτηση περί της νομικής τους κατάστρωσης.
Αν δεχτούμε αυτές τις αρχές, η «μετάφραση» σε κάποια βασικά δικά μας θα σήμαινε: Επιμονή στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και στην ευρωπαϊκή συμμετοχή κόντρα στα «μηνύματα» της εποχής -που, εξάλλου, ήδη αλλάζουν, με πρώτη τη Βρετανία, μόλις κατακάθισαν οι συνέπειες του δημοψηφίσματος. Αντιπολίτευση αρχών και σοβαρότητας απέναντι σε μια κυβέρνησης από την οποία λείπουν και τα δύο. Συγκρότηση σχεδίου ανάπτυξης με βάση την κοινή λογική, τις ανάγκες της εποχής και τις διεθνείς εξελίξεις, χωρίς ιδεολογήματα αλλά και με σαφείς τομές και επιλογές. Απόκρουση των περί θεσμών (εκλογικός νόμος, Σύνταγμα) φληναφημάτων που μόνο στόχο έχουν τον αντιπερισπασμό. Συζήτηση ουσίας και όχι εξουσίας με όλους όσους θέλουν να αλλάξουμε σελίδα, χωρίς να αλλάξουμε ήπειρο –γεωγραφική και ψυχική.
Μόνο έτσι θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει εγερτήριο άγγελμα ο βρετανικός παραλογισμός. Αλλά και πάλι η κρίσιμη λέξη είναι το «ίσως».