Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ), το οποίο έφθασε σε δυσθεώρητα ύψη το 2009, συνέβαλε καθοριστικά στη χρεοκοπία της Ελλάδας. Η αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να εξάγει προϊόντα και υπηρεσίες έγινε πιο εμφανής κατά την τελευταία περίοδο του αποπληθωρισμού (μείωση τιμών). Παρότι οι τιμές και οι μισθοί πέφτουν, οι εξαγωγές δεν αυξάνονται. Αυτό είναι το ακριβώς αντίθετο από τις προσδοκίες μας. Πτώση τιμών και μισθών συνεπάγεται μείωση κόστους για τα παραγόμενα προϊόντα, μειωμένες τιμές και άρα αυξημένη ζήτηση από το εξωτερικό.
Μία πρόσφατη έρευνα υποστηρίζει ότι το άθροισμα των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών στις χώρες της Ευρωζώνη τα τελευταία 17 χρόνια εξηγεί το 87% των επιτοκιακών διαφορών δανεισμού, spread (Daniel Gros, 8/5/2013). Δηλαδή όσο μεγαλύτερο ήταν το άθροισμα των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τόσο πιο ακριβό είναι το κόστος δανεισμού. Αυτό συμβαίνει γιατί και αυτά τα ελλείμματα πρέπει να καλυφθούν με δανεισμό. Η λογική απάντηση είναι φυσικά να υιοθετήσουμε ένα υπόδειγμα ανάπτυξης που να βασίζεται στις εξαγωγές. Μέσω της αύξησης των εξαγωγών θα μειωθεί το έλλειμμα και άρα η πίεση για δανεισμό. Πόσο εύκολο είναι αυτό και πόσο γρήγορα μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Τι είδους πολιτικές πρέπει να υιοθετήσουμε;
Ο τομέας των υπηρεσιών κάλυπτε το 55% της συνολικής αξίας των εξαγωγών μας για πολλά χρόνια, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 20% (EAAG Report 2011). Το παραπάνω αποτελεί και τη βασική διαφοροποίηση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές: η αδυναμία μας να εξάγουμε αγαθά στο εξωτερικό. Πώς όμως μπορούμε να αυξήσουμε τις εξαγωγές μας σε εμπορεύσιμα αγαθά; Η απάντηση είναι η μεταποίηση. Η μεταποίηση είναι ένας πολύ ιδιαίτερος κλάδος της οικονομίας. Ενα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του είναι ότι οδηγεί σε σύγκλιση στην παραγωγικότητα της εργασίας πολύ γρηγορότερα από οποιονδήποτε άλλο κλάδο (Rodrik 9/11/2011).
Η επανεπένδυση στη μεταποίηση θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να ισορροπήσει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε σταθερή βάση. Το πλεόνασμα που παρατηρήθηκε για το 2013 μπορεί να αντικατοπτρίζει την ένταση της ύφεσης (μειωμένη ζήτηση, μείωση των εισαγωγών) και αυτό να ξαναγίνει ελλειμματικό μόλις αλλάξουν τα δεδομένα (π.χ. ήδη παρατηρήθηκε μία μικρή αύξηση στις πωλήσεις αυτοκινήτων, προϊόν που δεν κατασκευάζεται στην Ελλάδα).
Η Ευρώπη έχει θέσει ως στόχο να αυξηθεί ο βιομηχανικός κλάδος από το 16% στο 20% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας μέχρι το 2020 (επαναβιομηχανοποίηση). Η ελληνική οικονομία, μαζί με την οικονομία της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, βρίσκεται κοντά στο 10%. Αυτό το δομικό χαρακτηριστικό, δηλαδή το έλλειμμα βιομηχανικών υποδομών, δυσχεραίνει την αύξηση των εξαγωγών. Οι πολιτικές που θα υιοθετηθούν οφείλουν σε όλες τους τις εκφάνσεις να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση της επαναβιομηχανοποίησης παράλληλα με την αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων, στους τομείς της ναυτιλίας και του τουρισμού.