Αποτίμηση

Μαριλένα Κοππά 30 Νοε 2012

Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι το δράμα του Σαββατοκύριακου αφορούσε έναν κοινοτικό προϋπολογισμό λίγο μικρότερο από το 1% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και ένα δημόσιο χρέος μιας χώρας που αντιστοιχεί σε κάτι λιγότερο από το 2,5% του ΑΕΠ της Ε.Ε. Οι Βρυξέλλες, για μια ακόμα φορά επέδειξαν μηδενική πυγμή και πολιτική πρωτοβουλία. Ακόμα είμαστε στη φάση διαχείρισης μιας παρακμής, τόσο του κοινωνικού κράτους και της μεσαίας τάξης, όσο και της συνοχής της Ε.Ε.

Οι θριαμβολογίες είναι ανεδαφικές. Ας κρατήσουμε τα εξής: Θα εκταμιευθεί η «δόση μαμούθ». Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μας αποδώσει τα κέρδη από την αγορά ομολόγων που έκανε σε τιμή ευκαιρίας το 2010-2011. Έχουμε μορατόριουμ για την καταβολή τόκων στα δάνεια του Μνημονίου ΙΙ για δεκαπέντε χρόνια. Και θα μειωθεί το επιτόκιο της πρώτης δανειακής σύμβασης, εάν αυτό το μέτρο εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια των χωρών-μελών της ΟΝΕ.

Το τελευταίο είναι ένα μεγάλο «εάν», δεδομένου ότι με μείωση του επιτοκίου κατά 1%, η Γερμανία μπορεί ακόμα να βγάλει ένα μικρό κέρδος από τη δανειακή σύμβαση, αφού η ίδια δανείζεται με μηδενικό επιτόκιο. Αντίθετα, Ιταλία και Ισπανία, καλούνται να βάλουν το χέρι στην τσέπη, επιδοτώντας το δανεισμό μας σε μια «μάλλον δύσκολη» οικονομική συγκυρία. Κατ’ αναλογία, αυτό θυμίζει το μεγάλο παράπονο των φορολογουμένων, «Πάλι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι θα την πληρώσουν!». Κανένα κόστος για τη Γερμανία, που είναι βεβαίως σε προεκλογική περίοδο, αν και η Γερμανία είναι διαρκώς σε προεκλογική περίοδο, δεδομένης της Ομοσπονδιακής της διάρθρωσης.

Όσον αφορά την επαναγορά χρέους, εδώ τα ερωτήματα είναι πολλά. Πρώτο ερώτημα: Πώς και γιατί κάποιος με ομόλογα που διέπονται από αγγλικό δίκαιο, θα δεχτεί να πληρωθεί το 35% της ονομαστικής τους αξίας. Μπορούμε ίσως να εξαναγκάσουμε τα ασφαλιστικά μας ταμεία να το αποδεχτούν. Οι τράπεζες μπορεί να εξαναγκαστούν επίσης, αφού περιμένουν την ανακεφαλαιοποίηση, αλλά αυτό θα έχει επίπτωση στους ισολογισμούς τους. Και δεδομένου ότι η ανακεφαλαιοποίηση θα γίνει τελικά με επιβάρυνση του δημόσιου χρέους, θα προχωρήσουμε σε συγχωνεύσεις στον τραπεζικό κλάδο, με τράπεζες που θα έχουν ακόμα χειρότερο ισολογισμό. Μέχρι η τράπεζα-αγοραστής να καταλάβει τι εξαγόρασε, θα περάσει χρόνος. Η ύφεση θα συνεχίζεται, τα δάνεια θα σκάνε και οι τράπεζες δεν θα ξέρουν τι έχουν διαθέσιμο για την αγορά. Πώς, με δεδομένη τη νέα ζημιά από τα ομόλογα, θα μπορούν οι τράπεζες να διατηρούν μια στοιχειώδη κεφαλαιακή επάρκεια και να δανείζουν; Όσο για τους ιδιώτες επενδυτές, γιατί να πουλήσουν στο δημόσιο και όχι στα Funds που θα μας τρέχουν στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, προκειμένου να πληρωθούν στο ακέραιο, όπως έκαναν και με την Αργεντινή;

