Οταν η περιοριστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική ξεπερνά ορισμένα όρια, η οικονομία «εκδικείται» με αποπληθωρισμό, δηλαδή με πληθωρισμό γύρω στο μηδέν, πράγμα που έχει πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα. Είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει όταν υπάρχει μεγάλη χαλαρότητα στη δημοσιονομική και στη νομισματική πολιτική, οπότε προκαλείται υψηλός πληθωρισμός.
Ο πρόσφατος αποπληθωρισμός εμφανίστηκε στις αναπτυγμένες χώρες -και ιδιαίτερα στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα)- ως παρενέργεια της περιοριστικής πολιτικής, δηλαδή της εξάλειψης των ελλειμμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό και της «σφιχτής» νομισματικής πολιτικής.
Η πολιτική αυτή ασκήθηκε και ασκείται ως «φάρμακο» για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, κυρίως στην Ευρωζώνη. Ομως, όλα τα φάρμακα, και μάλιστα σε υψηλές δόσεις, προκαλούν παρενέργειες. Οι υπερβολές στην περιοριστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική δεν οδηγούν μόνο στην ύφεση και την ανεργία, μέσω της μείωσης της ζήτησης, αλλά και σε πολύ χαμηλό πληθωρισμό (αποπληθωρισμό).
Στην περίπτωση πολύ χαμηλού πληθωρισμού, χάνουν όσοι έχουν δανειστεί, ενώ κερδίζουν όσοι έχουν δανείσει χρήματα και έχουν συσσωρεύσει μεγάλο πλούτο. Αντίθετα, στην περίπτωση πολύ υψηλού πληθωρισμού, χάνουν όσοι έχουν συσσωρευμένο πλούτο και κερδίζουν όσοι έχουν δανειστεί. Σε περίοδο αποπληθωρισμού τα επιτόκια δανεισμού είναι χαμηλά. Δεν επωφελούνται όμως όλοι. Οταν ο κίνδυνος αποπληρωμής των δανείων είναι υψηλός, τα επιτόκια μπορεί να είναι επίσης υψηλά και να δυσκολεύουν τις επιχειρήσεις.
Πράγματι, αυτή την περίοδο, όπου στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός βρίσκεται κοντά στο μηδέν, τα επιτόκια χορηγήσεων των τραπεζών προς τις επιχειρήσεις, στην Ελλάδα και γενικότερα στον ευρωπαϊκό Νότο, βρίσκονται μεταξύ 7%-9%, όταν γίνονται δεκτά τα αιτήματα χορηγήσεων. Τα ίδια επιτόκια είναι πολύ μικρότερα, μεταξύ 2%-3%, στις βόρειες χώρες της Ευρώπης.
Η στρέβλωση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι τράπεζες δανείζουν τις ελληνικές επιχειρήσεις με «φόβο» ότι θα χάσουν τα χρήματά τους και, συνεπώς, ζητούν υψηλά επιτόκια. Αντίθετα, στις βόρειες χώρες της Ευρωζώνης ο «φόβος» (ο κίνδυνος δηλαδή) είναι πολύ μικρότερος. Ετσι, ο πολύ χαμηλός πληθωρισμός ευνοεί μόνο τις επιχειρήσεις στις βόρειες χώρες, ενώ τις καταδικάζει να μην είναι ανταγωνιστικές στις νότιες χώρες της Ευρώπης.
Ομως, ο πολύ χαμηλός πληθωρισμός δεν έχει μόνο αυτή την αρνητική συνέπεια. Δυσκολεύει όλους τους δανειολήπτες, κράτη και ιδιώτες, και προφανώς τη χώρα μας, η οποία έχει υψηλό δημόσιο χρέος (320 δισ., περίπου).
Η σταθερότητα των τιμών δεν επιτρέπει την απαξίωση του χρέους τους, όπως θα συνέβαινε αν ο πληθωρισμός ήταν π.χ. 4% ετησίως. Ετσι, το βάρος των χρεολυσίων της Ελλάδας και όλων των υπερχρεωμένων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου θα ήταν μικρότερο, αν «ελαφρυνόταν» από κάποιον πληθωρισμό.
Για μερικούς οικονομολόγους, η πολιτική αυστηρής λιτότητας (δημοσιονομική προσαρμογή και νομισματική ορθοδοξία) επιβάλλεται από τους δανειστές, προκειμένου να δημιουργείται αποπληθωρισμός και έτσι να εισπράττουν στο ακέραιο τα δάνειά τους, και ταυτόχρονα να μην απαξιώνεται συσσωρευμένος ο πλούτος των οικονομικά ισχυρών. Αυτό μπορεί να ισχύει, όμως το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό για την ανάπτυξη και την πολιτική και κοινωνική ισορροπία. Η ανεργία και η φτώχεια που προκαλούνται με την πολιτική αυτή αποτελούν βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του σημερινού συστήματος.
Ισως για το λόγο αυτό η ΕΚΤ σκέφτεται τελευταία (χωρίς σοβαρές αντιρρήσεις από τη Γερμανία) να χαλαρώσει τη νομισματική της πολιτική, αυξάνοντας την ποσότητα του χρήματος με αγορά περιουσιακών στοιχείων (ομολόγων κ.λπ.). Ετσι, μπορεί να αυξηθεί ο σημερινός, σχεδόν μηδενικός, πληθωρισμός και να αναζωογονηθεί η οικονομία εις βάρος των δανειστών και των κατόχων μεγάλου πλούτου. Για την Ελλάδα, μια τέτοια πολιτική θα ήταν πολλαπλά ωφέλιμη και για την ανάπτυξη και για την ελάφρυνση του χρέους της.