Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα της σύγχρονης πολιτικής είναι η αδυναμία της να κάνει συνολικές, ολοκληρωμένες θεωρήσεις της πραγματικότητας και να σχεδιάσει πολιτικές, οι οποίες υπερβαίνουν την αποσπασματική διαχείριση της.
Αυτό ισχύει τόσο για τις περιφερειακές χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, όσο και για αυτές που κινούνται στον πυρήνα του παγκόσμιου γίγνεσθαι. Η βαρύτητα και η εμβέλεια των επιπτώσεων μόνο διαφέρουν. Οι χώρες, που ανήκουν στον πυρήνα, επηρεάζουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την παγκόσμια δυναμική από αυτές της περιφέρειας.
Η αποσπασματικότητα της πολιτικής δεν επιδρά μόνο σε υπερεθνικό επίπεδο. Πλήττει με την ίδια ένταση και το εσωτερικό των χωρών, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται συνθήκες ρευστότητας, οι οποίες αποδυναμώνουν την κοινωνική συνοχή. Ταυτοχρόνως δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ανισορροπίες μεταξύ των κοινωνικών συστημάτων.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι επιπτώσεις από την μονοδιάστατη ενασχόληση της πολιτικής με τον οικονομικό τομέα, χωρίς να τον συνδέει με τους υπόλοιπους τομείς κοινωνικής δραστηριοποίησης και την κάλυψη τουλάχιστον των βασικών ανθρώπινων αναγκών, οι οποίες υπερβαίνουν την υλική διάσταση της πραγματικότητας και άπτονται της αξιακής.
Αυτή είναι, που προσδίδει νόημα και περιεχόμενο στην ανθρώπινη οντότητα και στην δραστηριοποίηση των πολιτών στο πλαίσιο των κοινωνικών τους ρόλων. Ειδάλλως θα κυριαρχούν οι βασικές αξίες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, ο οποίος βασίζεται στον ατομικισμό και στον ακραίο ανταγωνισμό σε όλα τα πεδία ανάπτυξης δραστηριότητας από τον πολίτη.
Σε αυτές τις συνθήκες όμως εξαφανίζεται η έννοια της αλληλεγγύης και του πολιτισμού της ενσυναίσθησης (δηλ. ο πολίτης δεν μπορεί να μπει στη θέση του άλλου, να τον καταλάβει και να προωθεί την έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης με θεσμική κατοχύρωση). Και αυτό ήδη συμβαίνει. Αρκεί να λάβουμε υπόψη την σταδιακή αποδόμηση του συστήματος υγείας στα ευρωπαϊκά κράτη ή την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος με το κλείσιμο των συνόρων.
Εκτός και αν η λογική της κοινωνίας του θεάματος και του καταναλωτισμού είναι τα εργαλεία για να αποκτά νόημα η ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.
Μόνο που αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της πολιτικής έχουν οδηγήσει το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης στα όρια του και απειλούν να δυναμιτίσουν την κοινωνική συνοχή και την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η περίπτωση της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα με την ευρωπαϊκή πολιτική της σκληρής και υφεσιακής λιτότητας δείχνει με τον καλύτερο τρόπο τον αποσπασματικό χαρακτήρα της πολιτικής, η οποία πέρα από την οικονομική διάσταση δεν λαμβάνει υπόψη την ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας, την μαζική μετανάστευση των νέων με υψηλού επιπέδου προσόντα σε άλλες χώρες, την επικίνδυνη για την προοπτική της γήρανση της κοινωνίας, την απειλούμενη κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος, την φτωχοποίηση της κοινωνίας και την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού.
Επίσης η αντιμετώπιση της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών διαμορφώνει αρκετά επικίνδυνες ισορροπίες σε παγκόσμιο επίπεδο και συγκεκριμένα στο αντίστοιχο σύστημα ασφαλείας, διότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις βιωσιμότητας ιδιαιτέρως των περιφερειακών κοινωνιών του Νότου.
Για πολλά χρόνια έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις χώρες του ανεπτυγμένου Βορρά και συνεχίζει να γίνεται, χωρίς να επωφελούνται οι τοπικές κοινωνίες.
Αξιοποιούνται με τον καλύτερο και πιο προσοδοφόρο τρόπο οι φυσικοί τους πόροι, οι ίδιες όμως δεν έχουν το παραμικρό κέρδος, εκτός από τις τοπικές πολιτικές ελίτ, οι οποίες δεν υπηρετούν το συμφέρον των κοινωνιών αναφοράς τους. Εκτός από φθηνές θέσεις εργασίας, οι οποίες δεν επαρκούν για την κάλυψη των τοπικών πληθυσμών, δεν διαμορφώνονται προϋποθέσεις ανάπτυξης.