Και πώς θα επαναγοράσουμε χρέος; Εάν μας δώσει τα λεφτά το EFSF, πώς ακριβώς θα διατηρήσουμε την τιμή των ομολόγων στο 35% της τρέχουσας ονομαστικής τους αξίας; Και πού ακριβώς θα βρει τα λεφτά το EFSF; Ακούστηκε ότι θα γίνει χρήση εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις – με την τιμή που θα γίνουν, όταν γίνουν, δεδομένου του ρίσκου χώρας – προκειμένου να αγοραστεί χρέος σε τιμή που έχουμε προκαθορίσει. Το περιθώριο κερδοσκοπίας είναι προφανές, όπως επίσης και οι λόγοι που έπεφτε ραγδαία το ελληνικό spread, δεδομένου ότι η Citibank ακόμα εκτιμά ότι έχουμε 60% πιθανότητες Grexit.

Κρατάμε (;) λοιπόν τη μείωση των επιτοκίων και την απόδοση κερδών από την ΕΚΤ, το μορατόριουμ, ενώ ελπίζουμε στην επαναγορά δημόσιου χρέους. Κρατάμε επίσης τη δέσμευση για την εκταμίευση της δόσης, υπό την προϋπόθεση ότι θα τηρείται πιστά το μνημόνιο. Βέβαια, αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων – ελπίζουμε – ότι η τρόικα δεν θα επανέλθει με νέες «ερμηνείες» των συμφωνηθέντων, όπως έγινε με τα εργασιακά το Σεπτέμβριο, απαιτώντας νέα μέτρα. Και το γεγονός ότι οδεύουμε προς εκλογές στη Γερμανία, πρέπει να μας ανησυχεί, διότι νέες απαιτήσεις από την Αθήνα μπορεί να είναι δημαγωγικά απαραίτητες.

Γνωρίζουμε ότι αυτός ήταν ο πρώτος γύρος μιας συζήτησης που θα ανοίξει ξανά. Το χρέος, όπως πιστοποιεί και η Citibank, είναι λογιστικά βιώσιμο και όχι «βιώσιμο-βιώσιμο». Ας αναλογιστούμε το εξής: Το «βασικό σενάριο» για τη μείωση του χρέους μας στο 124% του ΑΕΠ το 2020, προβλέπει ότι θα έχουμε σωρευτική ανάπτυξη 50 δις Ευρώ. Τώρα, πώς θα γίνει αυτό, είναι ένα ερώτημα στο οποίο κανείς δεν έχει μια καλή απάντηση (ή σχέδιο), δεδομένου ότι ακόμα και τα λιγοστά κεφάλαια των ταμείων στήριξης θα μείνουν, στην καλύτερη περίπτωση, ως είχαν, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα μειωθούν.

Τα σπουδαία, δηλαδή μια πραγματική μείωση του χρέους, αναβάλλονται για μετά τις γερμανικές εκλογές. Έχουμε ορίσει λοιπόν την επόμενη ημερομηνία ορόσημο, δηλαδή τον επόμενο Σεπτέμβριο. Ελπίζει κανείς ότι έχει καταστεί σαφές πως αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί – ακόμη και να θέλει – να περάσει άλλο ένα πακέτο «τελευταίων μέτρων», προκειμένου να είμαστε «ηθικά προετοιμασμένοι» και για εκείνη τη Σύνοδο.

Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης Συνόδου, οι ηγέτες διόρισαν τον Λουξεμβούργιο Yves Mersch, στο Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας, παρά το γεγονός ότι είχε απορριφθεί η υποψηφιότητά του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Δεν είναι η πρώτη φορά που μια Σύνοδος Κορυφής χάνει την επαφή της με τον έξω κόσμο. Η «Συνοδοκρατία» των Βρυξελλών, όπου η συζήτηση γίνεται με κλειστές πόρτες και πρωτόκολλο «ισορροπίας ισχύος», διαμορφώνει ένα πλαίσιο διαπραγμάτευσης που η τετριμμένη πλέον έννοια «δημοκρατικό έλλειμμα», αδυνατεί να περιγράψει. Είναι βέβαια γνωστό ότι εάν η διαδικασία ήταν απολύτως δημοκρατική, είναι πιθανό ότι θα είχαμε ήδη βγει από το Ευρώ. Αυτή μας όμως η πεποίθηση έχει μάλλον να κάνει και με τη συνειδητή επιλογή ορισμένων αρχηγών-κρατών, να μιλούν ακόμη για το τζίτζικα και το μέρμηγκα.

Δεν υπάρχει λόγος να επιχαίρουμε για τα αποτελέσματα της Συνόδου. Πολιτικά, η Ελλάδα δεν διαπραγματεύτηκε γιατί δεν μπορούσε. Το μόνο «ηθικό πλεονέκτημα» ήταν η πεποίθηση ότι «εμείς είχαμε κάνει το καθήκον μας», με κοινωνικό και οικονομικό κόστος που είναι ασύλληπτο. Όμως, η ελληνική κυβέρνηση δεν πρέπει να εγκαλείται για έλλειμμα διαπραγματευτικής δεινότητας. Είμαστε αντικείμενο και όχι υποκείμενο διαπραγμάτευσης. Αλλά δεν πρέπει να προσποιούμαστε ότι «κρατάμε την τύχη στα χέρια μας». Συνεχίζουμε με χρονικό ορίζοντα μερικών μηνών και χωρίς να έχουμε μειώσει σημαντικά το ρίσκο χώρας, που είναι κλειδί για τις επενδύσεις (και την ανάπτυξη).

Ρεαλιστικά, λοιπόν, απαιτείται πρωτοβουλία σε επίπεδο κρατών-μελών. Είναι σαφές ότι η εκταμίευση των καθυστερημένων δόσεων ήταν απαραίτητη. Αλλά η πρόσφατη Σύνοδος δίνει μόνο την «ελπίδα» σημαντικότερων πρωτοβουλιών και όχι την προοπτική ανοικτών οριζόντων που επικαλείται ο κ. Σαμαράς. Πήραμε μια ανάσα και λίγο χρόνο. Τώρα επιζητούμε ξανά ένα αναπτυξιακό «θαύμα». Αλλά τα θαύματα ανήκουν στη σφαίρα της θεολογίας, όχι της πολιτικής.

Ρεαλιστικά, η Πορτογαλία αυτή τη στιγμή περνάει τον πιο σκληρό προϋπολογισμό της ιστορίας της. Η Ισπανία θα χάσει χιλιάδες θέσεις εργασίας από τη συγχώνευση τραπεζών της. Η Ιταλία σε λίγους μήνες μπορεί να χάσει την πολιτική της σταθερότητα, αφού ο Μόντι μάλλον δεν μπορεί να ανανεώσει τη θητεία του. Η Κύπρος μπαίνει σε μνημόνιο, ενώ έχουμε ξεχάσει τη Σλοβενία. Η Γαλλία είναι ήδη σε ύφεση και είναι πολύ κοντά σε ένα σπιράλ αύξησης επιτοκίων δανεισμού. Και η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με ερωτήματα που δεν μπορεί να απαντήσει. Με άλλα λόγια, ο Νότος δεν μπορεί να περιμένει. Η μόνη πολιτική διέξοδος που δεν βασίζεται στη «διαχείριση ανοχής» της αγανάκτησης των πολιτών, είναι η δημιουργία ενός νότιου αντίρροπου μετώπου. Και τελικά, η εξισορρόπηση ισχύος είναι η μόνη ρεαλιστική προοπτική για τη διατήρηση της συνοχής της Ευρώπης. Δεν μπορούμε πλέον να ζητάμε «να μας χαρίσουν τα χρωστούμενα», πρέπει να θέσουμε το ερώτημα της αναδιανομής πλεονασμάτων σε πολιτικό επίπεδο. Αυτή είναι η μόνη πολιτική επιλογή. Άλλωστε, είναι θέμα συνέπειας. Η λογική ότι «όταν δεν θα είμαστε μόνοι, η διαπραγμάτευση θα είναι αλλιώς», ήταν ένα βασικό επιχείρημα για να πάρουμε επώδυνα μέτρα, να κερδίσουμε χρόνο και να παραμείνουμε στο τραπέζι. Όσο είμαστε μόνοι στο τραπέζι, θα αποτελούμε το μενού.

.

Η Μαριλένα  Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