Σε συνδυασμό δε και με τις πολύ αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (ξηρασίες, ακραία καιρικά φαινόμενα κ.λ.π.) τα φαινόμενα της φτώχειας και της πείνας παίρνουν επικίνδυνες διαστάσεις, ενώ πριμοδοτούν την μαζική μετανάστευση προς το Βορρά.
Η αδυναμία της πολιτικής να διαχειρισθεί τόσο στο επίπεδο σχεδιασμού όσο και στο επίπεδο εφαρμογής το σύνολο των διαστάσεων της πραγματικότητας δείχνει, ότι δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη τα κατάλληλα εργαλεία για τις συνθήκες, οι οποίες χαρακτηρίζουν την σύγχρονη εποχή.
Κατ’ αρχήν δεν μπορεί να συμβάλλει, με τις δεσμευτικές για την πορεία των κοινωνιών αποφάσεις του, στην αποκατάσταση λειτουργικής ισορροπίας μεταξύ της μεγάλης ταχύτητας της ροής του χρόνου και του αργού ρυθμού μετασχηματισμού των τοπικών κοινωνιών.
Η μεγάλη πυκνότητα του χρόνου με δεδομένα και προϋποθέσεις για τις αποφάσεις σε σχέση με την πορεία προς το μέλλον, η οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην μεγάλη εξέλιξη της επιστήμης και των τεχνολογικών της εφαρμογών, δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες και προβλήματα στο πολιτικό σύστημα.
Και αυτό αφορά τόσο στις χώρες, οι οποίες κινούνται στον πυρήνα των παγκόσμιων εξελίξεων, όσο και στις περιφερειακές. Από το ένα μέρος το πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται πολύ να σχεδιάσει και πολύ περισσότερο να υλοποιήσει πολιτικές σε συνθήκες μεγάλης ρευστότητας λόγω της μεγάλης ταχύτητας της ροής του χρόνου και από το άλλο δεν μπορεί να δώσει στην κοινωνία τα απαραίτητα ερεθίσματα για την συνειδητοποίηση και λειτουργική ένταξη στην κοινωνική δυναμική των συνεχώς αυξανόμενων και μεταβαλλόμενων δεδομένων στην πορεία προς το μέλλον.
Το πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει τους πολίτες ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, που το κάνει και το οικονομικό, δηλαδή ως καταναλωτές. Γι’ αυτό και η δυναμική του κοινωνικού μετασχηματισμού είναι αργή και αναντίστοιχη της ταχύτητας της ροής του χρόνου, διότι οι πολίτες δεν συμμετέχουν σε διεργασίες συνειδητά και με γνώση της κατεύθυνσης της κοινωνικής δυναμικής τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο.
Αυτές οι αρνητικές συνθήκες ακουμπούν όμως και την πολιτική, με την έννοια του εξαναγκασμού της σε αποσπασματική διαχείριση της πραγματικότητας, διότι δεν την αντιμετωπίζει ως σύνολο αλληλοεξαρτώμενων κοινωνικών συστημάτων (υγείας, ασφαλιστικό, οικονομικό, εκπαιδευτικό κ.λ.π.). Πρέπει δε να επισημανθεί, ότι αυτή η κατάσταση διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης.
Πολύ σημαντικό ρόλο σε σχέση με την αποσπασματικότητα της πολιτικής παίζει η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας σε συνδυασμό με την αδυναμία ελέγχου των επιπτώσεων της ανθρώπινης δραστηριότητας σε πλανητικό επίπεδο και την εθνική αναφορά του πολιτικού συστήματος.
Συγκεκριμένα, ενώ αυξάνονται οι προϋποθέσεις και η εξάρτηση τους από οικονομικά, γεωπολιτικά, πολιτισμικά και επιστημονικά-τεχνολογικά δεδομένα, τα οποία υπερβαίνουν τα εθνικά όρια, το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να κάνει συνολικές θεωρήσεις και να σχεδιάσει πολιτικές, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες, που προκύπτουν από τις επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως είναι η ρύπανση του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή.
Και ενώ αυτά τα προβλήματα απαιτούν πολιτικές και λύσεις πλανητικής εμβέλειας, το πολιτικό σύστημα συνεχίζει να έχει εθνική αναφορά και αντίστοιχα όρια ως προς τις αποφάσεις του. Το αποτέλεσμα είναι να διαμορφώνεται μια πλασματική αντίληψη για το «εθνικό συμφέρον», η οποία οδηγεί σε αποσπασματική αντιμετώπιση των προβλημάτων της πραγματικότητας.
Ενισχυτικά σε σχέση με την αποσπασματική διάσταση της πολιτικής λειτουργούν και οι επιπτώσεις της τεχνολογίας στην πραγματικότητα, διότι δεν αναλύονται από το πολιτικό σύστημα ως προς τις επιδράσεις στη διαμόρφωση ατομικού και συλλογικού τρόπου σκέψης και πολιτικής συνείδησης.
Αυτό γίνεται εμφανές, εάν ληφθεί υπόψη το μίγμα της ψηφιακής τεχνολογίας και της αξιοποίησης της λογικής της κοινωνίας του θεάματος και της διαφήμισης στην πολιτική επικοινωνία. Οι πολίτες αντιμετωπίζονται ως καταναλωτές, οι οποίοι γίνονται χρήσιμοι εκλογικά, αρκεί να τους «ακουμπήσουν» οι φαντασιώσεις, που καλλιεργούνται σε σχέση με το μέλλον, χωρίς να στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα.
Με αυτό τον τρόπο δεν προωθείται ο ορθολογισμός ούτε σε ατομικό ούτε σε συλλογικό επίπεδο και η πολιτική συνείδηση δεν βασίζεται σε συνολικές, σφαιρικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας, αλλά σε αποσπασματικές.
Αυτό βέβαια αντανακλάται και στο επίπεδο του πολιτικού προσωπικού, με την έννοια της αδυναμίας ενός μεγάλου μέρους του να επεξεργασθεί νοητικά και να κατανοήσει σε βάθος την σύνθετη πραγματικότητα. Θεωρητικά οι πολιτικοί στο πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας εκπροσωπούν την κοινωνία στους θεσμούς λήψης δεσμευτικών πολιτικών αποφάσεων για το μέλλον και αυτό προϋποθέτει, ότι θα έπρεπε να διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις και μεθοδολογικό εργαλείο, ώστε να είναι επαρκείς για την διεκπεραίωση του ρόλου τους.
Τέλος η αποσπασματική πολιτική συμβάλλει στην άνοδο του δείκτη διακινδύνευσης των κοινωνιών και στην αποδυνάμωση των όποιων εγγυήσεων παρέχει το παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας. Οι ανισορροπίες, που πιθανόν θα προκληθούν από τον μη συνυπολογισμό όλων των παραμέτρων, οι οποίες συνθέτουν την σύγχρονη πολύπλοκη πλανητική πραγματικότητα, μπορεί να οδηγήσουν σε μεγάλους κινδύνους την παγκόσμια κοινότητα. Με τα σημερινά δεδομένα αυτό θα ήταν καταστροφικό.
Για όλους αυτούς τους λόγους επείγει η αντιμετώπιση της αποσπασματικότητας της πολιτικής. Αυτό αφορά στο σύνολο των κρατικών οντοτήτων, οι οποίες θα πρέπει άμεσα και χωρίς χρονοτριβή να πάρουν τις ευθύνες, που τους αναλογούν και να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα για την διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης και ευημερίας των κοινωνιών.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι απαραίτητη η πολυδιάστατη αξιοποίηση της επιστήμης και η πλήρης και ριζική επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος, με πρώτο ενδιάμεσο στόχο την αντιμετώπιση της αποσπασματικότητας της πολιτικής.
Η επίλυση αυτού του προβλήματος είναι ζωτικής σημασίας για την βιωσιμότητα των κοινωνιών.
Ιδιαιτέρως ο Σοσιαλδημοκρατικός χώρος, ο οποίος διανύει περίοδο κρίσης και βρίσκεται σε διαδικασία επανεκκίνησης οφείλει να προβληματιστεί και να αναζητήσει τα αναγκαία εργαλεία για τον σχεδιασμό πολυδιάστατης πολιτικής, η οποία στηρίζεται σε συνολικές, ολοκληρωμένες προσεγγίσεις της πραγματικότητας. Ο διαθέσιμος χρόνος είναι οριακός.
Βέβαια η λογική του πολιτικού καφενείου, η οποία κυριαρχεί στον πολιτικό λόγο των κομμάτων στην Ελλάδα, δημιουργεί μεγάλα προσκόμματα στην ζωτικής σημασίας ανάγκη πολιτικής επανεκκίνησης, ενώ οδηγεί σε αδιέξοδα και την χώρα στην κατάρρευση.